Εκεί που πεθαίνουν οι θεοί

 


Καλησπέρα αγαπημένα φιλαράκια,

Ποιος θα μας το ‘λεγε πως θα κάναμε ένα χρόνο να τα πούμε; Γίνανε όμως τόσα πολλά που είπα, στο σταυρό που δεν κάνω, πως η ζωή βάλθηκε να μας γκαστρώσει. Κι εκεί που έκανα να σας μηνύσω, να σου κι άλλη λοξοδρόμηση, να κι εγώ πάλι σε ενδιαφέρουσα να επωάζω αυτά που έχουμε να πούμε. Μέχρι που βρήκα σε τοίχο, συγκεκριμένα σε τέσσερις, και μου κόπηκε η όρεξη. Σήμερα όμως αποφάσισα να βάλω μια τελεία. Βρέξει χιονίσει! Που μονάχα χιονίζει εδώ. Εδώ που τα λέμε. Εδώ και τώρα λοιπόν, θα σας τα πω όπως τα θυμάμαι, πριν τα ξεχάσω. Κι είναι αξέχαστα αυτά που βλέπει κανείς εδώ με τα αυτιά του κι αυτά που ακούει με την καρδιά του, τυφλός μες το πηχτό σκοτάδι το Χειμώνιμο και το εκτυφλωτικό φως το Κωλοκαίρι. Αξέχαστα, σαν εκείνο τον καταρράκτη, εκεί που σταματήσαμε πέρσι, την πρώτη μέρα των καλοκαιρινών διακοπών, δεκατέσσερα χρόνια μετά για μένα και πρώτη φορά για την Αγαπούλα. Ο ίδιος καταρράκτης, ναι, μα δεν είναι ποτέ το ίδιο νερό που κατακρημνίζεται, ούτε ο ίδιος άνθρωπος που το αγναντεύει, δεκατέσσερα χρόνια μετά, έχοντας περάσει γενεές δεκατέσσερις.

Ο καταρράκτης ήταν το πρώτο αξιοθέατο που επισκεφθήκαμε , φεύγοντας από το χωριό για να κάνουμε το γύρο του Νησιού μας, της Ψαρούς. Ένας από τους πολλούς που βρήκαμε στο δρόμο μας, από τους μυριάδες που έχει σε όλο το νησί. Στα νερά του, λένε πως ξασπρίζουν εδώ και χίλια χρόνια, τα κόκαλα παλιών θεών γιατί ένας που τον έλεγαν Θόργκειρ, αφού έκατσε να σκεφτεί, σκεπασμένος κάτω από προβιές για τρεις ημέρες και τρεις νύχτες, αποφάσισε πως το καλύτερο θα ήταν όλοι στο νησί να κάνουν το σταυρό τους. Φορτώθηκε τα ξόανα των παλιών θεών και τα γκρέμισε σε κείνο τον καταρράκτη που χαζεύαμε τώρα εμείς, πιασμένοι χέρι χέρι. Και λένε πως αυτή η ιστορία του καταρράκτη ίσως είναι αποκύημα της λαϊκής φαντασίας, μα οι θεοί είναι σίγουρα νεκροί. Κι αυτά που σας λέω για μένα από μνήμης, μπορεί να τα θολώνει η δική μου φαντασία, μα σίγουρα σας γράφω από εκεί που πεθαίνουν οι θεοί. Κι είμαι καθόλα σίγουρος πως οι διακοπές ήταν πέρα για πέρα αληθινές, αυτές δεν τις φαντάστηκα. Έχω και φωτογραφίες. Τις τράβηξε η Αγαπούλα! Στις μισές η μύτη μου κρύβει τους καταρράκτες, που τόσο πολύ της άρεσαν. Όμως για να επιτρέψω στον εαυτό μου να πάει επιτέλους διακοπές, έπρεπε πρώτα να περάσω μια εποχή στην κόλαση.

Η εποχή αυτή ήταν η περσινή Ανοίξερη. Το Μάρτη είχαμε ήδη ξεκινήσει να δουλεύουμε στο χαβιάρι με το Νικόλα. Πλέναμε βαρέλια, μηχανήματα εργαλεία και τοίχους. Έξω από το εργαστήρι κατέφθαναν οι χήνες, οι καστανοκέφαλοι γλάροι κι οι στρειδοφάγοι και τα βουνά σήκωναν τη λευκή ποδιά τους μέχρι τη μέση, για να φανεί από κάτω η χρυσοκαφετιά σάρκα τους. Το εργαστήρι που κάναμε το χαβιάρι ήταν απέναντι από του Σίγκυ. Ένα βιομηχανικό κτήριο, αρκετά ψηλοτάβανο για να κόβει μέσα βόλτες το περονοφόρο και να στοιβάζει τους πλαστικούς κάδους, τον έναν πάνω πάνω στον άλλο, χωρίς να κουτουλάει στο ταβάνι. Το φως του ήλιου έμπαινε από τρεις ή τέσσερις μεγάλους φεγγίτες στον κεντρικό άξονα της οροφής, που είχε το σχήμα ανεστραμμένης βάρκας κι από ένα παράθυρο στο δωμάτιο-ψυγείο όπου θα βρισκόμουν να περνώ το μεγαλύτερο κομμάτι της μέρας. Το παράθυρο έβλεπε στην απέναντι μεριά του φιόρδ, στο κομμάτι του βουνού που το λέμε Αλεπού γιατί οι δύο ισοϋψείς πυραμιδόσχημες κορυφές που το ορίζουν, θυμίζουν τα αυτιά του ζώου.

Μπαίνοντας στο κτήριο άφηνες τα παπούτσια σου στην παπουτσοθήκη. Η πόρτα στα αριστερά έβγαζε στο αποδυτήριο, όπου υπήρχαν μεταλλικές ντουλάπες στη σειρά, όπως στα γυμναστήρια, κι ένας στενός πάγκος μπροστά τους, που χωρούσε ο μισός μονάχα κώλος μου. Κάποιες μέρες στριμωχνόμουν εκεί, στα διαλείμματα, για να διαβάσω το βιβλίο μου με ησυχία. Πίσω από άλλες πόρτες στο αποδυτήριο ήταν κρυμμένη η τουαλέτα, μια ντουζιέρα κι ένα πλυσταριό. Όλη η γοητεία των αποδυτηρίων ήταν το θερμαινόμενο πάτωμα, πάνω στο οποίο χυνόταν ο Νικόλας φαρδύς πλατύς για να ξεκουράσει τη μέση του και να χαζέψει Γαλλική τηλεόραση στο κινητό του, όταν όλοι οι άλλοι πίναμε καφέ. Λόγω αυτής της ιδιότυπης χρησικτησίας, το αποδυτήριο μετονομάστηκε σε «σαλόνι των ξένων».

Όλο ευθεία από την είσοδο ξεκινούσε η ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στην κουζίνα και το γραφείο στον πάνω όροφο. Από εκεί η θέα ήταν πολύ καλύτερη καθώς έβλεπες σε πρώτο πλάνο το λιμάνι με τα καΐκια και όλο το Χωριό να απλώνεται στο βάθος μαζί με τα βουνά κι από τις δύο όχθες του φιόρδ. Στην κουζίνα, υπήρχε ένα ψυγείο που λες και το είχανε βάλει εκεί μόνο και μόνο για να μπαίνει στο μάτι του Νικόλα. Ηταν μονίμως άδειο, παρότι αυτός επέμενε να το επιθεωρεί άπαξ ημερησίως. Είχαμε και μια μηχανή του καφέ, σαν αυτές που έχουν στα βενζινάδικα. Πατούσες ένα κουμπί και σου έβγαζε ό,τι καφέ ήθελες. Εσπρέσο, αμερικάνο, καπουτσίνο, μόκα, καφέ φίλτρου και ούτω καθεξής. Το σημαντικό στη ζωή είναι μπορείς να διαλέξεις με τι γεύση θες να πικραθείς. Ο θεός να την έχει καλά αυτή τη μηχανή, ήταν μεγάλη παρηγοριά σε αυτό που ακολούθησε όταν άρχισαν να φτάνουν τα κοτόψαρα. Η μηχανή και τα φράγκα. Μιλάμε για καλά φράγκα. Σοβαρά φράγκα. Φράγκα που μπαίνουν στην άκρη και είναι ακόμα εκεί μετά τις διακοπές.

Τα φράγκα τα συζητήσαμε με τη Σίρι πριν ξεκινήσει η σεζόν, στο γραφείο δίπλα στην κουζίνα. Η Σίρι είναι το μυαλό της επιχείρησης. Aυτή μιλάει κάθε χρόνο με τον αγοραστή του χαβιαριού, τους ψαράδες που πιάνουν τα κοτόψαρα και τους εργάτες. Ο αγοραστής είναι μια εταιρία στη Σουηδία. Οι ψαράδες ήταν παραπάνω από όσους είχα όρεξη να μετρήσω, και δεν τους βλέπαμε και όλους. Μόνο το φορτηγό ή τα περονοφόρα που έφερναν τους κάδους με τα ψάρια ή τις ωοθήκες. Όσο για τους εργάτες, αυτοί ήμασταν εγώ, ο Νικόλας κι ο Χίλμαρ, ο μικρός γιος του Χάλτοουρ που μόλις είχε ξεμπαρκάρει. Όλοι οι άλλοι γενναίοι του πληρώματος ήταν και συνιδιοκτήτες της επιχείρησης. Πρώτος και καλύτερος ο Όλι, ο μεγάλος γιος του Χάλτοουρ και άντρας της Σίρι. Αυτός ήταν σίγουρα η ψυχή του πληρώματος κι ο Νικόλας τον αγαπάει σαν τρελός, άσχετα που κάθε πρωί που τον πετύχαινε ο Όλι στην κουζίνα, τον κερνούσε μια πορδή να πάει καλά η μέρα. «Βâtard!», τσίριζε ο Νικόλας. «Είσαι αηδιαστικός».

Δεύτερος στην προτίμηση του Νικόλα, είναι ο μικρός αδελφός της Σίρι, ο Σάηβαρ. «Καλημέρα σέξι νάνε μου», τον καλωσόριζε όλο νάζι. Αυτό το παλικαράκι με τις τετράγωνες πλάτες και το παραλληλόγραμμο μουστάκι, που ο Νικόλας κι εγώ του ρίχναμε δυο τρία κεφάλια, είναι στα μάτια του Γάλλου φίλου μου, ο τέλειος άντρας. Γλυκομίλητος, ήρεμος, δουλευταράς. Το μόνο του ελάττωμα είναι πως είναι παντρεμένος και μάλιστα με γυναίκα. Τελευταίος στην προτίμηση του Νικόλα είναι ο μεγάλος αδελφός της Σίρι, ο Σβέριρ. Αυτός έφτανε πάντα πρώτος στο εργαστήρι και καλωσόριζε το Νικόλα μονάχα με μια ξερή καλημέρα. Τεμπέλη τον ανέβαζε ο Νικόλας, στραβόξυλο τον κατέβαζε και ξεφυσούσε όταν ήξερε πως θα δουλεύαμε μοναχά οι τρεις μας, χωρίς τον Όλι να τον σώσει. Τα αισθήματα ήταν βέβαια αμοιβαία, γιατί κι ο Σβέριρ τον είχε για παράξενο το Νικόλα κι εδώ που τα λέμε δεν είχε κι άδικο. Μπορεί να του βγάζω το καπέλο που δούλευε στο χαβιάρι, αλλά τον είχαν κακομάθει εκεί μέσα. Τόσο που πολλές φορές κι εγώ ο ίδιος ήθελα να τον στείλω εγώ στα τσακίδια.

Ο τελευταίος και πιο ανεκδιήγητος απ’ το σινάφι, ήταν ο ιδρυτής της επιχείρησης και παππούς των άλλων συνιδιοκτητών, γνωστός στο Χωριό με το παρατσούκλι Βέλι. Ο Βέλι είναι κοντούλης, με χοντρά χέρια όπως συχνά έχουν οι άνθρωποι του μόχθου, κοντά πυκνά άσπρα μαλλιά και γαλάζια ποντικίσια ματάκια. Οδηγάει ένα ασιάτικο ηλεκτροκίνητο τρίκυκλο με καρότσα, την οποία δεν έχω δει ποτέ φορτωμένη. Δεν έχει δίπλωμα αυτοκινήτου, παρά μόνο μια άδεια να οδηγάει το τρίκυκλο μέσα στο Χωριό. Ο Βέλι πήγαινε στη δουλειά από τις πέντε το πρωί για να φεύγει νωρίς. Στα ογδονταπολλά του χρόνια, δεν τον ακούει πια να κάνει βαριές δουλειές, έτσι είχε αναλάβει να συμπληρώνει άλμη στα βαρέλια με το χαβιάρι. Με μένα τα πήγαινε καλά από τη μέρα που του είπα, σε σπαστά Ψαριανά, ότι έκανα παραγάδια για το Σίγκυ. Έκτοτε μου έπιανε ψιλή κουβέντα για τα ψάρια, τα καΐκια και την κακή συνήθεια που έχουν οι παλιοί ψαράδες να καπνίζουν σα φουγάρα. «Εγώ το έχω κόψει χρόνια τώρα. Ο Σίγκυ κάνει δύο πακέτα τη μέρα!» «Τρία όταν πάει στη θάλασσα!», συμπλήρωνα εγώ που την πιο πολύ ώρα πάλευα είτε να καταλάβω τι μου λέει, είτε να βρω τις λέξεις στη γλώσσα του για να μην ακουστώ εντελώς ηλίθιος.

Μια μέρα που στοιχίζαμε τα βαρέλια με το χαβιάρι στο εργαστήρι, ο Όλι μου είπε να αφήνω χώρο ανάμεσα τους, για να χωράει να περάσει ο γέρος, το πρωί που θα συμπληρώνει την άλμη. «Ποιος γέρος;», ρώτησα εγώ ψαρεύοντας για χοντράδες. «Ο Γέρος που περιφέρεται στους διαδρόμους!», απάντησε θριαμβευτικά ο Όλι. Έτσι του κολλήσαμε δεύτερο παρατσούκλι του Βέλι. Ο Γέρος πράγματι περιφερόταν μέσα στο εργαστήριο. Πολλές φορές εμφανιζόταν από εκεί που δεν τον περίμενες, σου χαμογελούσε και έφευγε. Ήμουν πεπεισμένος ότι ευχαριστιόταν να βλέπει τη νεολαία να δουλεύει το χαβιάρι αλλά δεν άργησε να έρθει η πραγματική εξήγηση για την ευθυμία του. Μια μέρα ο Σβέριρ,ο Σάηβαρ κι ο Όλι βγήκαν χασκογελώντας από το πλυσταριό με ένα μπουκάλι κόκα κόλα, γεμάτο μέχρι τη μέση με ένα διάφανο υγρό. Είπαν στο Νικόλα να δοκιμάσει αλλά εισέπραξαν ένα κατηγορηματικό «Non!». Τους ρώτησα αν δοκίμασαν αυτοί πρώτα, γιατί μου αρέσουν οι τίμιες εξηγήσεις. «Όχι βέβαια! Αλλά εσύ είσαι Έλληνας. Πίνεις ό,τι σου δώσουν! Θες;» Τίμια απάντηση. Κατέβασα μια γουλιά για να τιμήσω τους αρχαίους ημών. Ρακή! Και μάλιστα γλυκόπιοτη. «Αν πουλάτε, αγοράζω! Ποιος τη φτιάχνει;» Το μπουκάλι ήταν του Γέρου. Είχε μάθει την τέχνη της απόσταξης την εποχή της ποτοαπαγόρευσης και συνέχιζε να παρανομεί ο άτιμος, τριάντα χρόνια μετά την άρση της. Ο Γέρος ήταν τελικά μειλίχιος γιατί τα έτσουζε λιγάκι!

Δεξιά από την κεντρική είσοδο ήταν το καθεαυτό εργαστήρι. Ανοίγοντας την πόρτα έμπαινες στον προθάλαμο. Εκεί φορούσες τις γαλότσες και τη νιτσεράδα σου, το δίκτυ στα μαλλιά, γάντια μιας χρήσης και από πάνω γάντια λατέξ που φτάνανε μέχρι πάνω από τον αγκώνα. Η επόμενη πόρτα έβγαζε στο μεγάλο δωμάτιο. Δίπλα στην πόρτα του προθάλαμου,στο μεγάλο δωμάτιο, ήταν η πόρτα του μηχανουργείου. Εκεί φιλούσαμε τα εργαλεία, ακονίζαμε τα μαχαίρια και φορτίζαμε το περονοφόρο κάθε βράδυ που το βάζαμε να κοιμηθεί. Δίπλα ήταν μια αποθήκη με καθαριστικά. Αριστερά ήταν η είσοδος του ψυγείου, που αντί για πόρτα είχε πλαστικές κουρτίνες. Δεξιά ήταν μια μεγάλη γκαραζόπορτα σε φύλλα, ίσα με τριάμισι μέτρα στο ύψος, απ’ όπου μπάζαμε τις δεξαμενές με τα ψάρια. Στο μεγάλο δωμάτιο, αμφιθεατρικά, πάνω από το ψυγείο και το μηχανουργείο υπήρχε ένα πατάρι, όπου είχαμε στοιβάξει εκατοντάδες καθαρά άδεια βαρέλια.

Κόντρα στους τοίχους είχε δυο μηχανές στη σειρά. Η μία αποκεφάλιζε και η άλλη ξεκοκάλιζε. Κι αυτό γιατί στο μεγάλο δωμάτιο κάναμε κυρίως τρεις δουλειές. Καθαρίζαμε το μπακαλιάρο για να μπει στην άλμη, ετοιμάζαμε τα αυγά του μπακαλιάρου και κόβαμε τα κοτόψαρα για πάρουμε τις ωοθήκες. Τα αυγά του μπακαλιάρου ήταν η πιο εύκολη δουλειά. Οι ωοθήκες του μπακαλιάρου ερχόντουσαν από την ιχθυόσκαλα έτοιμες, σε κάδους. Τους αδειάζαμε με το περονοφόρο σε μια φαρδιά μεταλλική σκάφη γεμάτη νερό με ψηλά πόδια που μας έφτανε ως τη μέση. Μετά φέρναμε σε βαγονέτα, αλάτι και ζάχαρη, γύρω στα είκοσι κιλά για κάθε βαρέλι. Βάζαμε μια στρώση αλάτι και ζάχαρη και μια ωοθήκες, μέχρι να γεμίσει το βαρέλι. Όσες ωοθήκες ήταν πολύ σπασμένες τις πετούσαμε κι αυτό ήταν όλο. Το μόνο δύσκολο σε αυτή τη δουλειά ήταν η μυρωδιά. Τα αυγά του μπακαλιάρου μύριζαν σαν ένα μείγμα κάστανου, ψαρίλας και κοπράνων. Μικροσκοπικά, σαν τη μύτη τις καρφίτσα, γέμιζαν τις ωοθήκες κατά χιλιάδες κι ήταν απρόσμενα ηδονιστικό να τις πιάνεις γιατί στο χρώμα, το μέγεθος και την υφή έμοιαζαν με ανθρώπινο εγκέφαλο ή σπλήνα.

Το καθάρισμα του μπακαλιάρου ήταν το πιο ζόρικο. Πρώτα γεμίζαμε τους κάδους που θα μπαίνανε τα ψάρια. Σε κάθε κάδο έμπαιναν τρία βαρέλια νερό. Σε κάθε βαρέλι, δύο σακιά αλάτι των είκοσι κιλών. Κάθε που γεμίζαμε τα βαρέλια ο Όλι έβρισκε την ευκαιρία να μπουγελώσει λίγο το Νικόλα, ίσα ίσα για να τον κάνει να τσιρίξει και μετά, αφού είχε χορτάσει να γελάει του ζητούσε συγγνώμη και συνεχίζαμε τη δουλειά μας. Ένας εργάτης τάιζε τη μηχανή που αποκεφάλιζε τους μπακαλιάρους. Τους στέριωνε σε μια κορδέλα που οδηγούσε στον τροχό. Ο τροχός έκοβε τα κεφάλια και πέφτανε σε έναν κάδο που γέμιζε σιγά σιγά με άδεια βλέμματα, καρφωμένα σε τυχαίες κατευθύνσεις. Όταν συναντιόταν το βλέμμα μου με κάποιο από τα τεράστια άδεια μάτια εστίαζα άθελα μου εκεί, ελπίζοντας πως θα έβλεπα κάποια αντανάκλαση από το υπερπέραν. Θυμόμουν που όταν πέθανε ο παππούς μου, την επομένη που τον φέρανε στο σπίτι του να τον χαιρετίσουν πριν τον χώσουν στο χώμα, καλύψαμε όλους τους καθρέφτες με λευκά σεντόνια. Να μην αντιφεγγίζει ο θάνατος.

Ο επόμενος εργάτης έπαιρνε τα αποκεφαλισμένα ψάρια και τα περνούσε από τη μηχανή που τα ξεκοκαλίζει. Η μηχανή άνοιγε τα ψάρια στα δύο σαν φύλλα τετραδίου. Τα συγκρατούσε μόνο η ραχοκοκαλιά. Από εκεί πέφτανε στην σκάφη, γεμάτη τώρα με παγωμένο νερό, για μια τελευταία βουτιά. Μπροστά στη σκάφη στεκόντουσαν τρεις άτυχοι, εγώ, ο Νικόλας και συνήθως ο Όλι ή ο Χίλμαρ, με μια πλαστική βούρτσα στο χέρι. Δουλειά μας ήταν να τσακώνουμε με το χέρι τα ανοιγμένα ψάρια και να τα βουρτσίζουμε στην κεντρική αρτηρία, χαμηλά στη ραχοκόκαλια και γύρω από την καρδιά, κοντά στο μέρος που ήταν το κεφάλι, για να φύγει το περίσσιο αίμα. Βούρτσιζες λίγα δευτερόλεπτα και μετά τα αράδιαζες στις δεξαμενές με το αλατόνερο για να αρπάξεις το επόμενο. Δεν ήταν βαριά δουλειά αλλά επειδή είχες τα χέρια σου στο κρύο νερό όλη την ώρα, πάγωνε μέσα σου μέχρι και το γάλα που βύζαξες μικρός. Τα γάντια κάνανε να φτουρήσουν αλλά μετά τα δύο πρώτα λεπτά, ήταν ένα και το αυτό. Κρύο!

Το πράγμα χειροτέρευε καθώς όσο πιλάτευες τα τεράστια ψάρια και τα βούρτσιζες στην ολόγιομη σκάφη, άθελα σου πιτσιλούσες δεξιά κι αριστερά κι έτσι καταλήγαμε να πιτσιλάμε ο ένας τον άλλον. Την ίδια ώρα τα καινούρια ψάρια έπεφταν από την κορδέλα της μηχανής στη σκάφη δημιουργώντας έναν ατέρμονο παφλασμό. Με κάθε ψάρι η σκάφη ξεχείλιζε λίγο πάνω στις γαλότσες μας και επειδή το έχει η μοίρα μου, πάνω στη μικρή τρύπα στο γόνατο που είχε η δική μου νιτσεράδα. Κι είναι αλήθεια άξιο φιλοσοφικής ενατένισης το πόσο νερό μπορεί να περάσει από μια τόσο μικρή τρύπα στο ρούχο που υποτίθεται σε προστατεύει. Οι δε μηχανές κάνανε ένα εκκωφαντικό θόρυβο τον οποίο είχε βαλθεί να συναγωνίζεται ο Νικόλας για να καταφέρνει να πιάνει κουβέντα στον Όλι, με εμένα να στέκομαι πάντα ανάμεσα τους. Γιατί του Νικόλα δεν του αλλάζεις τη ρουτίνα. Καλύτερα να τον σκότωνες! Αυτός αριστερά, εγώ στη μέση να κάνω τον κομπάρσο, ο Όλι δεξιά. Έτσι και αλλάζαμε θέση θα άρχιζε να ξεφυσάει και να τινάζεται σα να τον περπατάνε μυρμήγκια, μέχρι να ξαναμπούμε στη σωστή σειρά.

Ο μπακαλιάρος έμενε στην άλμη μέχρι να ευκαιρήσει κάποιος να τον βάλει στο αλάτι. Δεδομένου ότι αυτή ήταν εύκολη δουλειά, την έκανε συνήθως ο Γέρος, και σπανίως εμείς. Η μηχανή του αλατιού είχε σχήμα ανάστροφης πυραμίδας, σφηνωμένης σε ένα κυβικό μεταλλικό πλαίσιο διαστάσεων δύο επί δύο μέτρων. Το πλαίσιο πατούσε σε ρόδες για να μπορούμε να τη μεταφέρουμε κι από τον πάτο της μπροστινής πλευράς ξεκινούσε ένας ευρύς ελαστικός σωλήνας. Ο σωλήνας ανέβαινε από τον κορυφή της ανεστραμμένης πυραμίδας μέχρι πάνω από τη βάση της, όπου τον συγκρατούσε ένα μεταλλικό στέλεχος κι από εκεί κρεμόταν σα μελάτο ανδρικό μόριο, μπροστά από τη μηχανή. Στην άκρη του μορίου ήταν περασμένο ένα μεταλλικό δαχτυλίδι με μια λαβή κι ένα έλασμα σαν σκανδάλη. Όταν πατούσες τη σκανδάλη, ο γεωμετρικός αυτός ελέφαντας έφτυνε από την προβοσκίδα του το αλάτι που άλεθε στην πυραμιδική κοιλιά του.

Όταν ερχόταν η ώρα του αλατίσματος λοιπόν, δύο εργάτες στεκόντουσαν ανάμεσα σε ένα κάδο με μπακαλιάρους στην άλμη πίσω τους και έναν άδειο κάδο μπροστά τους. Πάνω από τον άδειο κάδο κρεμόταν ο σωλήνας της αλατιέρας. Ένας τρίτος εργάτης οδηγούσε το περονοφόρο για να τροφοδοτεί τη μηχανή με γιγάντια σακιά αλάτι και να αλλάζει τους γεμάτους κάδους μα καινούριους. Όλη κι όλη η δουλειά ήταν να τσακώνεις τους μπακαλιάρους από το γεμάτο κάδο πίσω σου και να τους στρώνεις σε αυτόν μπροστά σου. Την κάθε στρώση την κάλυπτες με αλάτι, πασπατεύοντας το τσουτσούνι της μηχανής. Φρόντιζες δε, να μην ακουμπάει το ένα ψάρι το άλλο, γιατί θα άφηνε σημάδια στη λευκή σάρκα του ψαριού. Έτσι κι έχουν σημάδια, μας ρίχνουν την τιμή οι Πορτογάλοι αγοραστές, μου είχε πει ο Όλι. «Ε, στείλ’τα στην Ελλάδα τότε. Στα αγοράζω εγώ να μη με σκοτίζεις.»

Σ’ αυτό το πόστο, το πολύ πολύ να σε πονούσε λίγο η μέση από το σκύψιμο και την ορθοστασία. Κατά τ’ άλλα ήταν λες και είχαμε μαζευτεί όλοι οι συνταξιούχοι να απασχολήσουμε τα χέρια μας. Μέχρι εκείνη τη φορά που ο Όλι μας είπε να μετράμε πόσους μπακαλιάρους βάζουμε στον κάθε κάδο. Ο Νικόλας επέμενε πως έπρεπε ο καθένας να μετράει τους δικούς του μπακαλιάρους και να τους προσθέτουμε κι εγώ είπα ότι είναι πιο λογικό να μετράμε κι οι δύο πόσοι μπακαλιάροι μπαίνουν συνολικά. Δεν έχει σημασία πιο από τα δύο συστήματα ήταν το πιο πρακτικό, δεν ήταν δα και καμιά επιστήμη, γιατί τα ψάρια ήταν πάντα εικοσιπέντε πάνω κάτω. Όμως ο Νικόλας κόντευε να πάθει εγκεφαλικό που δεν έκανα όπως έλεγε και με μουρμούριζε σαν τη μουρλκοκακομοίρα πως δεν τα μετράω καλά και πως έχω χάσει το μέτρημα. «Τa gueule, connard!», τον στόλισα στο τέλος. Κι ο Νικόλας ενθουσιασμένος με τα Γαλλικά που είχα ξεσηκώσει, ξεχάστηκε και συνεχίσαμε ήσυχοι μέχρι που ήρθε η ώρα του καφέ.

Την ώρα του καφέ ξέκλεβα κανένα μήνυμα στην Αγαπούλα. Την έβλεπα και στα πεταχτά τα μεσημέρια που σταματούσαμε τρία τέταρτα για φαγητό. Μπαίναμε άρον άρον στο αμάξι του Νικόλα που τερμάτιζε πάντα πρώτος το Γκραν Πρι μπροστά στο σπίτι μας, έχοντας μπινελικώσει στα γαλλικά όλους τους υπόλοιπους διαγωνιζόμενους, στα δύο χιλιόμετρα που μας χώριζαν από το χαβιάρι. Σπίτι έτρωγα συνήθως στα πεταχτά δυο αυγά που θα μου βγαίναν από τη μύτη με το που θα επέστρεφα στον αγώνα, αλλά δεν ήθελα να προσθέσω την πείνα στη μακριά λίστα των παραγόντων της ταλαιπωρίας μου. Μου έφτανε η νοσταλγία για το σπιτάκι μου και την Αγαπούλα. Γιατί οι ώρες στη δουλειά ήταν ατελείωτες. Δέκα σε μια καλή μέρα, δώδεκα σε μια κανονική, δεκατέσσερις σε μια ζόρικη και δεκαέξι τη μέρα που δε θα ξεχάσω ποτέ. Σαράντα και βάλε μέρες χωρίς ρεπό, στη μέση της σεζόν.

Όμως και μέχρι το περίπτερο για μπύρες να πεταγόμουν, πάλι θα τη νοσταλγούσα την Αγαπούλα. Είναι τα πράγματα σοβαρά και πολλοί οι λόγοι. Είναι τα πράσινα, μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια της που αντανακλούν το τελευταίο φως κάθε μέρας, είναι τα λεπτά της φρύδια που καμπυλώνουν για να γράψουν τι έχει στην καρδιά της, η μύτη της που κοιτάει ελαφρά προς τα πάνω, σαν τη μουσούδα κάποιου μικροσκοπικού ζώου που συνάντησα τυχαία στο δάσος κι αποφάσισε να με κάνει φίλο. Τα μακρόστενα, σαν κέντημα χείλη της που χαμογελάνε μέχρι τα αυτιά της, όταν εμφανίζομαι στην πόρτα κι εκείνο το δοντάκι που πετάει σκανταλιάρικα και θέλω να το αρπάξω. Η φωνή της, πιο απαλή κι από τα μεταξένια μαλλιά που μου κρύβουν το μακρύ, πορσελάνινο λαιμό της. Οι κοφτερές γωνίες του προσώπου της που πάνω τους αγκυλώνεται το βλέμμα μου και σκίζεται η καρδιά μου.

Είναι το δυνατό της κορμί, το μόνο που μπορεί να με σταματήσει επί τόπου, να βάλει άνω τελεία στην τροχιά μου. Είναι η μακρόστενη σιλουέτα της, μια ανθισμένη άγνος φωτισμένη από αστραπές κάποιο αρχαίο Δεκέμβρη, μια ενυδρίδα που παίζει μόνη σε καλά κρυμμένο κελαριστό ρυάκι. Είναι τα μακριά της δάκτυλα, υγρά ιριδίζοντα φύκια πλεγμένα γύρω από το δικό μου λαιμό. Δεν χρειάζεται να πιέσει. Η ζέστη που εκπέμπει το αίμα της πριν καν με ακουμπήσει, αρκεί για να μου κόψει την ανάσα. Και θα το’ χα κόψει από καιρό το να αναπνέω. Είναι κακή συνήθεια και μαρτύριο για ένα μυτόγκα σαν και του λόγου μου, παγιδευμένο ανάμεσα στη μπόχα του κόσμου και στην αποφορά παιδικών αναμνήσεων. Άλλαξα γνώμη όταν μύρισα τον ιδρώτα της, όταν μύρισα τον καπνό στην ανάσα της, όταν μου έδωσε το φιλί της ζωής, όταν μου προσέφερε ένα ποτήρι νερό. Όταν δοκίμασε την αξία της ζωής μου σα σε λυδία λίθο, πάνω στο ευωδιαστό κι αχνιστό δέρμα της και απεφάνθη πως είναι αγνό χρυσάφι. Κι ας είναι για ένα μοναχά ξημέρωμα. Χαλάλι.

Είναι που ξέρει όλα τα τραγούδια που παίζει το ραδιόφωνο και ξέρει πόσα απίδια βάζει σάκος. Ξέρει να διαβάζει βιβλία χωρίς να κουνάει τα χείλη της και ξέρει να γυρίζει σελίδες χωρίς να σαλιώνει τα δάκτυλα της. Τα σαλιώνει μόνο για να στρίψει τσιγάρα. Ξέρει να φτιάχνει μινεστρόνε και ξέρει να μου φτιάχνει τη διάθεση και να μου λέει μείνε. Μείνε λίγο ακόμα. Ζωντανός. Είναι που κάποτε μου δήλωσε ευθαρσώς και υπεύθυνα πως θέλει να είμαστε μαζί και έκτοτε με αγαπάει. Επίμονα! Χωρίς περιστροφές. Χωρίς περικοπές. Χωρίς εκπτώσεις στο συναίσθημα. Αν έχετε περπατήσει ποτέ μέχρι την άκρη της πόλης σας, αν έχετε κρατήσει τα μάτια ανοικτά έστω κι για ένα βράδυ, θα ξέρετε πόσο σπάνιο είναι να σας αγαπάνε έτσι επίμονα, αγαπημένα φιλαράκια. Κι όμως αυτή ήρθε και κάρφωσε την πρόθεση της ν’ αγαπηθούμε στην επιφάνεια του μαύρου πλανήτη μου και έκτοτε όλοι οι επιστήμονες συμφωνούν πως αυτός είναι ο άξονας του. Δεν μπορώ παρά να είμαι ερωτευμένος ακόμα και με το όνομα της, που το κρατάω σφιχτά στα χέρια μου σαν προσευχή και θα ήταν αμαρτία να το επικαλεστώ για σας επί ματαίω.


Ούτως ειπείν, θα συμφωνήσετε φαντάζομαι - και δε θυμάμαι ποιος το είπε για να του δώσω τα εύσημα -, πως πίσω από κάθε πετυχημένο άντρα σαν εμένα, κρύβεται… μια ζουμερή κωλοτρυπίδα. Κι η δική μου απεδείχθη τότε αναπάντεχα ζουμερή και με θλίψη θα παραδεχτώ πως συνεχίζει να είναι, καθώς η αιμορροΐδα που έκανε δειλά την εμφάνιση της στη θητεία μου στα παραγάδια, θέριεψε όσο δούλευα στο χαβιάρι, μετατρέποντας σε σφαγείο την κάθε εκκένωση. Δεν με εκπλήσσει βεβαίως καθόλου το γεγονός, δεδομένου ότι όλες πρωκτολογικές εκφράσεις που αφορούν σε ηράκλεια προσπάθεια, όπως «Μου έχει φύγει ο κώλος!» ή «Μου έχει γίνει ο κώλος να!», θα περιέγραφαν ακριβέστατα τον άθλο που απαιτούσε το κυρίως κομμάτι της δουλειάς. Αυτό που είχε να κάνει αποκλειστικά με το κοτόψαρο και τα αυγά του.

Η δουλειά αυτή είχε τρία στάδια. Το πρώτο ήταν να πάρουμε τις ωοθήκες από τα ψάρια. Κατέφθαναν λοιπόν τα κοτόψαρα σε πλαστικούς κάδους από τα καΐκια του Χωριού και των γύρο χωριών. Πύργοι ολόκληροι κάθε μέρα, μέσα στο μεγάλο χώρο του εργαστηρίου, που τα αράδιαζε σιγά σιγά το περονοφόρο για να μπορούμε να τα δουλέψουμε. Τα κοτόψαρα ήταν μπουλούκι το ένα πάνω στο άλλο, μέσα στους κάδους, όλα με φουσκωμένες κοιλιές, στρογγυλά και μολυβί, σαν μπάλες κανονιού, χοντρόπετσα, με δυο αραιές σειρές, σκληρές σαν κέρατα, φολίδες δεξιά και αριστερά στην κοιλιά τους και μαύρα μάτια κατράμι. Άλλοτε ώρες νεκρά μέσα στον πάγο να εκκρίνουν κολλώδη διάφανα υγρά και άλλοτε να παλεύουν να πάρουν ανάσα και να σπαρταράν όταν τα πετύχαινε καμιά πιτσιλιά κρύο νερό, με το Νικόλα να τα βασανίζει βάζοντας το δάκτυλο στο στόμα τους για να το δαγκώσουν, έχοντας τη βαθιά πεποίθηση πως ο καθένας παίρνει αυτό που τ’ αξίζει.

Τσακώναμε τα ψάρια με τ’ αριστερό χέρι από την ουρά και κρατώντας τα θριαμβευτικά πάνω από ένα άδειο πλαστικό κάδο και σαν προς τέρψη ενός μικρόψυχου θεού που απαιτεί θυσία, τους τραβούσαμε δυο περίτεχνες μαχαιριές χιαστί στην κοιλιά, κι αυτή άνοιγε, ξεκούμπωτη σαλοπέτα, κι έπεφταν οι ωοθήκες μες τον κάδο, αφήνοντας τα έντερα να κρέμονται σα σερπαντίνες. Αν έπεφτε του Σβέριρ ή του Όλι κανένα εντόσθιο μέσα στον κάδο με τις ωοθήκες, το τσιμπούσαν και το εκσφενδόνιζαν, χωρίς δεύτερη σκέψη, κατά τη μεριά του Νικόλα κι όπου τον πετύχουν. Εγώ δεν του έκανα τέτοια κόλπα γιατί τον συμπονούσα, όταν δε με εκνεύριζε. Ήμουν απασχολημένος να χαζεύω τα ψάρια. Κάτω από το χοντρό σκούρο πετσί του, η σάρκα του κοτόψαρου είναι λευκή, ιριδίζουσα και απαλή. Πουπουλένιο και γλυτσερό μαργαριτάρι που μόνο αφού σκοτώσεις το χοντροκομμένο ζώον μπορείς να το εκτιμήσεις. Μόνο μετά θάνατον και μόνο για λίγο. Τα ξεκοιλιασμένα κοτόψαρα κατέληγαν, με μια ψηλοκρεμαστή και απαξιωτική βολή με το αριστερό, σε έναν άλλο κάδο. Θα πουλιόντουσαν αργότερα κοψοχρονιά στους Κινέζους που τα τρώνε.

Το έφαγα κι εγώ μια φορά το κοτόψαρο, να πω την αμαρτία μου, σε ένα γεύμα που με κάλεσε ο Γηραιός μου φίλος, ο πιο σοφός άνθρωπος στο Χωριό. Κρατά όλη την παλιά γνώση, τους παλιούς τρόπους, τα παλιά τραγούδια, τα παλιά ποιήματα κι ακόμα ακόμα και τις παλιές συνταγές, όλα μες το χιονισμένο κεφάλι του και στα σερβίρει γενναιόδωρα όταν σε φωνάξει στο τραπέζι του να φάτε. Έτσι και το κοτόψαρο, που τώρα τους πέφτει πολύ άσχημο, κάποτε οι Ψαριανοί το τρώγανε και το παρατρώγανε, αρκεί να είχε σιτέψει λίγο. Έτσι το έφαγα κι εγώ κι εκτίμησα τον εσωτερικό του κόσμο, κατασπαράζοντας το. Καλός είμαι αλλά δεν είμαι και κανένας άγιος.

Το πιο θαυμαστό απ’ όλα ήταν οι ίδιες οι ωοθήκες. Προς μεγάλη μου έκπληξη, κάθε ψάρι κουβαλούσε διαφορετικό χρώμα αυγά. Άλλα ήταν ροζ κι άλλα ροδακινί, άλλα κοραλλί, άλλα πράσινα, άλλα γκρίζα, άλλα γαλάζια κι άλλα ασημένια. Όλες μαζί οι ωοθήκες μες τον κάδο σχημάτιζαν ένα παστέλ νεφέλωμα, πολύχρωμο και κι ανάλαφρο, σα ξημέρωμα στην παραλία. Μια μέρα που χάζευα τις ωοθήκες άρπαξε μία ο Όλι και την κουνούσε μπρος στη μούρη μου. «Φά’ τη ρε αν είσαι μάγκας!», με προκάλεσε. «Από εσένα πιο πολύ!». Δάγκωσα μια γερή μπουκιά και μετά δάγκωσε κι αυτός. Τα φρέσκα αυγά χάιδεψαν απαλά τη γλώσσα μου. Είχαν τη γεύση του θαλασσινού νερού. Κατάπια. Ο Όλι έφτυσε. Αν είσαι μετανάστης κάτι τέτοια τα καταπίνεις αμάσητα. Γελάσαμε με την καρδιά μας.

Στο δεύτερο στάδιο χωρίζαμε τα αυγά από τις ωοθήκες και τα στραγγίζαμε. Τώρα μέσα στο ψυγείο, το περονοφόρο έφερνε τους κάδους με τις ωοθήκες, δυο – δυο τον ένα πάνω στον άλλο. Περνούσε μέσα από ένα στενό διάδρομο από τα στραγγιστήρια, μεγάλες σαν τραπέζια τετράγωνες σκάφες που στέκονταν σε μεταλλικά πόδια, ενάμισι μέτρο η κάθε πλευρά και τριάντα πόντους βαθιά. Ο πάτος τους ήταν κούφιος, καλυμμένος με ένα ένα πυκνό δίχτυ. Σε κάθε πλευρά του μακρόστενου δωματίου-ψυγείου ήταν μια σειρά στραγγιστήρια και μερικά ακόμα αναποδογυρισμένα πάνω σ’ αυτά που πατούσαν στο έδαφος, καμιά εικοσπενταριά το σύνολο που στα μέσα της σεζόν γίνανε πάνω από τριάντα.

Ο κάθε εργάτης είχε μια μηχανή την οποία τάιζε μ’ ένα κουβά ωοθήκες κι αυτή ξερνούσε σκέτα τα αυγά, ένα ροζουλί χυλό που θύμιζε νερουλό σιμιγδαλένιο χαλβά. Η μηχανή ήταν περίπου ίσα με το μπόι μου, μια μεταλλική κάσα με με μια πλατιά θυρίδα στην πάνω έδρα. Στην μπροστινή πλευρά εξείχε ένας κυλινδρικός κάδος, σαν αυτόν του πλυντηρίου που μέσα του γύριζε ένας άξονας με δύο κάθετα μεταλλικά στελέχη. Ο κυλινδρικός κάδος «καθόταν» σε ένα παραλληλεπίπεδο ράφι που έδρες του στένευαν προς τα κάτω, σχηματίζοντας ένα χωνί. Από εκεί έπεφτε ο χυλός με τα αβγά μέσα στα στραγγιατήρια καθώς γύριζε ο άξονας. Κάτω από το χωνί στερεώναμε πάνω στο στραγγιστήρι, ένα δεύτερο φίλτρο. Ένα μεταλλικό πλέγμα μέσα σε ένα πλαίσιο που τα πόδια ακουμπούσαν στα χείλη του τραπεζιού και μάζευε όποιες μεμβράνες είχαν ξεφύγει από τη μηχανή. Μπροστά ο κάδος είχε μια οπή κάτω από την οποία οποία στερεώναμε μια λαμαρίνα με ένα σκοινί γύρο από τον κάδο. Η λαμαρίνα κατηφόριζε σε ένα βαρέλι που έμπαινε κάθε φορά, δεξιά από το στραγγιστήρι. Από την οπή έβγαινε η φύρα, οι μεμβράνες από τις ωοθήκες και ό,τι έντερα είχαν πέσει μαζί τους στον κάδο, ένα σιχαμερό οργανικό σύμπλεγμα από μασημένες τσίχλες κια φλέματα χρωματισμένα ροζ από το αραιό αίμα. Τα αυγά έμεναν στα στραγγιστήρια όλο το βράδυ και την επομένη ξεκινούσε το τρίτο στάδιο.

Το τρίτο στάδιο της δουλειάς ήταν το αλάτισμα. Ξανά μέσα στο ψυγείο, ο κάθε εργάτης είχε μια μεταλλική κάσα, πάνω από ενάμισι μέτρο ψιλή και περίπου πενήντα πόντους βαθιά. Η κάσα ήταν ανοικτή από τη μια πλευρά και στη μιά από τις μικρές έδρες της είχε μια θυρίδα που το κλείστρο της έμοιαζε με τετράγωνη σπάτουλα. Ο καθένας είχε επίσης ένα κουβά, μια πλαστκή λεκάνη κι ένα πλαστικό φτυαράκι. Φορτωνόσουνα λοιπόν την κάσα σου, που δεν ήταν διόλου ελαφριά, και την στέλιωνες πάνω από ένα στραγγιστήρι, πάνω στα χείλη του βαθουλωτού τραπεζιού ώστε να μην ακουμπάει τα στραγγισμένα αυγά. Γέμιζες και τον κουβά σου με αλάτι από τα σακιά που ήταν στοιβαγμένα σε μια παλέτα στη μέση του ψυγείου και κατόπιν ξεκινούσες να φτυαρίζεις αυγά με τη λεκάνη σου και να τα αδειάζεις στην κάσα σου. Στα μισά, όταν είχες ρίξει στην κάσα πέντε λεκάνες, έριχνες το μισό αλάτι. Από πάνω φτυάριζες άλλες έξι λεκάνες αυγά και τέλος το υπόλοιπο αλάτι. Κάθε λεκανιά ήταν δέκα κιλά κι άλλα δεκάξι κιλά το αλάτι, η κάσα γέμιζε με εκατόν είκοσι έξι κιλά χαβιάρι κι αλάτι που έπρεπε να ανακατέψεις με τα χέρια. Εδώ να σε δω!

Κολλούσες το λοιπόν τα γοφιά σου στην κάσα κι αν ήσουν ψηλολέλεκας σαν εμένα, λύγιζες και λίγο τα γόνατα για να μην τσακίσεις τη μέση σου και έσκυβες πάνω από την κάσα. Άνοιγες τα χέρια σου σαν θες να αγκαλιάσεις το χαβιάρι, τα έχωνες μες το βαρύ χυλό και τον ανασήκωνες ζωηρά, από τον πάτο ως την επιφάνεια, απ’ άκρη σ’ άκρη. Μέχρι τ’ αυγά και τ’ αλάτι να γίνουν ένα. Μέχρι να αρχίσουν να καίνε τα στροφικά σου πέταλα κι ο μείζον θωρακικός. Μετά έβαζες ένα άδειο βαρέλι, ένα από τα εκατοντάδες που πλύναμε με το Νικόλα, ανοικτό κάτω από τη θυρίδα της κάσας. Άνοιγες τη θυρίδα και έσπρωχνες με τη σπάτουλα όλο το χαβιάρι να πέσει στο βαρέλι. Έκλεινες το βαρέλι με το καπάκι, τ’ ασφάλιζες με ένα μεταλλικό δακτύλιο και το βόλευες όπου μπορούσες μες το χαμό να κάνεις χώρο για το επόμενο. Όταν άδειαζε ένα στραγγιστήρι το σήκωνες όρθιο για να μαζέψεις με το φτυαράκι σου όσο χαβιάρι δεν είχες μαζέψει με τη λεκάνη. Έπειτα το ξανακάθιζες και μετέφερες την κάσα πάνω του, για δουλέψεις το διπλανό γεμάτο στραγγιστήρι με άνεση.

Στις σαράντα μέρες που πύκνωσε η δουλειά, το σισύφειο άγος μας πήγαινε ως εξής. Το πρωί ξεκινούσαμε παίζοντας «Πιάσε το βαρέλι». Ένας ανέβαινε στο πατάρι και πετούσε τα άδεια βαρέλια στους από κάτω που τα στοίβαζαν μέσα κι έξω στο ψυγείο για να τα δουλέψουμε. Σβέλτα και με ρυθμό. Το παιχνίδι είχε κι αυτό την τέχνη του καθώς κάθε άδειο βαρέλι ζύγιζε έξι κιλά κι υπήρχε ένας μονάχα σωστός τρόπος να το πετάς κι ένας να το πιάνεις. Αυτός που πετούσε, κρατούσε το βαρέλι πάνω από το κενό με το ένα χέρι, από το καπάκι και το άφηνε να πέσει δίνοντας του κλήση σαράντα πέντε μοίρες. Αυτός που το έπιανε, έπρεπε να περιμένει με τα χέρια απλωμένα λες και κρατάει παιδί και το με το που έσκαγε το βαρέλι στα χέρια του λύγιζε ελαφρά τα γόνατα σαν ελατήριο για να αποσβέσει λίγο από τη δύναμη της ελεύθερης πτώσης που σταματούσε με τους βραχίονες και τους ώμους του. Από το παιχνίδι βγαίνανε όλοι ελαφρώς τραυματισμένοι μα κανείς δεν το μαρτυρούσε, παρά μόνο ο Νικόλας που κάθε φορά που έπιανε ένα βαρέλι, του ξέφευγε ένα αισθησιακό «Ουμφ!». Το πήραμε λοιπόν εγώ κι ο Όλι και το ξεχειλώσαμε και κάναμε κι εμείς «Ουμφ!» και «Αχ!» και «Βαχ!» σε κάθε βαρέλι και συναγωνιζόμαστε στη φαιδρότητα να πάει καλά η μέρα. Μετά πίναμε όλοι μια γουλιά καφέ πριν συνεχίσουμε.

Όταν τέλειωνε το διάλειμμα μπαίναμε ξανά στη ψυγείο να αλατίσουμε το χαβιάρι που είχε στραγγίξει την προηγούμενη. Ο κερατάς ο Νικόλας έπαιρνε κάθε μέρα την πιο ελαφριά κάσα και το πιο βολικό φτυάρι. Και ξεκινούσε να δουλεύει πάντα το ίδιο στραγγιστήρι, δίπλα στην πόρτα. Κατά τα λεγόμενα του ήταν τα δικά του εργαλεία και η δική του θέση. Εγώ αντιθέτως ξεκινούσα κάθε μέρα από το βάθος του ψυγείου, δίπλα στους ανεμιστήρες απ’ όπου έβγαινε ο κρύος αέρας κι άρπαζα ό,τι εργαλεία έβρισκα. Μια μέρα λοιπόν, απηυδισμένος από τα ξυλιασμένα μου δάκτυλα και τη σπασμένη μέση, άρπαξα τα εργαλεία που ο Νικόλας έλεγε δικά του. Ήρθε τότε και μου τα γύρεψε απελπισμένος κι ήθελα να του θυμώσω κι να του πω να βάλει το φτυαράκι εκεί που ξέρει! Μα τον λυπήθηκα γιατί γι’ αυτόν μ’ όλη την αγυμνασιά και το βάρος του,η δουλειά του ήταν δυο φορές πιο δύσκολη και εν τέλει του επέστρεψα τα εργαλεία.

Το αλάτισμα κρατούσε ένα καλό τρίωρο και συνήθως γινόταν με μουσική στη διαπασών, από ένα ταλαίπωρο φορητό ηχείο που το βολεύαμε πάνω στα σακιά με το αλάτι. Τόσο απελπιστική ένοιωθε η επανάληψη αυτού του άθλου που μόνο να γελάσει μπορούσες με την κατάσταση σου. Ενίοτε τα Σαββατοκύριακα ερχόταν κανένας παραπανίσιος εργάτης να βοηθήσει με τ’ αλάτισμα. Όλοι από μια φορά, κανείς δεν έκανε κέφι να το ξαναδοκιμάσει. Κάποτε ήρθε κι ο Παυλής ο Πολωνός, που δουλεύαμε μαζί στη γαρίδα. Χάλια μούρη και χρυσή καρδιά αυτό το παιδί. Μονίμως βραχνιασμένος από το κάπνισμα και πρησμένος απ’ τη μπύρα, πάντα χαμογελαστός. Καθώς τελειώσαμε τ’ αλάτισμα με ρώτησε αν το κάνουμε κάθε μέρα αυτό. «Αυτό κι άλλο τόσο», του απάντησα. Μου είπε πως δεν πάω καλά. Αu contraire, δεν είχα πάει ποτέ καλύτερα. Έπιανα την πέτρα και την έστυβα. Τόνους χαβιάρι βγάζαμε κάθε μέρα! Και γελούσαμε κι από πάνω. Τα βράδια ξυπνούσα στη μέση της νύχτας γιατί πονούσαν τα χέρια μου, μα το πρωί γελούσαμε.

Σαν ξεμπερδεύαμε και με τ’ αλάτισμα, σηκώναμε όρθια τα στραγγιστήρια, ν’ ανοίξουμε χώρο για να τα καθαρίσουμε με τη μάνικα και τσουλούσαμε τα βαρέλια έξω από το ψυγείο στη ζυγαριά. Κάθε βαρέλι έπρεπε να ζυγίζει εκατόν τριάντα δύο κιλά ακριβώς. Το να τσουλάς το βαρέλι ήταν άλλη μια δεξιότητα που έπρεπε να μάθεις. Το πλάγιαζες τριάντα περίπου μοίρες πλάι στη λεκάνη σου και μετά το έστριβες σα τιμόνι για να τσουλήσει στον πάτο του, ενώ περπατούσες παράλληλα στην τροχιά του. Ο Όλι κι ο Σβέριρ σχεδόν τρέχανε, το έκαναν να φαίνεται παιχνίδι. Ο Χίλμαρ που έκανε τη δεύτερη σεζόν του, είχε πάρει το κολάι. Εγώ ακόμα το πάλευα. Ο Νικόλας δεν το έμαθε ποτέ, γιαυτό τον αφήναμε να καθαρίζει το χώρο και τα στραγγιστήρια με τη μάνικα όσο ζυγίζαμε τα βαρέλια. Απ’ τη ζυγαριά τα στοιχίζαμε στην αποθήκη κι όταν είχε συμπληρώσει κι ο Γέρος την άλμη και τα χε σφραγίσει, τα τσουλούσαμε μέσα στα κοντέινερ και φεύγανε για τη Σουηδία. Έτσι και σου έπεφτε το βαρέλι έτρωγες καζούρα. Κι έπρεπε να το σηκώσεις μόνος σου κι ας ήταν ασήκωτο, μη σε πούνε οι άλλοι ελαφρύ. Κωλοκαθόσουν πάνω του και το σήκωνες βάζοντας δύναμη στα πόδια, σα να πετάς κορμό.

Μετά το ζύγισμα πεταγόμαστε σπίτια μας για φαγητό κακήν κακώς γιατί είχε πάει μεσημέρι και μετά γυρνούσαμε για να δουλέψουμε τις ωοθήκες. Αν εντωμεταξύ είχαν έρθει κι άλλα ψάρια, τα έκοβε ο Σάηβαρ με το Σβέριρ. Ο Νικόλας, ο Όλι, ο Χίλμαρ κι εγώ μπαίναμε στο ψυγείο με τις μηχανές μας να ξεκινήσουμε να γεμίζουμε τα στραγγιστήρια με καινούρια αυγά μέχρι αργά το βράδυ. Ο καθένας είχε από μια μηχανή κι ένα μαχαίρι. Κάθε που τέλειωνες ένα στραγγιστήρι άνοιγες τη μηχανή να καθαρίσεις το φίλτρο και τον κάδο. Οι μεμβράνες των ωοθηκών τυλίγονταν σφιχτά στον άξονα του κάδου κι έπρεπε να τις κόβεις με το μαχαίρι σα να κόβεις γύρο, πριν περιλάβεις τη μηχανή σου με τη μάνικα. Όσα στραγγιστήρια έκανες, τόσες φορές έπλενες τη μηχανή σου και πριν το τελευταίο πλύσιμο την τάιζες κι όλη τη φύρα που είχες μαζέψει, να μην πάει ούτε αυγό χαμένο. Κι ήταν τόσο κρίμα όλα τα πολύχρωμα αυγά, καλά κρυμμένα στα σπλάχνα του κοτόψαρου να καταλήγουν ένας ομοιόμορφος χυλός αλλά απ’ ότι φαίνεται η πολυχρωμία είναι ακατάλληλη προς κατανάλωση.

Στο τέλος της μέρας έπιανε ο καθένας από μια μάνικα και κάναμε όλο το εργαστήρι λαμπίκο, έτοιμο για την επομένη. Ένα βράδυ που τελειώσαμε νωρίς και ο καιρός είχε γλυκάνει, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στα αστέρια που είχαν σκορπίσει τη θάλασσα του φιορδ, στις αγριόπαπιες που πετούσαν χαμηλά πάνω από το νερό αθόρυβα παρέα με τις χήνες και τους κύκνους, στο υγρό χορτάρι που είχε αρχίσει να ευωδιάζει την αλλαγή των εποχών. Δεν μπήκα στο αμάξι, παρά είπα στους άλλους πως θα περπατήσω μέχρι το σπίτι. «Θα περπατήσεις με το κεφάλι ψηλά!», είπε ο Όλι. «Ακριβώς! Δεν είμαι καμιά λινάτσα, θα περπατήσω περήφανος!». «Έτσι! Δεν είσαι σαν τους άλλους διάολε. Εσύ δουλεύεις στα ψάρια!» συμφώνησε και επηύξανε. Μάλιστα! Δούλευα στα ψάρια. Μπορούσα να στοιβάξω τρεις κάδους τον ένα πάνω στον άλλο μόνο με τα χέρια μου, να σπρώξω έναν ολόγιομο κάδο με ωοθήκες στην άκρη να περάσουμε τα καλώδια της μηχανής χωρίς να χρειάζομαι το περονοφόρο, να πιάνω τα βαρέλια από το πατάρι χωρίς να αγκομαχώ. Μπορούσα επιτέλους να πάω σπίτι να δω την Αγαπούλα μου, να κάνω μπάνιο και να κοιμηθώ.

Οι μηχανές τα απογεύματα κάναν εκκωφαντικό θόρυβο και φορούσαμε ωτοασπίδες εργασίας για να προστατεύουμε τ’ αυτιά μας. Μέσα είχαν επενδεδυμένα ηχεία κι έτσι μπορούσες να ακούς μουσική για να περνά η ώρα σου πιο ευχάριστα. Εγώ, αναζητώντας μια κάποια επιπλέον εμψύχωση, άκουγα τη χορωδία του Κόκκινου Στρατού να δίνει το ρυθμό στους βαρκάρηδες του Βόλγα. Μέρα τη μέρα, ακολουθούσα την Κατιούσα στις όχθες κάποιου καλυμμένου από ομίχλη ποταμού, την άκουγα να τραγουδάει στον αγαπημένο της που πολεμά για τη μητέρα πατρίδα, που τόσο αυτός αγαπά, όσο κι η Κατιούσα αγαπάει τον ίδιο και λίγο έλειψε να το πιστέψω πως θα μπουκάραμε στα Χειμερινά Ανάκτορα. Α ρε κακομοίρη!

Βάστα! Γιατί; Γιατί να μη μπουκάραμε δηλαδή; Είναι ζωή αυτή, να σπας το κορμί σου για πέντε δεκάρες και να σε λένε και βλάκα από πάνω. Σάμπως έμεινες πίσω στον αγώνα δρόμου γιατί τεμπέλιαζες στα τελευταία θρανία και τώρα για τιμωρία πρέπει, κάτω απ’ το αποδοκιμαστικό βλέμμα του κύριου διευθυντού, να τρέχεις στο λαβύρινθο να ξεπεράσεις τα υπόλοιπα ποντίκια για να βρεις το τυρί, αλλά ποτέ την έξοδο. Πιο γρήγορα ρε σκράπα! Πιο γρήγορα λέμε! Για να ‘ναι φτηνή η χειρωναξία πρέπει να γίνουν φτηνοί οι άνθρωποι που την κάνουν. Λες και ξεκινήσαμε όλοι από την ίδια αφετηρία και πηδάμε όλοι ισοϋψή εμπόδια. Τι λέτε ρε; Για φέρε μάνα το ντουφέκι. Βουρ για το βουνό να τους δείξουμε! Α ρε κακομοίρη!

Έτσι την πατάς κακομοίρη. Από τα πολλά τραγούδια κι από την απανθρωπιά των άλλων. Κολλάς και μια κατάληξη «-τια» κι από Γιούγκο Ζάσταβα γίνεσαι πύραυλος Σπούτνικ. Η εργα -τιά, η αγρο -τιά και η πιο αστεία απ’ όλες, η φοιτη -τιά. Κάτω οι μπουρζουάδες, πάνω οι γραφειοκράτες. Ρε δεν πάτε στο διάολο, εγώ θέλω να είμαι ελεύθερος. Να ιδρώνω, ναι. Αλλά για το ψωμί, την εστία και την αγάπη, όχι για τα χρήματα. Αυτά στο κάτω κάτω κάποιος κερατάς τα εφηύρε. Ενώ το ψωμί το τρώω, η εστία με κρατά ζεστό και η αγάπη με κάνει χαρούμενο. Άσε που και τα τρία, αν θέλω να λέγομαι άνθρωπος, μπορώ να τα μοιραστώ. Έχετε ακούσει όμως ποτέ κανέναν να μοιράζει χρήματα;

Κάποιο απόγευμα προς το τέλος της σεζόν, έπινα μια μπύρα στη αυλή μου, απολαμβάνοντας τον κωλοκαιρινό ήλιο. Πέρασε τότε ο Χάλτοουρ καβάλα στο ποδήλατο του και κοντοστάθηκε δυο λεπτά να μιλήσουμε. Με ρώτησε αν είμαι κουρασμένος και του είπα πολύ. Μου είπε πως θα έπρεπε να ‘μαι περήφανος. Δεν έχουν όλοι τα άντερα γι’ αυτή τη δουλειά, είπε. Ξεροκατάπιε και συνέχισε, «Λευτέρη ο άνθρωπος μπορεί να κάνει τα πάντα για να βάλει ένα πιάτο φαΐ στο τραπέζι της οικογένειας του. Και σκατά να φτυαρίζεις, πρέπει να το κάνεις με αξιοπρέπεια.»

Ένευσα για να δείξω πως συμφωνώ για να τελειώνουμε την κουβέντα. «Άσε μας ρε Λάκη!», σκέφτηκα. Άλλος ένας που θα μας πει να κοιτάξουμε να κάνουμε τη δουλειά μας σωστά. Που τα πουλάς αυτά; Στον εαυτό σου για να περηφανευτείς για την κατάντια σου. Όμως ο φίλος μου είναι πολύ βαθυστόχαστος για να διακόπτει τη μπύρα μου με κοινοτοπίες, μου πήρε λίγο καιρό αλλά μετά κατάλαβα. Το πρώτο πράγμα που στερείται ο εργάτης είναι η ανθρώπινη υπόστασή του. Κι είναι στο χέρι του να μην την παραδώσει. Βρίσκει την περηφάνια του στην ιδιότητά του αυτή του εργάτη για την οποία ακριβώς του έχουν πει να ντρέπεται. «Ποιος παράγει τον πλούτο ρε Λευτέρη; Εγώ κι εσύ τον παράγουμε!», θυμάμαι το Γιάννη να λέει.

Πράγματι ο εργάτης δεν είναι αυτός που ο καθένας θα μπορούσε να κάνει τη δουλειά του, αλλά αυτός που κανένας δεν θέλει να κάνει τη δουλειά του. Κι όμως υπάρχει αξιοπρέπεια στο φτυαρίζεις σκατά κι ας μην τα έχεις χέσει ο ίδιος. Αν δεν τα φτυαρίσει κανείς, θα πεθάνουμε όλοι από την πανώλη. Αρκεί να τα φτυαρίζεις χωρίς να χώνεις και το κεφάλι μέσα τους. Πόσο μάλλον την καρδιά σου. Να είσαι άνθρωπος με εαυτό! Με την αξίωση να σε σέβονται γιατί αξιώνεις να είσαι αξιοσέβαστος. Όχι ένας μοιραίος που χαραμίζει τις ώρες του στην υπόγεια ταβέρνα. Με την επιθυμία να ζήσεις την αλήθεια σου γιατί είσαι ζωντανός, εδώ και τώρα. Όχι στον επέκεινα, ούτε στο τέλος της Ιστορίας. Να μπορείς να λες και κανένα «όχι» κι ό,τι θέλει ας γίνει. Να είσαι εργάτης, όχι εργατιά. Αξιοπρεπής. Μόνο από την κορυφή της αξιοπρέπειας μπορεί κανείς να διακρίνει την ελευθερία.

Οι ρυθμοί άρχισαν σιγά να χαλαρώνουν τις τελευταίες μέρες του Μαΐου και στα μέσα της δεύτερης βδομάδας του Ιούνη η σεζόν είχε τελειώσει. Είχαμε στείλει γύρω στα χίλια πεντακόσια τριάντα βαρέλια χαβιάρι στη Σουηδία και καμιά δεκαπενταριά τόνους υγράλατο μπακαλιάρο στην Πορτογαλία. Ο Νικόλας επέστρεψε στη μαγειρική κι ο Όλι με το Σάηβαρ καταπιάστηκαν με την κυρίως ενασχόλησή τους, την ξυλουργεία. Ο Σβέριρ τώρα θα ψάρευε καθετί με το καΐκι του. Δυο μέρες αφού απολύθηκα, μπήκαμε στο αμάξι μας με την Αγαπούλα και φύγαμε για διακοπές. Μάλιστα! Από το Μάρτη ακόμα, είχαμε αγοράσει αμάξι. Έναν ασημένιο ρινόκερο από την Κορέα. Είχε μεν τα χρονάκια του αλλά το έλεγε η καρδιά του. Τέρμα πια το περπάτημα στη χιονοθύελλα. Τώρα είχαμε κι εμείς τετρακίνηση!



Για δώδεκα μέρες γυρίζαμε το νησί μας. Καταρράκτες, φαράγγια, υψήπεδα, παγετώνες, βασάλτης κι αρχιπελάγη. Πράγματα που αλλάζουν τον άνθρωπο σαν τα βάλει μέσα του. Στα βόρεια ακούσαμε τις κραυγές των φουλμάρων να πολλαπλασιάζονται επ’ άπειρον, αντηχώντας στα πανύψηλα κάθετα βράχια του φαραγγιού όπου φωλιάζουν. Μια κοκκινότσιχλα μετά, μας τραγούδησε το δρόμο της εξόδου από το φαράγγι. Το βράδυ, σε κάποια φάρμα, περαστικά αρνάκια μας κοιτούσαν από το παράθυρο να τρώμε στην κουζίνα. Στα βορειοανατολικά ανεβήκαμε αμίλητοι το θαλασσοδαρμένο βράχο που φωλιάζουν οι φρατέρκουλες. Κάθε χρόνο το ίδιο ζευγάρι, στο ίδιο λαγούμι. Με τα σκιστά τους μάτια και τα πολύχρωμα ράμφη τους μοιάζουν με θλιμένους κλόουν καθώς πεταρίζουν νευρικά για να σηκώσουν από το έδαφος το στρουμπουλό τους κορμάκι. Μάθαμε ότι αυτά τα πουλάκια ζευγαρώνουν με το ίδιο ταίρι για όλη τους τη ζωή κι είπαμε να κάνουμε κι εμείς το ίδιο.

Στα νοτιοανατολικά χρειάστηκε να κοκαλώσω τ’ αμάξι γιατί μας έκλεισαν το δρόμο οι τάρανδοι. Ένα μικρό κοπάδι διέσχισε κάθετα το δρόμο για να χαθεί στην επόμενη κοιλάδα. Ατρόμητοι και με το κεφάλι ψηλά, οι τάρανδοι περπάτησαν μπροστά μας σε βουβή παρέλαση. Κερασφόροι αρχαίοι θεοί, αδιάφοροι για το αν τους λατρεύουν ακόμα, κοιτούσαν μπροστά, βαθιά στο βουνό αυτό που δε βλέπει ανθρώπου μάτι και πήγαιναν κατά πάνω του. Στα νότια, κατώ από ψυχρό γαλάζιο φως, με τον παγετώνα να αντανακλά γαλάζια σύννεφα, με μια λωρίδα ήλιου στη μέση της νύκτας, μισοπεθαμένο νέον ανάμεσα στα απέραντα νέφη και τον τιτάνιο πάγο, με κρυστάλλινα αγκωνάρια να επιπλέουν στην λίμνη κι αλλά μικρά κρουσταλάκια να κροταλίζουν σπρώχνοντας το ένα τ’ άλλο να βγουν να περπατήσουν στη στεριά, διαφανή πρωτόζωα και εμείς μάρτυρες της απαρχής του κόσμου, δυο φώκιες κολύμπησαν κοντά μας όταν τις χαιρετίσαμε, ανεμίζοντας και τα δυο μας χέρια σαν παιδιά. Κοιταχτήκαμε στα μάτια με τα ζώα αρκετές φορές και μετά συνέχισαν τη ράθυμη νύχτα τους κι εμείς τραβήξαμε για τ’ αμάξι.

Στα νοτιοδυτικά πεζοπορήσαμε σε κακό καιρό για να δούμε το ηφαίστειο να εκρηγνύεται με απανωτούς μπάσους βρυχηθμούς, παρέα με ένα παλιό φίλο, καταραμένο κι εξόριστο απ’ το Χωριό με τη βούληση του. Η λάβα πετιόταν πηχτή σαν σε αργή κίνηση από τον κρατήρα. Κόκκινος φάρος σε μια θάλασσα πέτρινη, ξερή, μαύρη κι ακίνητη. Ποιος θα μάντευε ότι κρύβει τόση οργή μέσα της; Μετά σε κάποια γκρίζα γειτονιά της πρωτεύουσας κατάκοποι, φάγαμε ψάρι στο κουρκούτι με το φίλο και χωριστήκαμε. Λάθος ολέθριο γιατί δεν άργησε να παραστρατίσει, λίγους μήνες αργότερα και χρειάστηκε να φύγω βράδυ να τον γυρέψω. Χαλάλι γιατί τούτος ο Ραδάμανθυς μου λέει τις πιο σκληρές αλήθειες. Ακόμη και τότε, αφιονισμένος σύντροφος στο δρόμο για τα συγκαλά του, μου γύρισε τον καθρέφτη να κοιταχτώ κατάματα, να μη λέω ψέματα στον εαυτό μου, κι ας κρατούσα εγώ σφιχτά το τιμόνι, κι ας ψήλωνε το χιόνι κάτω απ’ τις ρόδες του ρινόκερου, κι ας βάθαιναν οι γκρεμοί ένα τσιγάρο δρόμο μακριά απ’ το Χωριό.

Στα δυτικά, μια ηλιόλουστη μέρα μας ευλόγησε το θαλασσινό αεράκι μπρος σ’ ένα μαύρο ξωκλήσι, ερμητικά σφαλισμένο. Ύστερα σε μια σπηλιά, κοκαλωμένη και κούφια φλέβα του γίγαντα που κοιμόταν από πάνω μας, μια πινακίδα έδειχνε προς Στρόμπολι μα ίσα που προλάβαμε να τη δούμε πριν σβήσει ο Θόουρ όλα τα φώτα. Πηχτό απόλυτο σκοτάδι κι ησυχία, μόνο το νεράκι που κελάρυζε κι έτρεχε αχνοπατώντας προς τον ορίζοντα των γεγονότων. Έτσι ήταν για χιλιάδες χρόνια, ιδού ενα παρελθόν πιο παλιό κι απ’ τις παλιές γενιές σας! Έτσι ήταν μέχρι που μπήκατε εσείς γομάρια, είπε ο οδηγός και μας ξεπροβόδισε για να μπάσει τα επόμενα φιλομαθή ζωντανά. Κι ακόμα πιο ύστερα, γίναμε ένα με το παχύ και φωτεινό χορτάρι και γέμισε το μέσα μας αλμύρα και ζέστη κι οι λευκοσουσουράδες χόρευαν γύρω μας εδώ κι εκεί. Πρώτη φορά έβλεπα πουλιά σε πίνακα του Χόπερ κι είπα μακάρι να τον είχα δίπλα μου να τα έβλεπε κι αυτός.

Όταν με το καλό γυρίσαμε στο Χωριό ένα σούρουπο, η θριαμβευτική πομπή έπρεπε να σταματήσει πάνω από μια φορά, να χαιρετίσουμε φίλους και γνωστούς ξεχυμένους στο δρόμο. Πρόσεξα, ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού μας, σαν με καλωσόρισε η γνώριμη μυρωδιά του υγρού ξύλου μπρος στη σκάλα μας, πως ήταν η πρώτη φορά που επέστρεφα από διακοπές χαρούμενος. Χαρούμενος που είχα κάπου να επιστρέψω. Όμως δε μου έφτασε και σε κάθε ευκαιρία, καβαλούσαμε πάλι τον ρινόκερο.

Τον Ιούλιο πήγαμε τρεις μέρες στα βορειοδυτικό κέρατο της χώρας, στο χωριό του Α. Ντόπιος αλλά παλιά καραβάνα στα παλιά μου λημέρια, τον ξέρω από παλιά και σύμφωνα με τους παλιούς μας κώδικες παλεύει να παραμένει ανώνυμος. Το ήθελε η τύχη να τα βρει ο Α. με την Ερήνη, μια φίλη τραγουδιάρα, κοντοχωριανή μου απ’ τη μεριά της μάνας μου και τώρα μένουν κι αυτοί εδώ κοντά μας. Έτσι μας άνοιξε του σπίτι του παππού του και μια βεράντα με θέα το μαβί ηλιοβασίλεμα και το δικό του ψαροχώρι, εκείνη την ώρα μια χούφτα φώτα σε μια μαύρη ράχη στην ακτή. Αποκεί τραβήξαμε να εξερευνήσουμε τα δαιδαλώδη φιόρδ του Βορειοδυτικού Κέρατου. Πέτρινα κολοσσαία ανοίγονταν μπρος σε αχανείς παραλίες, απάτητες και κρύες, με ψηλή χρυσαφιά άμμο, πράγμα σπάνιο στη μαύρη Ψαρού, μέχρι που ξετέλεψε ο δρόμος, φάτσα στον Ατλαντικό κι εκεί, στο Τέλος, στέκει ακόμα το σπίτι του Σάμουελ Γιόνσσον. Σαν πήρε σύνταξη αυτός, γέρος κι επίμονος, τον συνεπήρε η έμπνευση. Και σαν άρχισε να φθίνει η όραση του, έστρωσε ένα μονοπάτι από άσπρα κοχύλια, από τη θάλασσα όπου ανεφοδιαζόταν μέχρι το ησυχαστήριο του, να βλέπει το δρόμο να ανεβάζει στην πλάτη του, βράχο το βράχο, τσιμέντα και χρώματα για να φτιάχνει τα γλυπτά του και να χτίσει δικό το ξωκλήσι, μέχρι που πέθανε το εξήντα εννιά. Μας υποδέχθηκε με το κόκκινο μάτι του θεού καρφωμένο στο νυχτερινό ουρανό, πάνω από σειρά καταρράκτες στους απέναντι γκρεμούς του φιόρδ και μας αποχαιρέτησε με μια πυκνή ομίχλη που είδαμε και πάθαμε να γυρίσουμε σπίτι.

Τον Αύγουστο, δυο χωριά νότια από το δικό μας, πήραμε το καράβι για τη Νήσο Γκρίμσεη. Μετά από τρεις ώρες στη βόρεια θάλασσα ανταμώσαμε τις ογδόντα πάνω κάτω ψυχές που ζουν σε ‘κοίνο τον πράσινο επίπεδο βράχο. Άλλος ψαρεύει, άλλος έχει πρόβατα κι άλλος παίζει σκάκι στην καρδιά του Χειμώνιμου. Αν πάρεις τη στράτα κι αφήσεις πίσω σου τα σπίτια δεν έχει τίποτα εκεί εξόν από γλάρους, φουλμάρους, πάπιες και χιονογλάρονα. Κι αλήθεια τα χρειαστήκαμε όταν περάσαμε δίπλα στις φωλιές τους, κρυμμένες μες τα χορτάρια. Σηκώθηκαν, στρατιά ολόκληρη τα χιονογλάρονα, όπως το συνηθίζουν, κράζοντας την τσιριχτή ιαχή τους που σου παγώνει το αίμα κι έφερναν κύκλους πάνω από τα κεφάλια μας, έτοιμα να βουτήξουν να μας τρυπήσουν τα κρανία. Κάναμε περίπατο μέχρι τη βορεινή μύτη του νησιού, πέρα από το ορόσημο του παραλλήλου της Αρκούδας, μια γιγάντια τσιμεντένια σφαίρα στα γρασίδια των λόφων, και κάτσαμε πλάι στο γκρεμό παρέα με τα θαλασσοπούλια. Όσο πιο βόρεια μπορούσαμε. Μοιραστήκαμε τον καφέ απ’ το θερμός και δέσαμε τα δάκτυλα μας. Τίποτα πίσω μας και τίποτα μπροστά μας. Λευκός καμβάς. Τίποτα δε μας ένοιαζε. Δεν είπαμε τίποτα. Μόνο το σ’ αγαπώ. Γιατί αυτό είναι κάτι.

Το κωλοκαίρι με είχε κάνει αχόρταγο, δεν μου έφταναν οι διακοπές κι οι εξορμήσεις. Έτσι κι είχε καλό καιρό, καμιά μέρα που ήμουν λεύτερος, έβαζα το σακίδιο στην πλάτη κι εξαφανιζόμουν μονάχος στα βουνά του Χωριού. Από την Αλεπού μέχρι την Πυραμίδα, μέχρι το Κορακοβούνι, κι ακόμα πιο βόρεια, στο οροπέδιο που έχει το παράξενο όνομα «Παλικάρια» κι από εκεί σκαρφάλωνα μέχρι τον πάτο της κοιλάδας, τόσο απότομη κατάβαση που κοντοστεκόμουν να αναρωτηθώ τι μυαλά κουβαλάω, μέχρι το δρόμο, πάνω από το Φάρο των Προβάτων. Πότε πότε λιγοψυχούσα και στην ανάβαση γιατί σκαρφάλωνα βράχια, με το στήθος κολλημένο στην πέτρα, δουλεύοντας και τα τέσσερα άκρα ή περπατούσα σύριζα πλαγιές σχεδόν κάθετες, σωστές τσουλήθρες, με τα πόδια το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, σαν ψαλίδι. Μα όταν έφτανα στην κορυφογραμμή έβλεπα το σχήμα των βουνών στο όλον τους, πως δένει το ένα με το άλλο, σαν κοπάδι άλογα που κούρνιασαν σφιχτά για να προστατευτούν απ’ τη βροχή, δροσερή και δαιδαλώδης καστρόπολη που τη σμίλεψε ο καιρός. Έβλεπα τη Νήσο Γκρίμσεη στον ορίζοντα ανατολικά και τα βουνά και τα νησιά του Σκάγαφιορδουρ στα δυτικά, μέχρι και τον παγετώνα στο Βορειοδυτικό Κέρατο, αν ήταν καλός ο καιρός. Έβλεπα νότια την οροσειρά της Χερσονήσου των Τρολ. Έβλεπα σύννεφα να σχηματίζουν σειρές ως το άπειρο πάνω από τον ωκεανό και ομίχλη να σηκώνεται από το χιόνι που άντεξε το καλοκαίρι. Τις χήνες να πετάνε σε τριγωνικό σχηματισμό από κάτω σου και τις μηχανότρατες να βγαίνουν στην ανοιχτή θάλασσα.

Στα ριζά των βουνών με συντρόφευαν οι κοκκινότσιχλες. Στα μισά του δρόμου τα βροχοπούλια προειδοποιούσαν το ένα τ’ άλλο για το πέρασμα μου με το μελαγχολικό μονότονο τιτίβισμά τους, το τραγούδι του καλοκαιριού. Στις κορφές με λοιδορούσαν τα κοράκια. Και παντού θησαυροί. Ένα ορυκτό κολλημένο σε μια πετρούλα, φυλαχτό στην τσέπη. Ένα όμορφο φτερό χήνας για τα μαλλιά. Ένα ξασπρισμένο κόκκαλο προβάτου, λάφυρο για το σπίτι.

Τίποτα δε σου κόβει τη θέα κι είναι αδύνατον να χαθείς. Σπανίζουν τα ψηλά δέντρα στο νησί και τα βουνά είναι γυμνά. «Δεν ξέρω από δάση, είμαι Ψαριανή!», μου είχε πει κάποτε η Γκούδνι. Μάγισσα σωστή, πανέμορφη με μακριά μαύρα μαλλιά κορακάτα και δυο θραύσματα απ’ τον παγετώνα για μάτια, ζεστά όλο καλοσύνη. Σύντροφος του Γηραιού στη ζωή και στο τραγούδι, με είχαν μυήσει, νεαρούλη ακόμα, στα ντόπια μυστικά. Κάποτε ξεπάτωσαν αληθινή λειχήνα και μου έδωσαν να μασήσω. Το ιερότερό μας βότανο και γιατρικό! Έκτοτε έμαθα να παρατηρώ και κάτω, το χαλί που στρώνει η Ανοίξερη για τα ταξιδιάρικα πουλιά. Τα λογιών λογιών χρωματιστά λουλούδια, μικρά σαν στραγάλια μα πολύχρωμα. Kίτρινα, μοβ και ροζ. Μη με λησμονεί, δρυάδες, προβατόχορτα, άγρια βαμβάκια και κλέφτες. Τα μανιτάρια όλων των μεγεθών και σχημάτων και τις αράχνες γύρα τους να μπαινοβγαίνουν κάτω από πέτρες. Τα έμπετρα, μαύρα κι αψιά στη γεύση, που τα τρως με τις χούφτες και τα γλυκά μπλε μύρτιλα. Τα βρύα, άλλοτε γκρίζα, πυκνά και μαλακά σα μαξιλάρι κι άλλοτε φωσφορούχο πράσινο, φυτρώνουν πάνω στα ρυάκια και συγκρατούν ανάμεσα στις βελόνες τους τις σταγόνες της βροχής σε τέλειες γυάλινες σφαίρες.

Μες την τόση ομορφιά, που δεν τη βαστά η καρδιά του ανθρώπου, ελλοχεύει ο κίνδυνος. Ο κίνδυνος να μη θες να επιστρέψεις. Να βουλιάξεις στη μήτρα της γης, να κοιμηθείς αξύπνητος και γαλήνιος, με μια χορταριασμένη πέτρα για προσκέφαλο, να ανθίσει η πλάση τόσο που να σε καλύψει κι εσένα με μανδύα ζηλευτό, να σου φυτρώσουν κέρατα και ράμφος και οπλές και νύχια αρπακτικά, να είσαι παντοδύναμος. Μοναχικός μα ποτέ μόνος. Ή να γίνεις κι εσύ μια πέτρα. Τι όμορφα που θα ήταν να είμαι πέτρα, χωρίς έγνοιες, λάθη παλιά και προσβολές και ραπίσματα της μοίρας, χωρίς πόνους και άγχη και προσδοκίες και ερωτήματα βασανιστικά. Πέτρα! Να με φυσά ο καθαρός αέρας και να με λούζει η βροχή. Να με σκεπάζει το χιόνι και να με βράζει ο ήλιος. Πάντα το ίδιο θα ήταν για μένα.

Έχω γράψει όμως, μανούλα μου, χιλιόμετρα με τ’ άρβυλα. Κι εδώ κι αλλού, πιο δασωμένα. Και παρακάτω, πιο πυρωμένα. Και ξέρω πλέον να φυλάγομαι. Έχω δυο μάτια πράσινα να με προσμένουν, έχω αφετηρία και προορισμό το σπίτι μας τώρα. Από το κάθε παράθυρο του σπιτιού φαίνεται κι άλλο βουνό και τα έχω ανέβει όλα. Κάθε που φτάνω στην κορφή παίρνω την Αγαπούλα στο τηλέφωνο και της λέω από ποιο παράθυρο να με γυρέψει με τα κιάλια. Κι όταν με βρει μου επιβεβαιώνει πόσο μικρούλης φαίνομαι, σαν τη μύτη του μολυβιού μου λέει, και πόσο με αγαπάει. Αυτό μου έχει λείψει. Έχω χορτάσει να είμαι και κερατάς κι αρπακτικός και παντοδύναμος αν θες. Κι αν έχω κάνει την καρδιά μου πέτρα! Μου έχει λείψει να είμαι μικρούλης. Τώρα που έχω την ευκαιρία, όταν χορταίνω να κατουράω τα χορτάρια, δρασκελίζω κλωτσώντας τα κακοτράχαλα για να φτάσω σπίτι. Αφήνω τις οπλές στο κατώφλι και τα κέρατα στο κεφαλάρι του κρεβατιού μας, κι αφού ξεπλύνω τα χώματα απ’ τα μαλλιά μου, με σκεπάζει η Αγαπούλα με τη μαύρη μάλλινη κουβέρτα και γίνομαι τόσος δα μικρός στα χέρια της.


Τ
όσο αχόρταγος είχα γίνει για καθαρό αέρα κι ανοιχτωσιά που πέρσι το Χεινώπωρο, ο καλός Θεός που αγαπά να μας βασανίζει σαν το ζηλιάρη γκόμενο, είπε να μου κόψει το φόρα. Ήταν απόγευμα μα το φως κρατούσε. Μου καρφώθηκε λοιπόν η ιδέα να ζεστάνουμε τα κόκαλα μας σε καμιά θερμή πηγή. Κάλεσα και την Ερήνη μα είχε λέει κακό προαίσθημα κι έκατσε σπίτι να μας ξεματιάσει. Καβαλήσαμε το ρινόκερο και τραβήξαμε για τις κολυμπήθρες του Γκρέτιρ του Δυνατού που τις κρατά ο γέρο-Ίνγκιμαρ ο γενειοφόρος. Στο δρόμο ψιλόβρεχε σποραδικά κι η θάλασσα είχε αρχίσει να αγριεύει όταν φτάσαμε στις κολυμπήθρες. Σαν νύχτωσε κάναμε να επιστρέψουμε κι ο γέρο-Ίνγκιμαρ είπε να προσέχω γιατί έχουμε δρόμο μπροστά μας. Ξαναμμένος από το καυτό μπάνιο στις κολυμπήθρες, δεν πρόσεξα πόσο είχε πέσει η θερμοκρασία. Ο ουρανός ήταν τώρα ξάστερος, το ψιλόβροχο είχε κόψει κι ο δρόμος φαινόταν καθαρός. Αλίμονο, κάτω είχε πιάσει πάγο.

Κάπου πριν τον ξενώνα που μαγειρεύει ο Νικόλας, είχε στην άκρη του δρόμου μαύρο πάγο που τον πέρασα για απόνερα. Μια που τον πάτησε ο ρινόκερος και μια που έχασε τα πατήματα του. Κατάφερα να κόψω ταχύτητα κάνοντας ανάποδες τιμονιές αλλά τ’ αμάξι γλιστρούσε ανεξέλεγκτα κι η απόφαση φαίνεται είχε ήδη παρθεί άνωθεν. Ο ρινόκερος έφερε μιάμιση τούμπα πριν προσγειωθούμε στα χορτάρια, έξω απ’ το δρόμο. Στην καμπίνα του αμαξιού είχαν έρθει τα πάνω κάτω. Το καρουζέλ ξέφυγε από τον άξονα του, τα αλογάκια εκσφενδονίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Έπεσε το φέρετρο απ’ τους βαστάζους και βάλθηκαν όλοι να γελάνε και πέφτανε τα δάκρια στα κενά ανάμεσα στα δόντια τους και τους έπνιγε η αλμύρα και δεν πρόλαβα ποτέ να πω εκείνη την εξυπνάδα που είπα όταν τον χώνανε στη μαύρη γη. Ήρθε η Αγίου Μελετίου και ξάπλωσε πάνω στην Πατησίων κι από πάνω καρφώθηκε η Κουντουριώτου, η Βαλτετσίου, η Ρεθύμνου κι η Αχαρνών και γέμισε ο τόπος παγωτό και βάλθηκαν τα σκυλιά να το γλείφουν από τα πεζοδρόμια και τρυπήθηκαν από σύριγγες χρησιμοποιημένες, τώρα καλυμμένες με βανίλια και φράουλα και ψόφησαν τα καημένα πριν καταφέρουν να γεμίσουν ψώρα. Και κατέβηκαν αετοί και γεράκια απ’ τα βουνά της Θεσσαλίας και τις Ηπείρου να φάνε τις σάρκες τους. Κι εγώ πάλευα να μαζέψω τα παγωτά - κρίμα τα σκυλάκια τα καημένα! - μ’ ένα κουβαδάκι που είχα να χτίζω πύργους στην άμμο στα Χανιά, μα γίνανε τα παγωτά χείμαρρος και έκανα να πιαστώ από ένα σωσίβιο σε σχήμα λευκού κύκνου αλλά είχε τρυπήσει και το πετάξαμε πριν την πρώτη μέρα του σχολείου και τώρα ήμουν άντρας κι έπρεπε να μάθω να κολυμπάω και μην κλάψεις. Μην κλαψεις!

Άνοιξα τα μάτια μου. Έσβησα τη μηχανή και έλυσα τη ζώνη της Αγαπούλας που είχε μείνει μετέωρη από πάνω μου, στη θέση του συνοδηγού. Βοηθήσαμε ο ένας τον άλλο να βγούμε, ήρεμα κι ωραία από το παράθυρο κι ένας Χωριανός που έτυχε να περνάει από κει ειδοποίησε την αστυνομία και μας κράτησε παρέα. Ο ρινόκερος είχε μείνει ξαπλωμένος στο πλευρό του, με την κοιλιά εκτεθειμένη. Τα ποδαράκια του πάλευαν να να πιαστούν απ’ τον αέρα αλλά δεν τα κατάφερνε να σηκωθεί. Κοίταξε να σιγουρευτεί πως σωθήκαμε και μετά εξέπνευσε. Η στερνή ανάσα του έκανε το χώμα να ανασηκωθεί. Ξεψύχησε στην εξοχή, κάτω από το αστέρια. Ύστερα ήρθαν οι μπάτσοι και μας μάζεψαν να μας πάνε σπίτι. Την επομένη ο Γιάννης είπε πως συμβαίνουν αυτά και να μην το σκέφτομαι αφού είμαστε καλά. Κι ο Χάλτοουρ είπε πως συμβαίνουν αυτά κι ότι όλοι έχουν σπάσει τουλάχιστον ένα αμάξι στην Ψαρού. Κι ο Γηραιός μου φίλος είπε πως συμβαίνουν αυτά και να φοβάμαι τον καθαρό ουρανό τα βράδια του Χεινωπώρου. Είπα κι εγώ πως συμβαίνουν αυτά αλλά αν είχε συμβεί κάτι στην Αγαπούλα θα έχανα το μυαλό μου. Και δεν κοιμήθηκα τρεις νύχτες.

Τώρα έχουμε άλλο αμάξι. Αμερικάνικο! Τετραγωνισμένο, με μόνιμη τετρακίνηση, ένα μικρό άρμα μάχης. Στην Ψαρού έχει πιο πολλά μεταχειρισμένα αμάξια από πρόβατα. Και δεν δυσκολευτήκαμε να το αγοράσουμε. Πήραμε πίσω ένα μάτσο λεφτά από την ασφάλεια κι έχω και δουλειά. Μόνιμη. Κανονική! Από τον περσινό Ιούλιο δουλεύω στο Φούρνο του Χωριού. Έχει περάσει από αυτό το πόστο πλήθος διαττόντων αστέρων. Η Αγαπούλα πρώτη πρώτη, η Ερήνη, μια ταυρομάχος από την Ισπανία, δυο ορθόδοξες αδελφές που η μια έλεγε πάντα ψέματα κι άλλη πάντα αλήθεια, ντόπιοι νεολαίοι το Κωλοκαίρι, μια μάγισσα που μου διαβάζει το φλιτζάνι, ο Γκονζάλες απ’ τη Μαγιόρκα, ο Δημητράς (φίλος κι αδελφός που τον πήραμε μεταγραφή από τη Δόξα Δράμας), ένας Λιθουανός παλαιστής, η κυρία Άννα η εφοριακός και πάει λέγοντας. Άλλοι φύγανε, με πρώτη πρώτη την Αγαπούλα που τώρα δουλεύει σε γραφείο γιατί παίζει τα εγγλέζικα γράμματα στα δάκτυλα το ξεφτέρι μου, κι άλλοι μας μείνανε αμανάτι. Ο Δημητράς, ο Γκονζάλες, η ορθόδοξη που λέει την αλήθεια και δυο ακόμα ψωμόλυσσες Έλληνες που βρωμάει το χνώτο τους λιβάνι και γύρο και τους χώσανε πίσω πίσω να παλεύουν τα ζυμάρια, για να μην τρομάζουν τον κόσμο.

Το Φούρνο τον έχουνε η Ελένη κι ο Γιάκωβος, καλοί άνθρωποι και προκομμένοι. Τόσο που αν χρειαστεί σε ξεζουμίζουν με τον ίδιο τρόπο που ξεζουμίζουν και τον εαυτό τους. Αλλά πλερώνουν και δε σου ζαλίζουν τα συκώτια. Σπάνια ποιότητα αυτό το τελευταίο. Αρχηγός όμως κι αφεντικό είναι μια αθυρόστομη θεια που ακούει στο όνομα Μπίρτνα. Αυτή δε μιλάει λέξη ξένη γλώσσα αλλά έχει τον τρόπο της να τους κουλαντρίζει όλους. Μια μέρα μου παράγγειλε κάτι η Ελένη κι ο Γιάκωβος τη μάλωσε πως εγώ καταλαβαίνω Ψαριανά και παλεύω να τα μάθω, να μη μου μιλάει Εγγλέζικα. Τότε ρώτησα κι εγώ τη Μπίρτνα που ήταν κοντά, αν πιστεύει πως καταλαβαίνω τι μου λένε, στη γλώσσα τους. «Εσύ αγόρι μου δεν καταλαβαίνεις ένα αρχίδι!»

Έχει λυθεί λίγο η γλώσσα μου γιατί όταν δεν πακετάρω και δεν καθαρίζω και δεν κόβω τα ψωμιά και δεν πλάθω τα κουλούρια και δεν πλένω τα πιάτα και δεν φτιάχνω καφέδες και δεν φτιάχνω σάντουιτς, δουλεύω στο ταμείο. Αυτό είναι το φόρτε μου και τις έχω έτοιμες τις εξυπνάδες για τους πελάτες, γιατί έχω βγάλει σχολείο σε σουβλατζίδικο στα Εξάρχεια. Κι αν ποτέ κανείς μου το γυρίζει στα Αγγλικά του λέω στα Ψαριανά πως Αγγλικά ξέρω τέλεια, τώρα μαθαίνω τη γλώσσα του τόπου και να μου κάνει τη χάρη. Κι άλλοτε φουρκίζομαι με τους Αμερικάνους τουρίστες που μου τα λένε όλα «Μπέηγκελ» και «Ντόνατ». Εδώ κύριε είναι Ψαρού, δεν φτιάχνουμε «Μπέηγκελ», αυτό που δείχνεις είναι «Κρίνγκλα». Να στο τυλίξω ή θα το φας εδώ; Με τούτα και με κείνα πέρασε ένας χρόνος και μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει πέφτει το μεροκάματο αλλά πέφτει και το ηθικό μου μέσα στους τέσσερις τοίχους. Εκεί που ακόμα κι οι θεοί πεθαίνουν από την κλεισούρα. Με τι μούτρα να σας έγραφα; Τι να πω; Όλοι οι φούρνοι είναι ίδιοι και όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη. Αυτό δεν είναι περιπέτεια και τέχνη. Αυτό είναι δουλειά. Μόνιμη. Κανονική!

Έννοια σας όμως αγαπημένα φιλαράκια κι έχω άσσο στο μανίκι. Συνέβη κάτι μαγικό που τα άλλαξε όλα. Ήταν πέρσι στις διακοπές, το πρώτο κιόλας βράδυ. Η ώρα κόντευε έντεκα. Μέσα από ένα αλσύλλιο παραμυθένιο φτάσαμε σ’ ένα γκρεμίδι που το βρέχει μια λίμνη αχανής. Απλώνεται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Μπροστά μας, μες τη λίμνη, βράχια παράξενα που σχημάτιζαν φυσικές αψίδες σαν μισοβουλιαγμένα σπίτια μαύρα και πίσω τα νερά ακίνητα κι ο ουρανός να έχει πάρει φωτιά από τον πορτοκαλί ήλιο του μεσονυκτίου. Σ’ αυτό το καλοζωγραφισμένο σκηνικό τώρα, τα πουλιά κάνανε την εμφάνιση τους σαν σε σκηνή θεάτρου. Μια πάπια με τα παπάκια της στη σειρά, ένας γλάρος που έχασε το δρόμο του, χήνες που μαλώνανε η μια με την άλλη, ένα ζευγάρι κύκνοι που περπατούσαν στο νερό. Κι από πίσω να κάνουν χορωδία οι κοκκινότσιχλες μες τα δέντρα. Κι ο ουρανός όλο και να πυρώνει, όλο και να καίγεται, μέχρι που έγιναν όλα μαβιά. Κάτσαμε αμίλητοι χάμω με την Αγαπούλα και παρακολουθούσαμε. Και για όσο διήρκησε η παράσταση, για πρώτη φορά στη ζωή μου, όλες οι φωνές στο κεφάλι μου είχαν σωπάσει. Απόλυτη ησυχία. Είχα πάψει εντελώς να σκέφτομαι, να παρατηρώ, να θαυμάζω, να ερμηνεύω. Ήμουν απλά εκεί, στην άκρη της λίμνης και ήμουν ευτυχισμένος.

Το συμβάν αυτό το έχω καλά κρυμμένο μαχαίρι στον κόρφο μου. Όταν χρειαστεί θα το ξεθηκαρώσω, να κόψω την πραγματικότητα στα δύο και να βγω από την άλλη. Εδώ που κάθομαι και σας γράφω ετοιμάζω κόλπο γκρόσο, μα δε θα πω παραπάνω μην το γκαντεμιάσω.

Θα σας ξαναγράψω όταν αδειάσω. Να προσέχετε.









Σχόλια