Ο γέρος που έθαβε λεωφορεία.

 

Καλησπέρα αγαπημένα φιλαράκια,

Πάει σχεδόν ένας μήνας από τότε που κάτι παράξενο συνέβη στην λαϊκή της λεωφόρου Ιωνίας. Σε ένα γενικευμένο κλίμα συγκίνησης ο Βλάσσης ο αυγουλάς, μου έδινε συμβουλές διατροφής με βουρκωμένα μάτια. Ο Χάρης με τα πεπόνια μου χάρισε ένα πεπόνι. Ο Χρήστος το καλό παιδί, τουλάχιστον έτσι συστήνεται στους πελάτες του, ήταν άφαντος κι αυτό ίσως μου κόστισε πιο πολύ απ' όλα. Κόστισε τρόπος του λέγειν, η λαϊκή μας είναι φτηνή. Αλλά ο Χρήστος, το καλό παιδί, δεν ήταν εκεί γιατί οι λωτοί δεν είχαν βγει ακόμα κι εγώ πάντα αγόραζα λωτούς απ’ το Χρίστο, θα περιμένω πολύ, πάρα πολύ καιρό μέχρι να ξαναφάω το αγαπημένο μου φρούτο. Βλέπετε, ξενιτεύτηκα.

Ξενιτεύτηκα ίσως δεν είναι η σωστή λέξη, γιατί η χώρα απ’ την οποία σας γράφω δεν μου είναι ξένη και όσοι κι όσες μ’ έχουν διαβάσει αρκετά θα το ξέρουν πως πως είχα ξαναδοκιμάσει την τύχη μου, στη χώρα τούτη, πριν μερικά χρόνια. Κι αν η χώρα μου φέρθηκε καλά, η τύχη μου με πρόδωσε κι αναγκάστηκα τότε, να γυρίσω στην Ελλάδα. Πρόδωσε ίσως δεν είναι η σωστή λέξη, γιατί δεν πιστεύω στην καλή τύχη παρά μόνο στην τυχαιότητα των όλων, όπως με επιστημονική ακρίβεια διατυπώνεται στο νόμο του Μέρφι κι όπως πέρασε από στόμα σε στόμα , μέσα στους αιώνες, στην εντολή της Τέχνης του πολέμου που σπουδάζω. «Μυριάδες αλλαγές, καμία έκπληξη!». Με άλλα λόγια, ο μαχητής αξιώνει να μην τα χάνει, ό,τι κι αν του πετάει στο δρόμο του η Τύχη. Μαχητής ίσως δεν είναι η σωστή λέξη για να περιγράψω τον εαυτό μου. Με έχετε δει ποτέ; Σίγουρα η όψη μου δεν θα σας κόψει τα γόνατα. Εκατόν ογδόντα πέντε πόντοι αιχμηρά κόκαλα, που καρφώνουν εμένα πρώτο, με μια μύτη που παρακαλάει να τη σπάσουν και δύο μαύρες τρύπες για μάτια. Θα με έπαιρνε ο αέρας αν δε γέμιζα το ντεπόζιτο μου με καφέ, νικοτίνη και θυμό, που είναι το χειρότερο καύσιμο απ’ όλα. Γιατί ενώ είναι υψηλής απόδοσης, παράγει ρίπους στη μηχανή και στο μέλλον φοβάμαι θα προκαλέσει κάποιο επάρατο κι ανίατο νόσημα.

Με την αισιόδοξη αυτή προοπτική, αποφάσισα να γυρίσω στην «ξένη» χώρα, για να μικρύνω τη λίστα των πραγμάτων που θα έχω μετανοιώσει στη ζωή μου. Θέλω στο μέλλον, τότε που θα λιώνω κατάκοιτος στο νεκροκρέβατο μου, να μπορώ να μην κοιτάω πίσω. Μονάχα να απολαμβάνω το στοργικό άγγιγμα των απαλών χεριών του νοσοκόμου που θα μου σκουπίζει τον κώλο, αηδιασμένος όχι από την πράξη αυτή καθαυτή, αλλά από την έκφραση της χαιρέκακης ευχαρίστησης στο πρόσωπο μου. Ω ναι! Όσο εγώ αποτυγχάνω να είμαι χαρούμενος, δεν θέλω να είναι κανείς! Αυτά όμως για το Τέλος. Τώρα κι από παιδί ακόμα, έχω μάθει να σκουπίζομαι μόνος μου. Κι ας έχει μουδιάσει το χέρι μου από το ατέρμονο μπρα-ντε-φέρ με την τύχη μου, κι ας γράφει στο βιογραφικό μου «επάγγελμα τυχοδιώκτης», κι ας μην έχω τίποτα να δείξω πέρα από μερικές αράδες λέξεις και δυο μουντζούρες σε χαρτιά και καμβάδες, από δω κι από κει. Τουλάχιστον τα έκανα μόνος μου κι όπως ήθελα.

Τελευταία φορά που θυμάμαι να φώναζα, «Τα έκανα!» ήμουν πολύ μικρός, καθισμένος στη λεκάνη με μουδιασμένα πόδια. Φώναζα αναίσχυντα και με όλη τη δύναμη της φωνής μου, για να φτάσει η θριαμβευτική κραυγή μέχρι το σαλόνι, όπου η τηλεόραση έπαιζε το «Καλημέρα Ζωή». Τότε η γιαγιά μου, παρατούσε τον υπαστυνόμο Θεοχάρη και έτρεχε ενθουσιασμένη να με συγχαρεί, για την άψογη εκτέλεση του έργου και το μέγεθος της παραγωγής και κατόπιν να με καθαρίσει. Δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι να αντιληφθώ την ιλαρότητα της σκηνής και να μπω στον κόπο να αυτοεξυπηρετούμαι. Ήταν όμως, φοβάμαι, πολύ αργά γιατί εντυπώθηκε μέσα μου, πως μου αξίζουν συγχαρητήρια κάθε φορά που τα κάνω σκατά.

«Κοίτα πόσα πολλά έκανες» έλεγε επαινετικά η γιαγιούλα μου, κι εγώ κοιτώντας στο κέντρο της κούφιας θέσης που μέχρι πριν λίγο ζέσταινα με τους γυμνούς γλουτούς μου, έβλεπα το είδωλο μου να καθρεφτίζεται στα ήρεμο πλέον νερό της λεκάνης της τουαλέτας, καθώς τα κατορθώματα μου γλιστρούσαν προς τον πυθμένα με την τραγική και μεγαλειώδη αργοπορία ενός πλοίου που βυθίζεται, αφήνοντας στην πορσελάνη τα σημάδια της σίγουρης τροχιάς τους προς την ανυπαρξία του υπονόμου. Έτσι, έμαθα να μπορώ να αναγνωρίζω τον εαυτό μου μόνο μέσα στις αποτυχίες κι ίσως γι αυτό να μου πείρε τέσσερα χρόνια να μπορέσω να σταθώ στα πόδια μου, να πάρω την αγαπούλα μου από το χέρι και να σηκωθώ να φύγω μακριά από την Αθήνα. Γιατί εν τέλει δεν μου αξίζει, στην αυτοπροσωπογραφία μου να έχω για φόντο ένα μάτσο κοπριές.

Υπάρχουν όμως πολλοί κοπρίτες, πίσω στην πατρίδα, που δεν θέλουν να με αφήσουν να ησυχάσω. Με θυμήθηκαν κατόπιν εορτής ή θεωρούν ότι τους χρωστάω επειδή χαιρετηθήκαμε μια φορά σε κάποιο μπαρ, την εποχή που μέχρι και τα σκαμπό με χαιρετούσαν και μου ζητάνε οδηγίες ή βοήθεια για να έρθουν εδώ που έφτασα εγώ, μετα κόπων και βασάνων. Μπήκα στον κόπο να φύγω, για να μη βλεπόμαστε και με το που φτάνω στην «ξένη» τι να δω; Σωρεία μηνυμάτων! Ο κάθε Μπαρμπαθωμάς και φρεντοπότης που θεωρεί ότι είναι καλή ιδέα να ξεχειμωνιάσει στην άλλη γωνία του κόσμου που βρίσκομαι εγώ, νομίζει ότι έχω ανοίξει ταξιδιωτικό γραφείο ή γραφείο ευρέσεως εργασίας για απόδημους Έλληνες. Πίσω ρε!

Παρακαλώ, πριν μου στείλετε μήνυμα, αναρωτηθείτε αν γνωριζόμαστε πραγματικά κι αν σας έχω δώσει το ελεύθερο. Εάν δεν ισχύει κάτι τέτοιο, εξαντλείστε στο μήνυμα σας την ευγένεια σας, όπως είναι πρέπων όταν ζητάτε ακρόαση από έναν άγνωστο. Η πόρτα μου είναι ερμητικά κλειστή και γράφει «Μην Ενοχλείτε» κι εσείς παλεύετε να την ανοίξετε για να μπείτε με τα τσαρούχια. Καλύτερα με τέτοιο παπούτσι, τέτοια αισθητική και τέτοια μυαλά να κάτσετε στη χώρα σας να εορτάσετε τα διακόσια χρόνια από την επανάσταση του ‘21. Εδώ δεν έχει φραπέ, ούτε γύρο. Δεν έχει τίποτα για σας εδώ.




Αν νομίζετε ότι ξέρετε πως είναι στη χώρα που βρίσκομαι, γελιέστε. Αν διαβάσατε κάπου πως χαρίζουν λεφτά, σας λέω πως εδώ έχω δουλέψει μέχρι να πληγιάσουν τα χέρια μου. Αν πείρε το μάτι σας κάπου πως η ζωή εδώ είναι εύκολη ,ελάτε να τα πούμε τώρα που βροχή πέφτει οριζόντια σφυροκοπώντας τη βόρεια πλευρά του σπιτιού μου η να ανακαλέσουμε παρέα την εποχή που περπατούσα ξημερώματα πίσω από το εκχιονιστικό, για να μπορέσω να φτάσω στη δουλειά μου πεζή. Αν πάλι θαρρείτε πως η Ελλάδα είναι η πιο ωραία χώρα του κόσμου, μην το κουνάτε ρούπι από εκεί. Αφήστε εμένα εδώ, να βλέπω το λυκαυγές να βάφει τα βουνά, τα αμέτρητα κοπάδια των πουλιών να διασχίζουν αθόρυβα τον ουρανό, τον αέρα να στριφογυρίζει το χορτάρι και το Βόρειο Σέλας να χαράζει διαδρομές πάνω από τ’ αστέρια. 

Αν έχετε ταξιδέψει ως εδώ, να είστε σίγουροι πως ούτε σε πέντε, ούτε σε δέκα μέρες, ούτε σε ένα μήνα δεν θα καταφέρατε να φτάσετε στη ζεστή καρδιά της χώρας που τώρα με αγκαλιάζει. Κι αν ζείτε ήδη εδώ, αμφιβάλω αν έχετε μπει στα σπίτια, έχετε φάει το φαγητό κι έχετε ακούσει το «καλώς ήρθες» και τα τραγούδια από τα ζεστά χείλη των φίλων, πως έχετε ρουφήξει τα αρχαία βιβλία και πως έχετε χαθεί ατέλειωτες ώρες στη γυμνή εξοχή, όπως εγώ.

Δεν θα σας γράψω ποτέ το όνομα της χώρας γιατί δεν έχει σημασία για σας. Ούτε για μένα. Δεν θέλω να κάνετε υποθέσεις, να διασταυρώσετε ιστορίες ή να δείτε εικόνες ξένες, πέρα από αυτές που θα περιγράφω. Δεν ξέρω τι βλέπουν όλοι οι άλλοι εδώ, αλλά έχω πολλά να πω γι αυτά που είδα εγώ. Το χωριό που μένω θα το λέω απλά, Το Χωριό και τη χώρα Ψαρού, γιατί είναι νησί κι οι κάτοικοι του ήταν ψαράδες από παλιά. Στους κατοίκους θα αναφέρομαι ως, οι Ψαρειανοί, κατά το Αρειανοί, γιατί εδώ είναι άλλος πλανήτης. Άλλοτε αφιλόξενος κι άλλοτε παραδεισένιος, αλλά σίγουρα πολύ διαφορετικός από αυτό που έχετε συνηθίσει.

Ασυνήθιστα πράγματα συμβαίνουν και λέγονται εδώ. Και συναντά κανείς ασυνήθιστους ανθρώπους. Για παράδειγμα τις πρώτες μέρες της άφιξης μας, μείναμε με την αγαπούλα στο σπίτι ενός παλιού μου φίλου, του Χάλτοoυρ. Από μια άποψη ο φίλος μου είναι τυπικός Ψαρειανός. Μεγαλόσωμος και παχύς, με μακριά μαλλιά και μάτια στο χρώμα του πάγου, έχει φάει τα νιάτα του στα καράβια και στο ψάρεμα κι έχει μεγάλο σπίτι, μεγάλη τηλεόραση, μεγάλο αμάξι, μεγάλη οικογένεια και μεγάλη καρδιά. Τώρα πια είναι μάγειρας και περνά τον ελεύθερο χρόνο του χαζεύοντας την τηλεόραση του, αγκαλιά με το μικροσκοπικό του σκυλάκι, την Τάρα. Όταν έχει κέφια βγαίνει ο κερατάς με το δίκαννο και κυνηγάει χήνες, γιατί έχουν λέει, το καλύτερο κρέας. Λες και δεν του φτάνουν τα κρέατα στα ψυγεία του σούπερ μάρκετ. Σε αντίθεση όμως με τους άλλους Ψαρειανούς που είναι διακριτικοί και δεν συνηθίζουν να χειρονομούν και να αγγίζονται, ο Χάλτοουρ είναι φωνακλάς, δίνει ζεστές χειραψίες και αγκαλιάζει τους φίλους του μέχρι να σκάσουν. Έχοντας δει το θάνατο με μάτια του, σε στεριά και θάλασσα, έχει αποκτήσει έναν ασυνήθιστο τρόπο να κοιτά τη ζωή. Τον τρόπο των ανθρώπων που τους έχει λασκάρει η βίδα, για να μπορεί να πάρει το μυαλό τους φρέσκο αέρα και να μη μουχλιάζει.

Έτσι εκείνες τις πρώτες μέρες, ενώ μεμψιμοιρούσα για το πως θα φτιάξω το άδειο ακόμα σπίτι που μόλις είχαμε νοικιάσει και που θα βρω δουλειά, ο οικοδεσπότης μας επέμενε να κάνει τα πάντα αργά, σχεδόν εσκεμμένα νομίζω, για να παρατείνει το χρόνο που απολαύανε να κάνουμε παρέα, ξυπνώντας αργά, πίνοντας τον καφέ του ακόμα πιο αργά και λέγοντας ιστορίες, ενώ έλυνε αθόρυβα, ένα ένα, τα προβλήματα μου. Το πρωί θα μου ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι, γιατί εγώ ξυπνούσα στις εφτά για να αγχωθώ κι αυτός στις δώδεκα για να δει τηλεόραση και το απόγευμα θα εμφανιζόταν με ένα καναπέ ή ένα τραπέζι για το καινούριο μας σπίτι, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το δικό του.

Ένα μεσημέρι, που για το Χάλτοουρ ένιωθε ακόμα σαν πρωί, έπινα το τρίτο φλιτζάνι αναθεματισμένου καφέ, βράζοντας μέσα μου που δεν έχω μπει ακόμα στο καινούριο σπίτι και προσπαθούσα να βρω λογική στην απέλπιδα απόφαση μου, να σηκωθώ και να ξανάρθω μέχρι την Ψαρού. Βλέποντας πως η κατάσταση εδώ δεν ήταν όσο εύκολη όσο τη θυμόμουν είχα, συμπαθάτε με, κωλώσει. Τσακωνόμουν με τον εαυτό μου που ήρθα χωρίς να έχω βρει δουλειά, χωρίς να είναι έτοιμο το σπίτι, χωρίς να έχει βρεθεί το εμβόλιο για το χτικιό που βασανίζει όλη την υφήλιο. Τότε, για να φάμε κι άλλο χρόνο πίνοντας καφέ, ο φίλος μου αποφάσισε πως ήταν καλή ώρα να μου πει την ιστορία του γέρου που έθαβε λεωφορεία.

Κάποτε ο Χάλτοουρ είχε βρεθεί να δουλεύει σε ένα άλλο χωριό, μακριά από Το Χωριό. Εκεί οι συνάδελφοι του στο ψάρεμα, μιλούσαν για να τον τρελό του χωριού, που είχε αγοράσει παλιά λεωφορεία από μια μάντρα, μόνο και μόνο για να τα θάψει στην γη, μπροστά τη φάρμα του. Μη αναρωτιέστε που τα χώρεσε τρελός τα λεωφορεία. Έχει άπλα στα χωριά. Πόσο μάλλον στις φάρμες. Να αναρωτιέστε γιατί τα έθαβε, όπως αναρωτήθηκε κι ο Χάλτοουρ που η απάντηση, «Επειδή είναι τρελός!» δεν τον έπειθε.

Ένα χρόνο μετά έτυχε να περναέι ξανά από εκείνο το χωριό, που δεν είναι Το Χωριό. Έβρεχε καρέκλες κι ο Χάλτοουρ ξαφνιάστηκε όταν, στην άκρη του δρόμου, είδε ένα γέρο να κάνει οτοστόπ. Τον έβαλε στο αμάξι κι όπως υπαγορεύει το παγκόσμιο σαβουάρ βιβρ του οτοστόπ, τις πρώτες συστάσεις ακολούθησε μια συντομευμένη εκδοχή της ιστορίας της ζωής του κάθε επιβαίνοντα στο όχημα. Για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία εκατέρωθεν, πως στη διπλανή θέση του αυτοκινήτου κάθεται ένας ακίνδυνος άνθρωπος και όχι ένας επίδοξος εγκληματίας. Ο γέρος είπε πως πριν βγει στη σύνταξη, ήταν ξυλουργός και μιας του φίλου μου πιάνουν τα χέρια του, ανοίξανε κουβέντα για κατασκευές.
Ο Χάλτοουρ του είπε πως θέλει να να χτίσει μια αποθήκη στη αυλή του,

γιατί δεν έχει που να βάλει τα εργαλεία του, τα χειμερινά λάστιχα του αμαξιού του, τα κυνηγετικά του όπλα, τα σκι και τις γαλότσες του κι όλη τη σαβούρα που έχει την κακή συνήθεια να μαζεύει. Για να έχει αρκετό χώρο η αποθήκη, θα έπρεπε να τη χτίσει πάνω από το μεγαλύτερο κομμάτι της αυλής του, πράγμα το οποίο δεν ήθελε να κάνει. Τότε ο γέρος πρότεινε πως θα μπορούσε να αγοράσει ένα παλιό λεωφορείο, από κάποια μάντρα για ταληροδίφραγκα και με τη βοήθεια ενός εκσκαφέα που θα νοίκιαζε, να το θάψει «ξαπλωμένο» στην αυλή αφήνοντας την πόρτα του λεωφορείου ανοικτή, παράλληλη με την επιφάνεια του έδαφος. Έτσι θα είχα μια μεταλλική, υπόγεια αποθήκη κάτω από την αυλή του, χωρίς να χρειαστεί να κάθετε να χτίζει ή να μικρύνει την αυλή του. Ούτε γάτα ούτε ζημιά.

«Και τότε κατάλαβα ποιος καθόταν δίπλα μου!», μου είπε ο Χάλτοουρ τελειώνοντας την ιστορία του. Σιγά τη μαλακία, έκανα να απαντήσω, όπως συχνά λέω όταν εντυπωσιάζομαι με κάτι αλλά δεν θέλω να το παραδεχτώ. Αλλά έπιανα αυτό που ήθελε να μου πει. Η Ψαρού ήταν το θαμμένο λεωφορείο μου. Η παράδοξη λύση στα προβλήματα μου. Κι εγώ έκανα σαν τους εξυπνάκηδες συγχωριανούς, αντί να κάτσω να ευχαριστηθώ τον καφέ μου, τώρα που μπορώ και να το βουλώσω.

Υπό μία έννοια είχα έρθει στην Ψαρού γιατί ήθελα να έχω να λέω, πως απ’ όλες τις πιθανές διαδρομές εγώ τόλμησα να διαλέξω ένα άγνωστο πέρασμα. Είχα έρθει για τον ίδιο λόγο που έβγαλα την Καλών Τεχνών, έκοψα το κρέας και πίνω τον καφέ μου σκέτο. Για να αισθάνομαι καλύτερος από εσάς, τις πλέμπες. Από την άλλη, σε μια κουβέντα που είχα με την αγαπούλα όταν μπήκαμε τελικά στο καινούριο σπίτι, τις αφηγούμουν μια συντομευμένη εκδοχή της ιστορίας της ζωής μου, όπως κάνουν συχνά οι σύντροφοι που έχουν πολύ χρόνο για σκότωμα στο σπίτι τους, ενώ έξω λυσσομανάει η καταιγίδα, για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία εκατέρωθεν πως στην απέναντι άκρη του τραπεζιού κάθεται ένας ακίνδυνος άνθρωπος και όχι ένας επίδοξος εγκληματίας, έλεγα πως παλιότερα είχα επισκεφθεί διάφορα μέρη που είχα σκεφτεί ότι θα μου άρεσε να ζήσω, αλλά τελικά έμεινα στην Ψαρού γιατί εδώ μου άρεσε καλύτερα.

Της το είπα μάλλον για να ακούσω τον εαυτό μου να το λέει. Αυτή το ήξερε ήδη και ίσως στο μυαλό της είχε ταυτίσει Το Χωριό και την Ψαρού με εμένα τον ίδιο. Ίσως γι αυτό δε δίστασε και να μαζέψει τα πράγματα της και να έρθουμε εδώ. Ίσως να σκέφτηκε πως αν της αρέσω εγώ, σίγουρα θα της αρέσει η Ψαρού, το λυκαυγές που βάφει τα βουνά, τα αμέτρητα κοπάδια των πουλιών που διασχίζουν αθόρυβα τον ουρανό, ο αέρας που στριφογυρίζει το χορτάρι και το Βόρειο Σέλας που χαράζει διαδρομές πάνω από τ’ αστέρια. Κι αυτός για μένα είναι καλός λόγος για να μην κωλώνω. Αυτός κι ότι εδώ μ’ αρέσει καλύτερα!

Από το παράθυρο του γραφείου μου, βλέπω τη βροχή να πέφτει στην εκκλησία Του Χωριού. Στο καμπαναριό, το τεράστιο ρολόι δείχνει πως πέρασε η ώρα και πρέπει να πιάσω να μαγειρεύω τα ψάρια που ξεπάγωσα το πρωί για το δείπνο μας. Θα ήταν κρίμα να έχει κουβαληθεί μέχρι την Ψαρού η αγαπούλα και να μην την ταΐζω κανένα ψαράκι. Γι αυτό ό,τι είπαμε για θαμμένα λεωφορεία, το είπαμε. Κι αυτό σας το λέω μάλλον, για να ακούσω τον εαυτό μου να το λέει.

Θα σας ξαναγράψω όταν αδειάσω. Να προσέχετε. 





Σχόλια