Γαμώ την Παναγία μου, πάλι τα ίδια!

 


Καλησπέρα αγαπημένα φιλαράκια. Καλό καλοκαίρι. Ελπίζω να είχατε. Και να έχετε. Αν και αμφιβάλλω.

Τουλάχιστον οι μισοί μάλλον δεν πήγατε διακοπές αλλά εμείς οι τολμηροί που περάσαμε ατελείωτες ώρες σε ένα κατάστρωμα, φασκιωμένοι με τη μάσκα μας, νίβοντας μικρόβια με αντισηπτικό, μη μόναν όψιν, ψυχαναγκαστικά κάθε τρεις και λίγο, καταφέραμε να φτάσουμε στη Σπιναλόγκα της επιλογής μας, προκάμαμε να βρέξουμε τους κώλους μας και να τους στεγνώσουμε στον Αιγαιοπελαγίτικο ήλιο χτίζοντας αντισώματα του κώλου, για την πανούκλα του οχτάωρου στην Αθήνα, αλλά και για την άλλη, αυτή που ακούμε στις ειδήσεις και πιθανότατα θα μας ξεκάνει πριν κάνουμε Χριστούγεννα.

Έτσι άμα την επιστροφή μου αγόρασα μια τριανταπεντάδα αυγά από το Βλάση τον αυγουλά, στη λαϊκή της λεωφόρου Ιωνίας, με την ελπίδα ότι ρουφώντας το αυγό μου άπαξ, για να μην πω πεντάκις, ημερησίως θα έχω δυνάμεις για το χειμώνα. Μπορεί ο Πουλικάκος να έλεγε, θα περάσει κι αυτός ο χειμώνας, αλλά πολύ φοβάμαι ότι θα περάσουμε εμείς πρώτοι. Εγώ δηλαδή, για εμένα μιλάω πάλι. Περνάει ακόμα η μπογιά μου αλλά αν συνεχίσω το ίδιο φιλάσθενο τροπάρι, θα λένε οι φίλοι πως πέρασα και δεν ακούμπησα, παρά μόνο τις καρδιές τους. Φταίει που έχω κι ο ίδιος μεγάλη καρδιά και λυπάμαι τα ζωάκια - όχι εσάς, τα τετράποδα - και έχω κόψει εδώ και κανένα χρόνο το κρέας.

Η επιλογή μου αυτή δε συνάδει με το ότι έχω αφοσιωθεί στην ατέρμονη εκπαίδευση στις τέχνες, που δεν μπορούν παρά να είναι πολεμικές. Δεν έχω γίνει πασιφιστής, κάθε άλλο μάλιστα. Όπως σας έχω ξαναγράψει, μέχρι που κλείσαμε για καλοκαίρι, πήγαινα τρεις φορές τη βδομάδα σε ένα υπογειάκι στα Κάτω γαμημένα Πατήσια και έπαιζα μάπες με άλλους μαυροφορεμένους και μαυροφορεμένες, λάτρεις του Ιαπωνικού πολιτισμού, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα είμαι ικανός να προστατεύω τον εαυτό μου από τις κακοτοπιές. Η αντίφαση έγκειται στο ότι ενώ εκπαιδεύομαι με μοναστική ευλάβεια στη πολεμική, συντηρούμαι με το διαιτολόγιο αγιορείτη μοναχού, συν τις μπύρες και τα ποτά κουμπώνω στα μπαρς για να πάνε κάτω τα φαρμάκια, με αποτέλεσμα να ομοιάζω με ιερό - σίγουρα ιερό για εσάς, αγαπημένα φιλαράκια - λείψανο. Οπότε, κατόπιν διαταγής του δασκάλου μου, τρώω πέντε αυγά τη μέρα για να αναπληρώσω τη χαμένη ενέργεια. Ανέντιμος ών, τρώω και κανένα ψαράκι, εφησυχασμένος από τον στίχο του Cobain που λέει πως, δεν πειράζει να τρώμε ψάρια γιατί δεν έχουν συναισθήματα. Αυτά το μόνο που ξέρουν είναι να γαμούν τη θάλασσα, συμπληρώνει μια παλιά παροιμία, που πιθανότατα αγνοείτε, μαζί με πολλά άλλα.

Ατενίζοντας τη θάλασσα των συναισθημάτων μου αυτό το καλοκαίρι, όπως συνηθίζεται να κάνουμε μαστουρωμένοι στις ακρογιαλιές της όμορφης χώρας μας, διαπίστωσα πως σε αντίθεση με το Λιβυκό, όπου κατούρησα πολλάκις φέτος μέσα από το μπανιερό μου, στο δικό μου πέλαγος επικρατεί τρικυμία. Ανεπίτρεπτο μετά από δύο χρόνια ψυχοθεραπείας! Πόσο μάλλον δε, όταν έχω δίπλα μου τη γυναίκα των ονείρων μου, αλλά η υποτροπή είναι το αγαπημένο μου κόλπο. Έκανα αληθινές καλοκαιρινές διακοπές μετά από πέντε, τουλάχιστον, χρόνια, με χρήματα που δεν έχω, ως γνήσιος Έλληνας, και παρόλαυτα κατάφεραν να με βρουν οι μαύρες σκέψεις όπως βρίσκουν τα κουνούπια το αυτί μου στο σκοτάδι, ακριβώς την ώρα που πάει να με πάρει ύπνος. Θα έλεγα «Γαμώ την Παναγία μου, πάλι τα ίδια!», αλλά είναι μεγάλη αμαρτία. Σήμερα είναι Δεκαπενταύγουστος.

Είναι που λέτε ο δικός σας - εγώ - , κάτω απ' το αλμυρίκι στην ψαθούλα του, με τη μπυριτσα του ανά χείρας, τη θάλασσα πιάτο και τον κορίτσαρο εξ ευωνύμων και ενώ έχει κατεβάσει ταχύτητα, και από τη συνήθη πέμπτη έχει καταφέρει να βάλει πρώτη, έρχεται στην εξής τρομακτική συνειδητοποιήση. Όλα τα καλοκαίρια κάποια στιγμή τελειώνουν. Και όταν λέμε καλοκαίρια εννοούμε τις διακοπές, τα ταξίδια, την ανεμελιά. Αυτό ακριβώς που έκανα εκείνη τη στιγμή. Καταβαραθρώθηκα. Όλα; Κατ' επέκταση κι οι έρωτες τελειώνουν. Άρα και οι σχέσεις. Κοιτάω αριστερά μου. Η αγαπούλα μου χαμογελάει. Ω γαμώ την Παναγ... συγγνώμη, συγγνώμη, ξεχάστηκα. Δεκαπενταύγουστος... Όλα τα ωραία. Άρα και η ζωή, συνεχίζω τον διάλογο μέσα στο κεφάλι μου. Δεν το ξέρες; Ναι μωρέ, σκάσε! Το ήξερα αλλά πρέπει να το ξέρω τώρα που ο αέρας δροσερός, η θάλασσα γαλάζια και τα μαλλιά της μυρωδάτα κι εγώ είμαι ερωτευμένος; Τώρα που πιάνω την πέτρα και τη στύβω, γιατί τρώω και πέντε αυγά τη μέρα άμα λάχει;

Με ρωτάει η καλή μου τι σκέφτομαι και θέλω να απαντήσω memento mori, αλλά δεν ακούει καλά γιατί φυσάει και επιπλέον έχει πάει σε ένα κάρο συναυλίες από μικρή κι έχει κουφαθεί λίγο από την τόση έκθεση σε δυνατή μουσική, πράγμα το οποίο δεν ισχύει γιατί είχε πάει για ακουόγραμμα τον Ιούνιο, μαζί είχαμε πάει, και είχε βγει καλό αλλά άντε να της το βγάλεις από το μυαλό, και κάπου σε αυτό το κοινό ενδιαφέρον για τη μουσική συγκρούστηκαν οι ξέφρενες πορείες μας, βρεθήκαμε να έχουμε κοινούς γνωστούς, βρεθήκαμε σε ένα μπαρ μετά από μια συναυλία και να' μαστε τώρα στην παραλία μαζί, έχουν περάσει δύο χρόνια χωρίς να το καταλάβω και μου αρέσει αυτό, αλλά πέρασαν τα δύο χρόνια και θα θελα ακόμα κι αυτά να τα ξαναζήσω, θέλω να της απαντήσω memento mori αλλά φοβάμαι ότι θα ακούσει «μωρή» αντί για mori και θ’ ανοίξουμε κουβέντα για τους κοινωνικούς ρόλους των φύλλων γιατί είναι και φεμινίστρια, ε! ρε που μπλέξαμε, και μου αρέσουν αυτές οι κουβέντες αλλά τώρα δεν προλαβαίνω να τις κάνω γιατί θα πεθάνω και δεν θέλω να το παραδεχτώ, δεν θέλω να Της το πραδεχτω για να μην φανώ αδύναμος ή τρελός ή αδύναμος επειδή είμαι τρελός, τρελός είμαι, ό,τι θέλω λέω, έχω ψείρα σαν κουκί και βρωμούν τα χνότα μου, η ψυχική υγεία δεν είναι ταμπού -Σκάσε!-, θέλω να της πω ότι δε σκέφτομαι τίποτα, πράγμα αδύνατον, όλοι κάτι σκέφτονται, παύεις να σκέφτεσαι μόνο όταν πεθαίνεις, γαμώ την Παναγ..., Ωχ! Δεκαπενταύγουστος, δεν μπορώ να καταπιέζομαι άλλο, διακοπές είμαι, θα το πω, γαμώ την Παναγία μου, πάλι τα ίδια σκέφτομαι, παύεις να σκέφτεσαι μόνο όταν πεθάνεις, σκέφτομαι άρα υπάρχω, σκάσε κι εσύ Ντεκάρτ, δεν ήξερες τι έλεγες, της χαμογελάω κι εγώ. Δε σκέφτομαι τίποτα, λέω.

Ψαχουλεύω την τσάντα μου, βγάζω την Πανούκλα και αρχίζω να διαβάζω. Πάντα κουβαλάω ένα βιβλίο στην παραλία για να φαίνομαι έξυπνος. Συνήθως καταλήγω να το βάζω για μαξιλάρι και να κοιμάμαι, με την ελπίδα να περάσει με μαγικό τρόπο η γνώση κατευθείαν στον εγκέφαλο μου, μόνο και μόνο επειδή το τριχωτό της κεφαλής μου ακουμπάει στις τυπωμένες λέξεις. Πράγμα το οποίο δε συμβαίνει γιατί αν συνέβαινε θα μπορούσα να απολαύσω τη μπύρα μου, αντί να πάθω κρίση πανικού. Κάπου, δε θυμάμαι σε ποια σελίδα, λέει πως ο μόνος τρόπος να μην πηγαίνει χαμένος ο καιρός σου, είναι να τον ζεις. Δεν το λέει ακριβώς έτσι αλλά αυτός που το λέει ή το γράφει τέλος πάντων, έχει πάρει Νόμπελ. Εγώ έχω πάρει το σταυρό μου στην πλάτη κι έχω πάει διακοπές οπότε μην περιμένετε να τα θυμάμαι όλα αυτολεξεί. Όταν μου λέει να ζήσω τον καιρό μου, φαντάζομαι δεν εννοεί να πιω άλλες πέντε μπύρες και ψαχτώ να γίνω για να το πάω σερί μέχρι το καράβι της επιστροφής, αλλά ακόμα και το ταξίδι στο καράβι της επιστροφής, αυτό στο οποίο στριμώχνεσαι με τη βρωμερή αλαλάζουσα πλην σιωπηλή πλειοψηφία, με την οποία θα ξεβραστείτε το πρωί στην ίδια γκρίζα φρενήρη άβυσσο, το ταξίδι της επιστροφής στην απάνθρωπη ρουτίνα, και τη ρουτίνα την ίδια ακόμα ακόμα, να τη ζεις συνειδητά. Τουλάχιστον έτσι το κατάλαβα, δεν είμαι και κανένας έξυπνος. Αν ήμουν θα άφηνα το φραγγέλιο και θα έπιανα την πένα. Πιάνομαι λοιπόν από αυτή την παραίνεση και συνεχίζω να σκέφτομαι πως κανένας καιρός μου δεν έχει πάει χαμένος. Ακόμα και ο δυσάρεστος, τα πέτρινα χρόνια, οι τραυματικές εμπειρίες, οι σιωπηλοί λυγμοί, τα ξεσπάσματα, τα ποτάμια της οργής. Όλες οι εμπειρίες, κι αυτές που δε μου άρεσαν – Τι να κάνουμε Λευτεράκη μου, σκάσε και κολύμπα!- , εν τέλει με ξέβρασαν, για καλή μου τύχη, σε αυτή την παραλία. Ο καιρός μου θα έχει πάει χαμένος μόνο αν τον αποκηρύξω εντελώς. Δεν γίνεται να ζω τώρα χωρίς να έχω ζήσει πρίν. Αν κάνω το λογαριασμό βγαίνει μηδέν. Μηδέν θετικό. Πάλι καλά να λες. Πάλι καλά!

Όλα καλά καμωμένα τα έχεις θεούλη μου και πάντα σε σένα καταλήγω, γιατί δεν υπάρχεις και πρέπει να σε εφεύρω για να μην εκτροχιαστώ εντελώς. Και όταν λέω θεούλη μου, εννοώ εμένα. Για εμένα μιλάω πάλι και απορώ γιατί συνεχίζει να διαβάζει οποίος κι αν διαβάζει. Όταν κατέβηκα από το τρενάκι του τρόμου του ειρμοί των σκέψεων μου, πραγματικά δεν σκεφτόμουν τίποτα. Ήπια τη μπύρα μου, χαμογέλασα από την καρδιά μου, μύρισα τα μαλλιά της καλής μου στον αέρα και ατένισα τη θάλασσα, ευτυχής που τη γαμούν τα ψάρια. Ο αρχικός μου πανικός για το μέλλον καταλάγιασε με τη σκέψη ότι το παρελθόν δε χάθηκε, με τρόπο που εγώ λέω πως δεν καταλαβαίνω αλλά κάποιος ή κάποια πιο έξυπνοι από εμένα, και σίγουρα ο ψυχίατρος μου, μπορούν να κάνουν τη σύνδεση.

Μακάρι να μου έκοβε αρκετά για να βάλω αυτές τις σκέψεις σε μια ιστορία με ανθρώπους που δεν έχουν το όνομα μου αλλά τόσο μπορώ και τόσο κάνω. Ρουφάω αυγά για να αντέχω το ξύλο και κοπανάω τα βιβλία στο κεφάλι μου μπας και γίνω πιο σοφός. Κρίνοντας από την έκβαση των φετινών μου διακοπών φαίνεται να δουλεύει, αλλά δεν σας προτείνω να το δοκιμάσετε. Σας προτείνω να περάσετε όμορφα και υποφέρετε συνειδητά. Ανυπομονώ να μην ακούσω νέα σας.



Σχόλια