Σήμερα έχω γενέθλια.



Καλησπέρα αγαπημένα φιλαράκια,

Τι καλή δηλαδή; Πήγα όλο χαρά στη λαϊκή την Πέμπτη, στην αγαπημένη μου λεωφόρο Ιωνίας, αγόρασα νόστιμα τραγανά νεκταρίνια και απέμεινα να τα κοιτάω γιατί το ίδιο βράδυ με έπιασε οξύς πονόδοντος. Όπως έμαθα την επομένη χάνω ένα δόντι. Ούτε λίγο ούτε πολύ, γράφω σιγά σιγά τη διαθήκη μου. Κάτι οι γκρίζες τρίχες στους κροτάφους, που τις ξυρίζω για να μη φαίνονται κι εσείς με περνάτε για πάνκη... Κάτι η φλεβίτιδα στα πόδια, που για να την περιορίσω αναγκάζομαι να φοράω σφιχτή μαύρη κάλτσα ως το γόνατο κατακαλόκαιρο, με σορτσάκι που να πάρει ο διάολος... Εσείς νομίζεται ότι είναι προχώ στο στυλ μου -που είναι-, εγώ αισθάνομαι ότι μοιάζω με τη Natalie Portman στο «Leon» στο λίγο πιο άσχημο, γιατί η μύτη μου κοντράρει στα ίσα αυτή του Jean Reno. Κάτι η διαφραγματοκοίλη που με βασανίζει εδώ και οκτώ χρόνια με αποτέλεσμα να έχω καούρες μετά το πέμπτο ποτό και έτσι και φάω αβοκάντο στο brunch μου -ναι, στα εξευγενισμένα πλέον Κάτω Πατήσια σερβίρουν και τέτοιο- πονάω λες και έχω φάει ντιρέκτ στην κοιλιά... Κάτι η απονεύρωση που ξεκίνησα από χθες στον δεύτερο γομφίο μου, που πήρε την πρωτοβουλία να κάνει την αρχή ο κάλος μου και να πεθάνει πριν από μένα... Κάτι το ότι σήμερα κλείνω τα 36, άρα σε λίγα χρόνια καλά σαράντα... Όλα τα σημάδια δείχνουν είμαι ένα παλιάλογο που τα ‘φάγε τα ψωμιά του. Έτσι είναι φιλαράκια μου, τα σκοτώνουν τα άλογα κούρσας όταν γεράσουν. Τα πουλάνε για κρέας. Αντίο άδικε κόσμε! Επιτέλους θα ησυχάσω. Από τον αφόρητο πόνο του δοντιού.

Πήγα λοιπόν σε αθλία κατάσταση στον οδοντίατρο και με λυπήθηκε η αγαπούλα μου όταν γύρισα σπίτι μαστουρωμένος απ’ την αϋπνία και τις αναισθητικές ενέσεις. Με σκέπασε στο κρεββάτι να ξεκουραστώ κι όταν ξύπνησα είχε φύγει, -η ιστορία της ζωής μου- αλλά είχε την καλοσύνη να μου αφήσει ένα γλυκύτατο μήνυμα, με την παραίνεση να ξεκουραστώ και να μην κάνω δουλειές μέχρι να γυρίσει. Κάτι self care κι άλλες αγγλικούρες που τις αγνόησα, κι αυτές και τον πόνο μου και έπλυνα τα πιάτα, γιατί εγώ είμαι άντρας και έχω υπάρξει με το ζόρι μισθοφόρος στην μαρτυρική μεγαλόνησο. Άκου μην πλύνεις πιάτα, αρκετά με τη μισανδρία! Και αρκετά με τις αγγλικούρες! Δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά, είμαι από χωριό. Από το κέντρο της Αθήνας για την ακρίβεια. Τη συνισταμένη όλων των χωριών της ευρύτερης επαρχίας πρώτα της Ρωμαϊκής, μετά της Ανατολικής Ρωμαϊκής και μετά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που σήμερα λέγεται Ελληνική Δημοκρατία.

Η Δημοκρατία γεννήθηκε στην Αθήνα σε μια παλιά εποχή που ο αττικός ήλιος δεν είχε βαφτεί ακόμα πράσινος και οι άντρες κυκλοφορούσαν τσίτσιδοι γιατί ο Αδάμ και η Εύα δεν είχαν φάει το μήλο. Βασική προϋπόθεση για την πραγμάτωση της ήταν η δουλοκτησία γιατί ή θα δουλεύεις σαν σκλάβος για την επιβίωση σου ή θα έχεις σκλάβους και θα είσαι όλη μέρα στη Βουλή, ενώ οι σκλάβοι είναι στα χωράφια και στις βιοτεχνίες σου, στο σπίτι να σε ξεσκατίζουν, στα διδασκαλία να διδάσκουν τα παιδιά σου και ούτω καθεξής. Σας θυμίζει κάτι; Φαντάζομαι τότε τουλάχιστον τα μνημόνια τα διαβάζανε ολόκληρα πριν τα υπογράψουν. Θέλω να πω, καλά κάνανε και ήταν όλη μέρα στη Βουλή, άλλωστε και σήμερα οι Αθηναίοι στην Πνύκα αράζουν. Βγάζουν τα σκυλιά τους βόλτα, ρουφάνε φρέντο και γάρα και βγάζουνε σέλφι. Έχουμε ιστορία εμείς οι Έλληνες. Πονάτε κουτόφραγκοι;

Αν πονάτε οι τουρίστες, ειδικά στο στήθος, είναι μάλλον γιατί αρρωστήσατε με το χτικιό εδώ που ήρθατε άλλα άξιζε τον κόπο για ένα υπερτιμημένο σουβλάκι μέσα στη ζέστη, μια βουτιά στο Αιγαίο, μια ντομάτα που μυρίζει ντομάτα και μια ηλίαση που είναι, για εσάς, πρωτόγνωρη εμπειρία. Αλλά τζάμπα σας γράφω γιατί δεν μιλάτε Νέα Ελληνικά, μόνο τα Αρχαία που μάθατε στο σχολείο σαν κορόιδα και ήρθατε εδώ να ζήσετε το μύθο σας δίπλα σε ανθρώπους που έχουν καταδικάσει τον εαυτό τους να ζούνε το μύθο του Σίσυφου.

Μην απελπίζεστε οι ημεδαποί γιατί ο Καμί είπε πως πρέπει να φανταστούμε το Σίσυφο ευτυχισμένο. Θα απελπιστώ εγώ γιατί τόσο ο μύθος του Σίσυφου, όσο και ο Καμί, δεν είναι τόσο δημοφιλείς όσο αυτός του μαρμαρωμένου Βασιλιά και ως εκ τούτου ετοιμάζομαι να ντυθώ ξανά τα χακί, με αφορμή την μετατροπή ενός μουσείου σε τζαμί. Πριν να γίνει μουσείο το 1934 ήταν πάλι τζαμί για μισή χιλιετία περίπου αλλά για να το θυμάσαι αυτό πρέπει είτε να έχεις περάσει γαμάτα παιδικά χρόνια, πάνω από βιβλία ή να έχεις πάει στην Αγιά Σοφιά. Προσωπικά προτίμησα να κάνω το δεύτερο, ένα μήνα πριν μπω στρατό για να σιγουρευτώ ότι αξίζει τον κόπο να μισώ τους γείτονες. Μέχρι τότε ήξερα να μισώ μόνο τους μαλάκες και το κεφάλαιο, απάτριδες και τα δύο. Έτσι επισκέφθηκα τη Βασιλεύουσα, που πάλι με χρόνια με καιρός πάλι δικιά σας θα’ναι, αλλά τότε είναι που θα σπάσουμε πλάκα, γιατί ο πληθυσμός της είναι σχεδόν όσος αυτός όλης της Ελλάδας. Άρα όταν πάρουμε την Πόλη θα πρέπει να αδειάσουμε την Ελλάδα για να την κατοικήσουμε και θα μείνουν πίσω μόνο οι αντίχριστοι κάτοικοι των Εξαρχείων και τίποτα φρικιά στη Γαύδο.

Με απασχόλησε πολύ το συγκεκριμένο θέμα του εποικισμού της Ιστανμπούλ γιατί όταν διέπρεπα σαν δεκανέας στη θητεία μου, ένας υπολοχαγός μου είχε πει «Γιακουμάκη άλλους δέκα σαν εσένα να είχαμε θα μπαίναμε στην Πόλη.», για να του απαντήσω πως στην Πόλη είχα πάει αλλά αν ήθελε μπορούσαμε να πάμε στη Ντίσνεϋλαντ. Εξεπλάγη αρκετά, αλλά όχι όσο ένας άλλος ισόβαθμος του που με τσάκωσε να διαβάζω, στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο μου και με διαβεβαίωσε πως πρώτη φορά έβλεπε φαντάρο να διαβάζει βιβλίο. Είπα να τον διορθώσω, η σωστή λέξη είναι στρατιώτης, αλλά αυτός είχε ηθικό ακμαιότατο ενώ εγώ ήμουν στα πρόθυρα της κατάθλιψης, οπότε απλά φρόντισα να μη χάσω τη σελίδα μου. Είχα χάσει ήδη την κοτσίδα, τα σκουλαρίκια, το άτομο μου και την όποια ελπίδα έκρυβα για την ελληνική κοινωνία μέχρι τότε.

Σε αυτό βοήθησαν πολύ και οι αξιότιμοι συνάδελφοι. Αυτοί που θα με κάλυπταν όταν εγώ έκανα άλμα δέκα μέτρα. Που οργώναμε με τις αρβύλες μας τα βουνά, θα σκάβαμε χαντάκια με τα ιδρωμένα μπράτσα μας, θα πολεμούσαμε πλάι πλάι, σαν Έλληνες. Αυτοί που ο ένας ήταν πιο μαλάκας από τον άλλο. Ρε δεν πάτε να πνιγείτε λέω εγώ! Εννιά στους δέκα χαραμίζανε τον αέρα που ανέπνεαν και έτσι και μας πετούσαν σε καμιά ερημιά αρματωμένους θα ήταν οι πρώτοι που θα καθάριζα. Δεν φταίω εγώ, να μην οπλίζατε το χέρι μου.

Το είχα καταλάβει ότι ο καλύτερος κόσμος που ονειρευόμουν δεν θα χτιζόταν με αυτούς τους ανθρώπους. Πολύ πριν δω τον Κρητικό αγκαλιά με τον Αγρινιώτη να γκαρίζουν «Το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, ενωμένο δυνατό!» μέσα από τα κιτρινισμένα δόντια τους. Πριν ξυπνήσω από τη δυσοσμία αυτού που μεσ’το μυαλό μου αποκαλούσα «ο βάτραχος», για να απαιτήσω να πλύνει τα πόδια του, που μύριζαν λες και είχε φάει τις κάλτσες του και τις είχε ξεράσει πάνω στις πατούσες του. Πριν γαμοσταυρίσω τον Αθηναίο που μου είπε πως δεν μπορεί να μαζεύει σκουπίδια και όταν τον ρώτησα τι δουλειά έκανε πριν καταταχθεί, μου συστήθηκε ως επιχειρηματίας. Το κατάλαβα από την πρώτη μέρα που αχώνευτος λοχίας με ειρωνεύτηκε επειδή -σε αντίθεση με σας και σίγουρα σε μεγάλη αντίθεση με αυτόν- έχω τελείωσή μια Καλών Τεχνών. Ήταν ο ίδιος που μας ξενύχτισε προσπαθώντας να μας μετρήσει γιατί δυσκολευόταν με την προπαίδεια του τρία.


Με ξενύχτισαν πολύ εκείνο τον καιρό, πιο πολύ ίσως απ’ότι έχω ξενυχτίσει τον εαυτό μου στα μπαρ αναζητώντας τη χαμένη μου αθωότητα. Την έχασα οριστικά ένα συγκλονιστικό βράδυ, όταν αφού είχαμε συρθεί μέσα στη λάσπη, που έφτασε να είναι δυο δάχτυλα παχιά πάνω από τα ρούχα μας, σφραγίζοντας από κάτω την αφόρητη υγρασία της Κύπρου, φτάσαμε στα ορύγματα που είχαμε σκάψει νωρίτερα στην κορυφή ενός λόφου. Μπροστά μας ανοιγόταν μια σκοτεινή κοιλάδα όπου είχαμε στήσει στόχους το πρωί και παραπέρα άλλοι λόφοι, εξίσου γυμνοί και αφιλόξενοι σαν το δικό μας ύψωμα. Κάπου εκεί είχε στρατοπεδεύσει ένας λόχος πυροβολικού. Δεν μπορούσαμε να τους δούμε, αλλά ξέραμε ότι οι πυροβολικάριοι ήταν εκεί γιατί ο αξιωματικός μας μιλούσε μαζί τους στον ασύρματο. Όταν τους έδωσε εντολή εκτόξευσαν ένα φωτιστικό όλμο πάνω από την κοιλάδα με τους στόχους. Ό όλμος εμφανίστηκε στο νυχτερινό ουρανό σαν νωχελικός μετεωρίτης και με κάθε αναλαμπή του η νύχτα γινόταν μέρα μέσα στην κοιλάδα. Τότε εγώ, ως δεκανέας έπρεπε να διατάξω τους άντρες της ομάδας μου, κάτι ξεσκολισμένα κωλόπαιδα δηλαδή κι ένας - διό εξ’ ανάγκης φίλους, να ανοίξουν πυρ. Η φωνή μου μου ακούστηκε ξένη. Και μόνο η παρουσία μου εκεί με έκανε να μουδιάζω. Ήταν τόσο αληθινό που δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ πως θα πεθάνω. Μόνος, με ξένη φωνή, ξένα ρούχα και ξένη ταυτότητα, ανάμεσα σε ξένους, σε μια υγρή χωμάτινη τρύπα, χωρίς κανένα νόημα.

Ο νους μου τότε πήγε σε έναν άλλο άνθρωπο, που είχαμε ακριβώς το ίδιο όνομα και επίθετο, που γεννήθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα και πέρασε το τελευταία του χρόνια σε ένα μικρό διαμέρισμα το Γαλάτσι όπου τον γνώρισα. Στους τρεις πολέμους που είχε πολεμήσει είχε σίγουρα σκοτώσει δεκάδες ανθρώπους και ξέρω πως, όταν είδε από κοντά τον πρώτο αντίπαλο, να πέφτει νεκρός από το δικό του χέρι, έπαθε νευρικό κλονισμό, πως τα βράδια δεν μπορούσε να κοιμηθεί γιατί τον βασάνιζε το μετατραυματικό στρες, τα φαντάσματα των στρατιωτών που είδε να χάνονται, εχθρών και συμμάχων. Τον βασάνιζε το αποτύπωμα που άφησε ανεξίτηλα πάνω του ο παραλογισμός του πολέμου. Έφερε το άτομο του με ένα τρόπο που κανείς δεν θα μάντευε τα φριχτά πράγματα που είχε δει. Γι αυτό και τα μετάλλια του τα είχε θαμμένα στο πίσω μέρος της ντουλάπας του και τα ξεθάψαμε μόνο όταν ήρθε η ώρα να θάψουμε τον ίδιο.

Σκέφτηκα πόσο κρίμα κι άδικο ήταν που, μετά από εκείνη την πρώτη μάχη, δεν χάρηκε ένα βράδυ ήρεμου ύπνου στη ζωή του κι έτσι μετά τη βολή, μέσα στο σκοτάδι, καλυμμένος με λάσπη, έκλαψα σιωπηλά αλλά δεν το κατάλαβε κανείς γιατί ήμουν κομάντο, άξιος στρατιώτης Ι1 και εξπέρ στο καμουφλάζ. Πολύς κόσμος κολλάει μικρόβια που τον ταλαιπωρούν μια ζωή. Κονδυλώματα, έρπη ή -για να ευθυμήσουμε λίγο- κορονοϊό. Εμείς έχουμε κολλήσει οικογένεια, θρησκεία και πολύ περισσότερο πατρίδα. Όχι αυτή που έχει η καθεμιά και ο καθένας αλλά αυτή που πρέπει να έχουμε όλοι μαζί, και οι κάτω και οι πάνω.

Σήμερα έχω γενέθλια και όπως κάθε χρόνο σκέφτομαι ότι θα πεθάνω, αρχής γενομένης από το δεύτερο γομφίο μου. Αν είναι να πεθάνω για κάτι, προσεύχομαι στον καλό Θεό, να πεθάνω για μένα, να πεθάνω από έρωτα, να πεθάνω για το δέντρο που θα φυτέψω και δε θα δω να μεγαλώνει. Μέχρι τότε θα πάω απλά να γίνω φέσι στο αγαπημένο μου μπαρ. Δεν είστε καλεσμένοι. Το μνημόσυνο μυστήριο θα τελεστεί σε κλειστό οικογενειακό κύκλο, αλλά μπορείτε να προσεύχεστε για μένα. Θα το εκτιμήσω.




Σχόλια