1987, Πατησίων και Αγίου Μελετίου.

 


Καλησπέρα αγαπημένα φιλαράκια,

Δεν πρόκαμα τόσο καιρό να σας γράψω και συγχωρέστε με γι αυτό, αλλά τα χέρια μου ήταν δεμένα, απασχολημένα, για να μην πω μπερδεμένα σε σκοινιά κι αγκίστρια. Όχι μόνο τα χέρια αλλά εγώ ολόκληρος, από το λαιμό και κάτω τουλάχιστον. Να μην τα πολυλογώ, δεν πρόκαμα γιατί έπιασα δουλειά. Το πως έπιασα τη δουλειά είναι σύντομη και συνάμα μεγάλη ιστορία. Η σύντομη εκδοχή της ιστορίας είναι ότι επέστρεψα σε μια τέχνη που έμαθα πριν εφτά χρόνια. Η μακρά εκδοχή έχει να κάνει με το πως βρέθηκα εδώ, Στο Χωριό.

Πάνε δεκατρία χρόνια από την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου στην Ψαρού. Την πρώτη φορά ήμουν περίεργος να έρθω ως εδώ, γιατί το νησί αυτό είναι κοντά στον αγαπημένο μου παράλληλο, αυτόν της αρκούδας. Δεν είχα ξαναβρεθεί τόσο μακριά από το σπίτι μου και τόσο κοντά στη γη που όλοι μέσα θε να μπούμε. Εδώ έχει, πράγματι, πάνω απ’ όλα γη. Πολλή γη και γύρω γύρω θάλασσα. Πολλή θάλασσα. Εδώ έχει βουνά, υψίπεδα, πεδιάδες, χαράδρες, ποτάμια, καταρράκτες, παγετώνες, παραλίες, άγρια πουλιά και μετά ανθρώπους. Το νησί είναι τόσο αραιοκατοικημένο που κάθε κερατάς, σαν και του λόγου μου, μπορεί να δει μίλια μακριά, χωρίς ένα σπίτι ή ένα δέντρο να του κρύβει τον ορίζοντα. Mπορεί να είναι ο εαυτός του, χωρίς άλλους ανθρώπους για μέτρο των κεράτων του.

Το παρθενικό μου ταξίδι το τόλμησα ένα καλοκαίρι. Μάζεψα με κόπο τα λεφτά και στο γύρνα βρέθηκα να χρωστάω και δυο νοίκια. Δεν είπα στη μάνα μου πόσο είχα χρεωθεί, μόνο άκουσα τη συμβουλή της. Να πας γιατί αυτό το ταξίδι θα το θυμάσαι όλη σου τη ζωή. Που νάξερε πως το ταξίδι θα γινόταν όλη μου η ζωή και τώρα στραμπουλάει, η καημένη, τη γλώσσα της κάθε που τη ρωτάνε πως λέγεται Το Χωριό που μένει ο γιος της. Και χαίρεται, ελπίζω, να περιγράφει όλα τα παράξενα που της μεταφέρω.

Της λέω για παράδειγμα, πως εδώ, όπως και στην Ελλάδα, έχει τέσσερις εποχές αλλά δεν είναι ίδιες. Στην Ψαρού οι εποχές δεν μοιράζουν στα ίσα την πίτα του χρόνου. Το πιο μεγάλο κομμάτι το παίρνει ο χειμώνιμος. Μοιάζει με το δικό μας χειμώνα αλλά κρατάει μισό χρόνο. Έχει σκοτάδι, κάνει κρύο, χιονίζει με το τουλούμι και φυσάει αέρας που ξηλώνει σκεπές, εξιλεώνει πάθη και φουντώνει τη φωτιά στις καρδιές των ανθρώπων. Είναι η εποχή που ερχόμαστε όλοι πιο κοντά για να σιχτιρίσουμε τον καιρό. Η δεύτερη πιο μεγάλη εποχή είναι το κωλοκαίρι, μια αναποφάσιστη εκδοχή του δικού μας καλοκαιριού. Το κωλοκαίρι κρατάει περίπου τρεις μήνες. Ο ήλιος δύει μόνο για λίγες ώρες και στο κορύφωμα του, καθόλου. Και τότε είναι αδύνατον να κοιμηθείς και να ηρεμήσεις. Το κωλοκαίρι είναι που και που ζεστό, αλλά ο καιρός δεν το παίρνει πολύ ζεστά να φτιάξει. Έχουν ένα γνωμικό εδώ, αν δε σου αρέσει ο καιρός στην Ψαρού, περίμενε πέντε λεπτά και θ’ αλλάξει. Κάπως έτσι περνούν τα κωλοκαίρια, με εκπλήξεις.

Ανάμεσα στο χειμώνιμο και το κωλοκαίρι έχουμε σαράντα μέρες ανοίξερη για να ξυπνήσουμε από τη χειμερία νάρκη. Η ανοίξερη είναι πολύ όμορφη. Τα χορτάρια ψηλώνουν πράσινα και φρέσκα, τα βότανα των βουνών ευωδιάζουν, τα λουλουδάκια ανθίζουν, τα ποτάμια ξυπνάνε και τα ταξιδιάρικα πουλιά επιστρέφουν, να γεννήσουν εδώ τα αυγά τους και να παχύνουν, τρώγοντας από την καρποφόρα θάλασσα της Ψαρούς. Κάπου εκεί πλακώνουν και τα πρώτα μπουλούκια με τους τουρίστες και δεν μπορείς να πας από το σπίτι στη δουλειά σου χωρίς κάποιον κρετίνο, ντυμένο σα τον Ρόαλντ Αμούδσεν, να βγάζει φωτογραφίες μπροστά στην πόρτα σου και να ξινίζει τα μούτρα του επειδή του χαλάς το πλάνο. Γιατί δεν θέλω να το παινευτώ, αλλά Το Χωριό μας είναι όμορο κι αλλόκοτο, σαν πίνακας του Μπρέγκελ του πρεσβύτερου. Όλα καλά με την ανοίξερη, μόνο που έχει ξεσηκώσει τις κακές συνήθεις του κωλοκαιριού και μας τρομάζει με ξαφνικές μπόρες, ακόμη και λίγα χιόνια, κι όταν της ζητάς το λόγο, κάνει την ανήξερη.

Ανάμεσα στο κωλοκαίρι και το χειμώνιμο έχουμε σαράντα μέρες χεινώπωρο για να προετοιμαστούμε για τα χειρότερα. Είναι η εποχή που η λίγη και χαμηλή βλάστηση κοκκινίζει, πέφτουν τα πρώτα χιόνια, τα ταξιδιάρικα πουλιά και οι τουρίστες ξεκουμπίζονται, να μας αφήσουν να ξεχειμωνιμονιάσουμε στην ησυχία μας. Τα καιρικά φαινόμενα το χεινώπωρο μοιάζουν με χειμώνα στην Αθήνα. Κρύο και βροχή και σπάνια καμιά ηλιόλουστη μέρα. Με τη διαφορά ότι στην Ψαρού, η βροχή δεν πέφτει από πάνω προς τα κάτω αλλά υπό γωνία και ακόμη πιο συχνά ταξιδεύει παράλληλα με το έδαφος. Βρέχει δηλαδή από δεξία προς τ’αριστερά ή το αντίσροφο ή, σε μεγάλα κέφια, εναλλάξ. Οι ομπρέλες στην Ψαρού είναι τόσο άχρηστες όσο οι προσευχές για τους πεθαμένους.

Έφυγα λοιπόν το 2007, νεαρούλης ακόμα, καλοκαίρι από την Ελλάδα κι έφτασα στην Ψαρού κωλοκαίρι. Τόσο πολύ κίνησε την φαντασία μου εκείνο το πρώτο ταξίδι που το έβαλα πείσμα να επιστρέψω. Μετά από τρία χρόνια, πήρα πτυχίο κι απολυτήριο, πήρα το σάκο μου και ζεστά ρούχα, καινούρια παπούτσια και παλιά κρίματα να θάψω στο χιόνι και ξεκίνησα ξανά για την Ψαρού, να δω αν θα μπορούσα να επιβιώσω το χειμώνιμο. Ένας βράδυ, λίγο καιρό πριν ή μετά απ’ εκείνο το δεύτερο ταξίδι, καθόμουν σε ένα βρωμερό σουβλατζίδικο, στη συμβολή των οδών Δεριγνύ και Φυλής κι έπινα ρετσίνα με τον κολλητό μου, για να σβήσουμε τη δίψα μας να γνωρίσουμε τη μαύρη φλέβα της Αθήνας. Δυο καλόπαιδα που περιφέρονται εκεί που δεν τα σπέρνουν, δεν περνάνε απαρατήρητα και δεν άργησε να μας πιάσει κουβέντα ο μπεκρούλιακας, πλην εκλεπτυσμένος και κατά πάσα πιθανότητα όψιμος πορνοπελάτης, γέρος που καταλάμβανε με την παρέα του το διπλανό τραπέζι. Μας ανέκρινε για το ποιόν μας και κατόπιν για τα ταξίδια μου. Θέλοντας να επιδείξει την ευρυμάθεια του, με ρώτησε αν έχω επισκεφθεί την πρωτεύουσα της Ψαρούς, το φημισμένο Ρεβικιάβικ, ξαναβαφτίζοντας τη λιλιπούτεια πόλη στην ξινή ανάσα του.

Τις τελευταίες μέρες του Νοέμβρη του 2010, προσγειώθηκα στην πόλη που σύμφωνα με το σοφό και ολίγον τι μαλάκα, γέροντα, λέγεται Ρεβικιάβικ. Στην αρχή απογοητεύτηκα από την χειμωνιμονιάτικη μουντάδα και το σκοτάδι αλλά δεν άργησα να αναθαρρήσω και αφού εξερεύνησα, όσο το επέτρεπε ο καιρός, την πόλη, ξεκίνησα για τον τελικό προορισμό μου, στη βόρεια ακτή της Ψαρούς, για Το Χωριό. Εδώ είχα κανονίσει να περάσω όλο το Δεκέμβρη κι αν έβγαινα ζωντανός, ίσως μια μέρα κατάφερνα να πιάσω εδώ ένα σπιτάκι και μια δουλειά, προδίδοντας την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια μου. Αυτή την ελπίδα εξέφρασα στον Χάλτοουρ, που ήταν από τους πρώτους Ψαρειανούς φίλους που έκανα εκείνο το Δεκέμβρη. Του φάνηκε καλή ιδέα, πράγμα που με εξέπληξε αλλά τότε δεν ήξερα ότι, όπως λέει η κόρη του, η Κρίστιν, ο Χάλτοουρ έχει το χούι να μαζεύει ξενομπάτες στο σπίτι του και να τους κρατάει κοντά του για πάντα. «Μπορείς να πιάσεις δουλειά στα παραγάδια, όλοι αυτό κάνουν στην αρχή». Τόσο απλά ήταν τα πράγματα στο μυαλό του κι ας είχα τόση σχέση με το ψάρεμα όση και με την αεροναυπηγική. Τίποτα παραπάνω από εγκυκλοπαιδικό ενδιαφέρον και μάλιστα μειωμένο.

Πέρασα την πρώτη βδομάδα ζωγραφίζοντας, ορειβατώντας και κάνοντας φίλους ανάλογα με τις διαθέσεις του καιρού και των ανθρώπων. Μέχρι που μπούκαρε πανευτυχής ο Χάλτοουρ στο σπίτι που με φιλοξενούσε και μου ανακοίνωσε, απολογούμενος για το κακό μνημονικό του, πως Στο Χωριό έμενε ένας Έλληνας και μάλιστα ψαράς. Ήταν ευκαιρία, μου είπε, να μου εξηγήσει κάποιος στη γλώσσα μου πως δουλεύει το σύστημα εδώ και τι έπρεπε να κάνω για μπορέσω να μείνω στην Ψαρού. Όπως φαντάζεστε καταβαραθρώθηκα. Δεν έφτανε που αυτοστιγμεί, έχασα τον τίτλο του πρώτου Έλληνα Στο Χωριό, έπρεπε να φάω στη μάπα ένα συμπατριώτη μου. Έλληνες είχε και στην Ελλάδα, αν μου άρεσαν τόσο πολύ θα καθόμουν εκεί. Τον ευχαρίστησα κι από ευγένεια είπα πως θα χαιρόμουν να τον γνωρίσω και πριν το καταλάβω ο Χάλτοουρ με είχε βάλει στο αμάξι του και πηγαίναμε να χτυπήσουμε την πόρτα του Έλληνα, στην άλλη πλευρά Του Χωριού. Ρε γαμώ το Χριστό σου, ήρθα εδώ να ησυχάσω! Αλλά ο ξερόλας ο Χάλτοουρ ξέρει πάντα καλύτερα από σένα τι πρέπει να κάνεις. Το μόνο που δεν ήξερε ήταν πως ο Έλληνας έλειπε. Επισκεπτόταν το μικρό του γιο στο Ρεβικιάβικ. Νενικήκαμεν!

Κοντεύαμε τα μισά του Δεκέμβρη όταν ένα βράδυ χτύπησε η πόρτα μου. Έξω χιόνιζε αθόρυβα και παρά την ηρεμία το κρύο σε δάγκωνε ως το κόκκαλο. Στο κατώφλι μου στεκόταν ένας χαμογελαστός γκριζαρισμένος κύριος, μετρίου αναστήματος με αξύριστο πρόσωπο, ένα διακριτικό χρυσό κρίκο στο αριστερό αυτί, χοντρό μπουφάν και δερμάτινο καουμπόικο καπέλο. «Καλησπέρα αγόρι μου», ξεστόμισε βραχνιασμένος, «μου είπαν ότι με ψάχνεις.» Από τον τρόπο που συστήθηκε, η φιγούρα στην πόρτα μου θα έπρεπε να ήταν είτε ο Χάρος που ήρθε να με πάρει είτε ο Έλληνας που είχα αναζητήσει παρά τη θέληση μου. Ζύγισα λίγο τις πιθανότητες και σε κάθε περίπτωση, θεώρησα καλή ιδέα να τον προσκαλέσω μέσα. Η δεύτερη κουβέντα που είπε ήταν, «αγόρι μου αυτό το μέρος είναι παράδεισος.» Δεδομένου ότι είπε, «αυτό το μέρος είναι παράδεισος» και όχι «ο παράδεισος», παραλείποντας δηλαδή το οριστικό άρθρο, συμπέρανα με ασφάλεια, αφενός ότι δεν είχα πεθάνει και αφετέρου ότι μπροστά μου είχα έναν άνθρωπο που χαιρόταν που ζει Στο Χωριό και δε θα περνούσαμε το βράδυ μας τραγουδόντας το Τζιβαέρι αναλογιζόμενοι πόσο πικρό είναι το ψωμί της ξενιτιάς. Έτσι γνώρισα το Γιάννη, τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο.

Ο Γιάννης φέτος έκλεισε σαράντα χρόνια στο χωριό. Έχει μια καλή γυναίκα, την Καρολίνα, δύο γιούς και πέντε εγγόνια. Γεννήθηκε σε ένα βάλτο στη βόρεια Ελλάδα, μακριά από τη θάλασσα. Έχασε τη μητέρα του μικρός και μαζί την πίστη του στο θεό. Μπάρκαρε πριν καλά καλά βγάλει μουστάκια και είδε σαράντα επτά χώρες. Το γενικό του συμπέρασμα είναι ότι οι άνθρωποι ως επί το πλείστον είναι καλοί και ο κόσμος είναι όμορφος. Κάποτε στην Κωνσταντινούπολη ένας ναυτεργάτης τον αποκάλεσε καρντάση, κάποτε στην Αμερική τον ερωτεύτηκε μια Κάρμεν και πήγε να τον κλείσει σε χρυσό κλουβί, κάποτε στο Κέιπ Τάουν τον μπουζουριάσανε και τον ξυλοφόρτωσαν γιατί έκανε παρέα με μαύρους και κάποτε στα εικοσιεπτά του, με καμπάνα παντελόνι και χίπικη γενειάδα ο Γιάννης είδα για πρώτη φορά τα βουνά Του Χωριού, καθώς το καράβι του έπιανε λιμάνι εδώ για να φορτώσει ψαράλευρο. Το ίδιο βράδυ γνώρισε την Καρολίνα, μετά πέρασαν σαράντα χρόνια.

«Όπως έβλεπα το βουνά, δεξιά κι αριστερά στο φιορδ, χιονισμένα… ηρεμία Λευτέρη, το καταλαβαίνεις; Δεν είχα δει πιο ωραίο μέρος. Είπα εδώ θέλω να ζήσω!» Το ‘πε και το ‘κανε. Κι ακόμα και σήμερα έχει ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του τον ενθουσιασμό εκείνης της πρώτης φοράς που είδε Το Χωριό από το καράβι του. Με άλλα λόγια μου έχει ζαλίσει τ’ αρχίδια δέκα χρόνια τώρα. Κι εμείς ερωτευτήκαμε, δεν κάναμε έτσι. Κάθε φορά που τυχαίνει να φύγουμε παρέα με το αμάξι του από Το Χωριό, έστω και για λίγες ώρες, στο έμπα του γυρισμού, θα μου πει, «Λευτέρη αυτό μέρος έχει μαγνήτη!». «Έχει μαγνήτη», του λέω κι εγώ γιατί τον αγαπάω. Εκείνο τον πρώτο χειμώνιμο με πήγε βόλτα με το καΐκι του, μου αγόρασε ένα σκούφο για την κεφάλα μου, με παρατηρούσε με τα κιάλια από το σπίτι του να ανεβαίνω μόνος το βουνό, με ξέχεσε που δεν είχα ειδοποιήσει κανέναν ότι θα πάω τόσο ψηλά και αν χανόμουν ποιος θα το καταλάβαινε πως δε γύρισα, με κάλεσε στο σπίτι του μεγάλου γιου του για Χριστούγεννα και όταν ήρθε η μέρα να φύγω και ξεφυσούσα σαν σκασμένο λάστιχο μου είπε, «Τι ξεφυσάς ρε; Η Ψαρού εδώ θα είναι, δεν πάει πουθενά.» Είχε δίκιο. Πήρε μερικά χρόνια αλλά τελικά δούλεψε ο μαγνήτης. Για την ακρίβεια τρία ακόμα.

Ήταν το τέλος του καλοκαιριού του 2013 στην Ελλάδα. Συνέπιπτε με το τέλος του κωλοκαιριού στην Ψαρού και μ’ ένα τέλος εποχής για μένα. Είχα σχεδόν εξαντλήσει τα λεφτά μου, τις πιθανότητες να βρω δουλειά και την υπομονή μου. Είχα κάνει βραχύβιες καριέρες σαν ταμίας σε πιτσαρία, ξενοδοχοϋπάλληλος, χαμάλης, κηπουρός και δάσκαλος και ήμουν σίγουρα, όπως και σήμερα, ένας άσιμος ζωγράφος. Ένα πράγμα δεν ήμουν μόνο, κορόιδο. Μάζεψα ό,τι είχα και δεν είχα, μαζί και όλο μου το θάρρος και ήρθα Στο Χωριό. Η μάνα μου τότε μου είχε πει, «Καλή τύχη και γύρνα στην Ελλάδα μόνο αν χρειαστεί να μας θάψεις.» Έθαψα τη συγκίνηση μου και της θύμισα ότι ζούμε στον εικοστό πρώτο αιώνα και τα αεροπλάνα σε πάνε από τη μια άκρη της γης στην άλλη σε λίγες ώρες, το πολύ μια μέρα. Το ταξίδι από την Αθήνα Στο Χωριό βέβαια διαρκεί τουλάχιστον δυο. Γιατί αλλάζεις δυο με τρία αεροπλάνα και ένα με δυο λεωφορεία κι αν είναι χειμώνιμος και κλείσουν οι δρόμοι, τότε κλάφ’τα! Μπορεί να κάτσεις και μια βδομάδα στον κώλο σου χωρίς να το κουνήσεις ρούπι. Αλλά ας πεθάνει όποιος είναι να πεθάνει με το καλό και θα δω εγώ τι θα κάνω. Το βασικό είναι να ζήσω. Τα υπόλοιπα θα τα λέμε μέσω τηλεδιάσκεψης. Όπως είπα, ζούμε στον εικοστό πρώτο αιώνα.

Έξι μέρες μετά την άφιξη μου τότε, ξεκίνησα δουλειά στα παραγάδια όπως είχε προοικονομήσει ο Χάλτοουρ. Μην μπερδεύεστε, δεν έγινα θαλασσόλυκος. Μια φορά αξιώθηκα να πάω στη θάλασσα με το Γιάννη να τον βοηθήσω στο ψάρεμα και είπα, Παναγιά μου βόηθα! Έμαθα όμως την τέχνη του παραγαδιού, που μαζί με τις τέχνες του πολέμου και της ζωγραφικής με κάνουν σίγουρα ένα σύγχρονο homo universalis. Θυμάμαι κάπου ανάμεσα στα χρόνια, είχα δώσει μια συνέντευξη για την εμπειρία μου στην Ψαρού, σε μια μεγάλη ελληνική εφημερίδα. Ο τίτλος ήταν, «Ο ζωγράφος που έριχνε παραγάδια.» Εγώ θα έλεγα, «Ο τεχνίτης αλιείας που ζωγράφιζε.» Είμαι περήφανος για όλες μου τις τέχνες κι είμαι περήφανος που τη μισή ζωή μου φοράω μπλε κολάρο. Ένας φίλος αγαπημένος, εργάτης κι αυτός, μου είχε πει, «Λευτέρη ο καθένας μπορεί να γίνει εργάτης, εσύ είσαι καλλιτέχνης. Κοίτα να ξεβαλτώσεις.» Διαφωνώ, δεν μπορεί να γίνει ο καθένας εργάτης. Πόσο μάλλον στα ψάρια. Έκαστος στο είδος του. Δεν κάνω τον παλικαρά, ούτε είμαι κανένα γομάρι. Ξέρω όμως, ότι δεν περιμένει κόσμος στην ουρά να σπάσει τη μέση και τα χέρια του για να πιάσει τα ψάρια που τρώτε, να χτίσει τα σπίτια που μένετε, να αδειάσει τα σκατά που χέζετε.

Γιαυτό και βδελύττομαι με ορισμένους πάνκιδες, καλλιτέχνες και συντρόφους εκεί στην Αθήνα. Τρεις ταυτότητες που θα μπορούσατε να μου φορέσετε αλλά με στενεύουν κομματάκι. Δεν ξέρετε πως βγαίνει το ψωμί κι από που κλάνει το μπαρμπούνι. Παρά μου περιφέρεστε από τα βόρεια προάστια στα Εξάρχεια κι από κει στου Ψυρρή να μαζέψετε ψηφαλάκια και να ανταλλάξετε ευλογίες για τη μόστρα σας. Εγώ ξέρω πως για κάθε σιχτίρι που ρίχνω στο σύστημα κοιτάω να είμαι δέκα φορές καλύτερος άνθρωπος στους κοντινούς μου, ξέρω πως την Τέχνη ή την κάνεις ή πεθαίνεις αλλά καλό είναι να μην παίρνεις και πολύ ψηλά τον αμανέ γιατί καταντάς γελοίος, ξέρω πως και στην αταξική κοινωνία που ευαγγελίζεστε, κάποιες και κάποιοι θα πρέπει να ψαρεύουν, να χτίζουν και να ξεσκατίζουν και λέω, όσοι πιο πολλοί μπορούμε! Και για όποιον δεν τον βαστάνε το πόδια του, θα κάνω με χαρά διπλή, τετράδιπλη δουλειά. Εσείς ξέρετε τις ίδιες και τις ίδιες λέξεις και τακτικές, τα ίδια και τα ίδια στέκια και ποτά, τα ίδια και τα ίδια ρούχα και μούτρα. Και στο σταυρό που δεν κάνω θα ήθελα, αλήθεια, πολύ να τα βρούμε, αλλά βρήκα πιο πολλή αλληλεγγύη στην εργατιά παρά στις σκηνές και στις συνελεύσεις. Τόση που θέλω να κλαίω. Ίσως γιατί όλες οι μέσες και τα χέρια πονάνε το ίδιο. Όχι ότι δεν έχω φάει στη μάπα και λουμπεναριά, αλλά τουλάχιστον αυτοί δεν καμώνονται την Ιωάννα της Λορένης.



Κι αφού έβγαλα τη χολή μου, βολευτείτε να σας εξηγήσω πως κάνω την τέχνη μου. Τα παραγάδια που δουλεύουμε εδώ στην Ψαρού, αποτελούνται κατά βάση από χοντρά σκοινιά, πάνω κάτω μισό χιλιόμετρο στο μήκος. Το σκοινί αυτό λέγεται μάνα και στις δυο άκρες του έχει από ένα μεγάλο κρίκο. Στη μάνα, σε απόσταση τριών πήχεων το ένα με τ’ άλλο, είναι περασμένα μεταλλικά δαχτυλίδια, αρκετά χαλαρά για να μπορούν να περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους. Αυτά λέγονται παράμαλλα. Δεξιά κι αριστερά από κάθε παράμαλλο, έχει δυο πιο σφιχτά πλαστικά δακτυλίδια που φρακάρουν τα παράμαλλα στη θέση τους πάνω στη μάνα. Από κάθε παράμαλλο προεξέχει ένας ημικυκλικός κρίκος κι από κει είναι δεμένο ένα σκοινάκι, ένα πήχη μακρύ, που θα το λέμε πετονιά για να συνεννοηθούμε. Κάθε πετονιά καταλήγει σε ένα αγκίστρι. Το κάθε παραγάδι έχει πάνω από εκατό αγκίστρια. Σε κάθε αγκίστρι δολώνουμε ένα κομμάτι δόλωμα, ρέγκα ή καλαμάρι. Αν το τεντώναμε απ’ άκρη σ’ άκρη σε δυό πασσάλους, το παραγάδι θα έμοιαζε με μια τεράστια και αραιή χτένα. Η μάνα θα ήταν η ράχη της χτένας και οι πετονιές με τ’ αγκίστρια, θα ήταν τα δόντια της. Δεν μπορώ να το κάνω πιο λιανά, βάλτε τη φαντασία σας να δουλέψει.

Το παραγάδι μπαίνει σε ένα μεγάλο πλαστικό κουβά, ψηλό ίσα με το γόνατο και φαρδύ γύρω στο ένα μέτρο και κάτι, που θα τον λέμε πανέρι. Ο ψαράς πάει στη θάλασσα με δεκάξι έως και τριάντα δύο πανέρια. Αμολάει τα παραγάδια, το ένα δεμένο με το άλλο από τους μεγάλους κρίκους που λέγαμε. Στην αρχή και στο τέλος της γραμμής των παραγαδιών δένει από μια σημαδούρα, για να ξέρει που ξεκινά και που τελειώνει η γραμμή του κι ένα βαρίδι, για να πάνε τα παραγάδια του βαθιά, εκεί που βόσκουν οι μπακαλιάροι. Ύστερα τα μαζεύει και βλέπει τι ψάρια έπιασε, ο μάγκας. Το άπλωμα και το μάζεμα παίρνει ώρες καθώς η γραμμή εκτίνεται για μερικά χιλιόμετρα. Όταν γυρνάει στη στεριά ο ψαράς, τα παραγάδια είναι μαζεμένα πίσω στα πανέρια. Εκεί ξεκινά η δική μου δουλειά.

Τη δουλειά την κάνεις όρθιος. Φοράς πλαστική ποδιά και γαλότσες γιατί τα παραγάδια είναι νωπά από τη θάλασσα και επιπλέον καθαρίζεις το χώρο σου με τη μάνικα, κάθε τρεις και λίγο. Φοράς μαύρα πλαστικά γάντια μιας χρήσης, για βαριές εργασίες κι από πάνω γάντια κηπουρικής. Τα δάκτυλα πρέπει να είναι αρκετά ευκίνητα αλλά προστατευμένα από το κρύο και την υγρασία όσο είναι δυνατόν. Μάταια βέβαια γιατί μέσα στα πρώτα λεπτά, η υγρασία τα διαπερνά. Συχνά τρυπάς τα δάκτυλα σου και είναι καλό να έχεις τα νύχια σου κομμένα για να μη μαζεύουν μούργα. Ό,τι και να κάνεις όμως, στο τέλος της μέρας, τα χέρια σου θα μυρίζουν ρέγκα, καλαμάρι και σαπίλα. Το δόλωμα είναι πάντα παγωμένο για να στέκεται στ’ αγκίστρια, γι’ αυτό και τα χέρια ξυλιάζουν στη δουλειά. Στο μπάνιο της δουλειάς να φανταστείτε, η βρύση του νιπτήρα βγάζει, επί τούτου, μόνο καυτό νερό. Στα διαλείμματα πλένεσαι για να ξεβρομίσεις αλλά και για να γυρίσει το αίμα στα μουδιασμένα δάκτυλα. Στους πήχες, από τον καρπό και πάνω φοράς πλαστικά μισομάνικα, σαν αυτά που φορούσαν παλιά οι γραφιάδες για να μη λερώνονται με το μελάνι. Αλλιώς τα μανίκια σου από κάτω κιτρινίζουν από τα λύπη και τα εντόσθια των ψαριών που έχουν κολλήσει πάνω στη μάνα. Πρέπει να φοράς ζεστά ρούχα γιατί η θερμοκρασία στο εργαστήρι δεν ξεπερνά ποτέ τους δέκα βαθμούς, αλλιώς το δόλωμα λιώνει γρήγορα και δεν μπορείς να το δουλέψεις. Τα ρούχα που φοράς στη δουλειά, τα φοράς μόνο εκεί και μετά δεν ξαναφοριούνται. Σε μια βδομάδα έχουν ποτίσει ψαρίλα. Όταν γυρνάς σπίτι τα αφήνεις δίπλα στην πόρτα. Όταν τα πλένεις στα ρεπό σου, τα πλένεις μόνα τους, στους εξήντα βαθμούς.

Όταν δουλεύεις στο εργαστήρι έχεις τον πάγκο δεξιά σου. Σε μια τρύπα στον πάγκο, λίγο πιο στενή από το ευρύ χείλος του πανεριού, σφηνώνεις το πανέρι με το παραγάδι που γύρισε από τη θάλασσα, να σε κοιτάει. Σε γωνία τριάντα μοιρών σε σχέση με το έδαφος. Δίπλα του βάζεις το κομμένο δόλωμα, σε ένα αυτοσχέδιο πιάτο από φελιζόλ, για να μη λιώνει γρήγορα. Αριστερά σου, πάνω σε ένα περιστρεφόμενο σκαμνί έχεις ένα άδειο πανέρι. Δουλειά του τεχνίτη ή της τεχνίτριας είναι να ξεδολώσει το παλιό δόλωμα που έχει μείνει στ’ αγκίστρια και να βάλει φρέσκο, κουλουριάζοντας το παραγάδι από το παλιό πανέρι στα δεξιά, στο καινούριο στα αριστερά. Ακούγεται απλό, αλλά θέλει να ακολουθείς τη χωρογραφία. Είδε μη, θα κάνεις δέκα ώρες να τελειώσεις ένα παραγάδι και πιθανότατα θα το μπουρδουκλώσεις κι από πάνω.

Αφού δέσεις την άκρη της μάνας στο χερούλι του άδειου πανεριού, την τραβάς μέχρι τον πάτο και ξεκινάς να στρώνεις το παραγάδι ως εξής. Με το αριστερό χέρι τραβάς τη μάνα να τεντώσει, ενώ με το δεξί ψάχνεις το παράμαλλο που θα σε οδηγήσει στο αγκίστρι. Μόλις πιάσεις το αγκίστρι με το δεξί, τσακώνεις με το αριστερό ένα κομμάτι δόλωμα ανάμεσα στον δείκτη και τον μέσο, όπως πιάνεις το τσιγάρο, βοηθώντας με τον αντίχειρα. Καρφώνεις το αγκίστρι στο δόλωμα με το δεξί, κρατώντας κόντρα με το αριστερό και με μια κίνηση και των δύο χεριών, σα να σπας κλαδί, «κλειδώνεις» το δόλωμα στο αγκίστρι.

Τώρα το αριστερό χέρι θα πάει στο παράμαλλο και το δεξί συνεχίζει να κρατά το αγκίστρι. Κρατώντας το παραγάδι από αυτά τα δύο σημεία, σα να απλώνεις ρούχο, με μια σβέλτα κίνηση το αραδιάζεις μέσα στο πανέρι. Το παράμαλλο από τη μια και το δολωμένο αγκίστρι από την άλλη, να ακουμπά στο τοίχωμα του πανεριού. Μία που τα αφήνεις και μία που το αριστερό χέρι ξανατραβά τη μάνα, να βρει το επόμενο παράμαλλο και φτου κι απ’ την αρχή. Τσακώνεις το αγκίστρι, τσακώνεις το δόλωμα, δολώνεις, κλειδώνεις, αραδιάζεις, πας για το επόμενο κομμάτι σκοινιού. Έτσι σιγά σιγά χτίζεις ένα στεφάνι από δολωμένα αγκίστρια μέσα στο πανέρι που θα καλυφθεί από τη μάνα των επόμενων. Όταν γεμίσεις ένα τεταρτημόριο του στεφανιού, από «και δέκα» μέχρι «και εικοσιπέντε» αν ήταν ρολόι, τότε στρίβεις το πανέρι πάνω στο σκαμνί για να ξαναέρθει η αρχή του στεφανιού στο «και δέκα», και συνεχίζεις να το συμπληρώνεις όπως είπαμε.

Αδειάζοντας το ένα πανέρι, γεμίζεις το άλλο, μεταφέροντας το παραγάδι, ενώ παράλληλα δολώνεις τα αγκίστρια. Αυτό είναι όλο. Στο τέλος το παραγάδι θα έχει κουλουριαστεί στο πανέρι, σε ένα ελικοειδές σχήμα που κεντρικός του άξονας δεν είναι ευθύς, αλλά κυματοειδής. Αν το πανέρι ήταν διάφανο, θα βλέπαμε δύο «ελατήρια» βιδωμένα το ένα μέσα στο άλλο. Το ένα θα ήταν η μάνα και το άλλο θα το σχημάτιζαν το δολωμένα αγκίστρια. Όταν κοιτάς το τελειωμένο παραγάδι από πάνω, στη μέση της σπείρας φαίνονται οι πετονιές που ενώνουν τα αγκίστρια με τα παράμαλλα τους απέναντι, σχηματίζοντας ένα πυκνό πλέγμα. Κι αν μπερδευτήκατε ως εδώ λυπάμαι αλλά αν ήταν τόσο απλό, θα έλεγα ψέματα πως θέλει τέχνη.

Συχνά τα πράγματα, αν όχι τα παραγάδια, περιπλέκονται χειρότερα. Τη μάνα μπορεί να την έχουν στρίψει τα υδάτινα ρεύματα και πρέπει να τη στρίψεις ανάποδα για να τη φέρεις στη σωστή φορά. Τα αγκίστρια σπάνε, ή κόβονται και πρέπει να ράψεις καινούρια στα παράμαλλα. Το χειρότερο είναι όταν κάποιο παραγάδι γυρίζει μπλεγμένο. Εδώ να σε δω μάστορα! Αν έχετε ξεμπλέξει ποτέ χριστουγεννιάτικα φωτάκια, ίσως με καταλάβετε. Μόνο που αντί για καλώδια και λαμπάκια, έχω να κάνω με αρκετά μέτρα σκοινί και δεκάδες αγκίστρια και πετονιές. Εκ πρώτης όψης οι κόμποι φαίνονται τεράστιοι, κουβάρια στο μέγεθος μπάλας ποδοσφαίρου. Κι αναρωτιέσαι ποια μαύρη μοίρα σε καταδίκασε να λύνεις σπαζοκεφαλιές μέσα στο κρύο και τη βρωμιά. Με υπομονή και τέχνη όμως όλα λύνονται. Θα μπορούσα πλέον, να γράψω ολόκληρο εγχειρίδιο για το πως ξεμπλέκονται οι δαιδαλώδεις κόμποι, από που ξεκινάς, πως εξουδετερώνεις τα αγκίστρια για να μπορείς να ξεμπλέξεις τη μάνα και πότε πρέπει να τα κόβεις. Πως να σκέφτεσαι όταν κοιτάς το χάος και πως να το βάζεις σε τάξη. Έχοντας λύσει τόσους κόμπους κατέληξα πως πρέπει να είναι κανείς ανόητος για να θαυμάζει το Μεγαλέξανδρο που έκοψε το Γόρδιο Δεσμό, γιατί σε αυτή τη γενναία πράξη αναγνωρίζουν οι ανόητοι τη γενναία ανοησία τους. Εκτός κι αν δεν τον πλήρωναν αρκετά το Μέγα και έκοψε το σκοινί γιατί είχε τα νεύρα του. Εγώ πάντως είμαι εντάξει με τα φράγκα που παίρνω.

Η τέχνη δεν τελειώνει εκεί, ούτε κι ο κάματος. Πρέπει να ξέρεις πως να κρατάς το δόλωμα στην σωστή θερμοκρασία. Πότε και πόσο να βγάλεις από την κατάψυξη για να μην λιώσει όλο μαζί και τότε, όπως λέει ο Γιάννης, θα γίνουν όλα σκατά. Κι όταν λέω κατάψυξη, μη φαντάζεστε τον καταψύκτη που έχει ο παππούς στο χωριό για να βάζει τα κρέατα. Μιλάμε για δωμάτιο ολόκληρο, εβδομήντα τετραγωνικά το λιγότερο. Είναι στην άλλη άκρη του εργαστηρίου και το κουβάλημα κι η ξαφνική παγωνιά, κάθε που ανοίγεις την τεράστια πόρτα του, σου τσακίζουν το ηθικό. Εκεί μπαινοβγαίνεις και για να αποθηκεύσεις τα παραγάδια που τελείωσες πάνω σε παλέτες, χτίζοντας πύργους των οκτώ πανεριών. Τέσσερα πάνω, τέσσερα κάτω. Κι είναι βαριά τα ρημάδια, τριάντα κιλά το καθένα. Τα βράδια που γυρνάω σπίτι, συχνά ξαπλώνω κανένα δεκάλεπτο στο πάτωμα, να έρθουν οι σπόνδυλοι στη θέση τους πριν πάω να πλυθώ.

Το κερασάκι στην τούρτα είναι τα δώρα της θάλασσας μέσα στα πανέρια. Γιατί μαζί με τα ψάρια το παραγάδι πιάνει και παράπλευρα αλιεύματα. Κάποια χαριτωμένα κι αξιοθαύμαστα, κάποια βγαλμένα από εφιάλτη. Όλα νεκρά, όταν φτάνει το παραγάδι στα χέρια μου. Μιλάω για θαλάσσια σαλιγκάρια, αστερίες, αχινούς και ολοθούρια. Κάποτε ολόκληρα, πολλές φορές ακρωτηριασμένα, να αναβλύζουν καφετιά και ροζ πυώδη υγρά. Μιλάω για φύκια, μικροσκοπικές γαρίδες, που και που το ράμφος ή το φτερό κάποιου γλάρου και μικρά αγκαθωτά σαλάχια που τσιμπιέσαι απ’ τις αγκίθες τους για να τα απαγκιστρώσεις. Μιλάω για γόνους, ολόκληρα σαγόνια ψαριών, στομάχια και εντόσθια που ξηλώθηκαν καθώς το μοτέρ μάζευε το παραγάδι και απαγκίστρωνε την ψαριά.

Με λίγα λόγια αυτή είναι μια από τις καλύτερες δουλειές που έχω κάνει στη ζωή μου. Το εννοώ! Κι ας μην μου αρέσει να κουράζομαι. Κι ας μην υπήρξα ποτέ εργατιστής, λουδίτης ή προτεστάντης. Ούτε αναίσθητος είμαι μπροστά στον πόνο του αστερία. Όμως το προτιμώ χίλιες φορές από το να συναναστρέφομαι με ανθρώπους με το στανιό, να προσφέρω υπηρεσίες.

Την έμαθα πριν εφτά χρόνια αυτή την τέχνη. Έκατσα για ένα χρόνο και μετά πήγα σε ένα εργοστάσιο με γαρίδες για άλλα δύο. Μετά γύρισα στην Ελλάδα, εκεί που γνωριστήκαμε αγαπημένα φιλαράκια. Που να φανταζόσασταν όταν με βλέπατε να πίνω τις μπύρες σαν πορτοκαλάδες, πως αυτό το ανθρώπινο σκιάχτρο με τα χρυσά σκουλαρίκια ήξερε να δολώνει παραγάδια. Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις, σαν τα κωλοκαίρια μας. Έτσι τώρα που με το καλό επέστρεψα Στο Χωριό, ύστερα από τέσσερα χρόνια απουσίας, βρήκα τον παλιό μου εργοδότη, τον Σίγκυ και του γύρεψα να με ξαναπροσλάβει.

Ο Σίγκυ είναι ο πιο χαλαρός άνθρωπος στον κόσμο. Δεν σκοτίζεται για τίποτα. Δεν σκοτίζεται να χτενιστεί, να καθαρίσει το αμάξι του ή να είναι στην ώρα του στη δουλειά. Είναι τυπικός μόνο στις πληρωμές. Κατά τ’ άλλα αφήνει τον καιρό να μας βγάλει πρόγραμμα. Αν ο καιρός ενδείκνυται και η τιμή του μπακαλιάρου στην αγορά είναι καλή, θα πάει για ψάρεμα. Αν δεν έχει όρεξη με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει να κάτσω σπίτι να ζωγραφίσω. Από τις τριάντα μέρες του μήνα, δουλεύουμε τις μισές, μοιρασμένες όπως διαλέξει ο καιρός. Για να βγάλω πέντε παραγάδια τη μέρα, θα κάτσω στο εργαστήρι έως και δώδεκα ώρες. Οπότε δεν τα βάφω και μαύρα αν μου έρθουν τρία ή τέσσερα απανωτά ρεπό.

Την πρώτη μέρα με ειδοποίησε να πάω μεσημέρι απ’ το εργαστήρι για να μιλήσουμε. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια βέβαια, οπότε αφού σιγουρεύτηκε πως θυμάμαι την τέχνη, σηκώθηκε κι έφυγε. Δεν είχαμε κάτι άλλο να πούμε. Εδώ είναι τα παραγάδια, εδώ το δόλωμα και το ψυγείο εκεί που το άφησες. Με ρώτησε μόνο τι ώρα θέλω να ξεκινάω, οκτώ ή εννιά. Του είπα οκτώ αλλά δεν του άρεσε και μου είπε, την επομένη, να πάω απλά ό,τι ώρα ξυπνήσω. Δε θα πεθάνουμε κιόλας. Κάποιες μέρες έρχεται κι αυτός, να κόψει δόλωμα και ενίοτε να κάνει κανένα παραγάδι. Μετά πλέκει δίχτυα ή αράζει σπίτι του, πίνει μπύρες και βλέπει μπάλα. Πάντα με την ησυχία του. Κι όταν πάει στη θάλασσα, πάλι με την ησυχία του το κάνει. Τον έχω δει κουρασμένο, αλλά δεν τον έχω δει πότε κατσούφη. Είναι πάντα χαμογελαστός.

Η καλύτερη ώρα της μέρας του, όταν είμαστε μαζί στο εργαστήρι, είναι γύρω στις δέκα και μισή. Τότε παρατάει το παραγάδι του στη μέση και κάθεται να πιει καφεδάκι στην κουζίνα με τον αδελφό του, που πλέκει κι αυτός τα δικά του δίχτυα, στο πατάρι του εργαστηρίου. Μετά καπνίζει ένα τσιγαράκι που τ’ ορέχτηκε και γυρνάει να συνεχίσει να δολώνει. Και είναι πάντα πιο γρήγορος από μένα στο δόλωμα. Είναι μεγάλος τεχνίτης. Στις δώδεκα ξαναφεύγουν όλοι γιατί είναι η ιερή ώρα του φαγητού. Αλλά εγώ δεν ακολουθώ τις τελετές τους. Δεν έχω κι αμάξι για να πάω μέχρι το σπίτι μου και το περπάτημα το χειμώνιμο δεν είναι πάντα ευχάριστο. Μερικές φορές είναι μόλις και μετά βίας εφικτό. Οπότε όταν πεινάσω τρώω όπως όπως στην κουζίνα της δουλειάς το κολατσιό μου, χαζεύοντας τη θεομηνία έξω κι έχω για συντροφιά το βαλσαμωμένο ερωδιό που στέκεται μουγκός πάνω στο ψυγείο. Οι υπόλοιποι επιστρέφουν στη μία, όταν έχουν χωνέψει. Αφού πούμε τα διαδικαστικά, μέχρι τις τέσσερις το πολύ έχουν εξαφανιστεί όλοι. Τότε βάζω τη μουσικούλα μου και συνεχίζω να κάνω παραγάδια σα βασιλιάς μέχρι τις οκτώ ή εννιά το βράδυ. Τουλάχιστον αυτό ήταν το πλάνο.



Όταν ανακοίνωσα στην αγαπούλα μου ότι θα επιστρέψω στα παραγάδια χάρηκε γιατί της είχα πει πόσο ξέγνοιαστη είναι αυτή η δουλειά κι ας είναι βαριά. Θυμόταν και τα μούτρα μου, τότε που δούλευα στο σουβλατζίδικο στα Εξάρχεια κι άκουγα το μακρύ και το κοντό του κάθε μαλάκα όλη μέρα. «Τι ωραία! Τουλάχιστον θα έχεις και όλο το χρόνο δικό σου να σκέφτεσαι, τα απογεύματα!», μου είπε. Αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Άρχισα να σκέφτομαι. Να τα σκέφτομαι πολύ και όλα. Για κακή μου τύχη ο τρελογιατρός μου, ο κύριος Λεωνίδας είναι πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά κι η αλήθεια είναι ότι έχω να τον δω κανένα χρόνο. Μου αρέσει πολύ η μοναξιά αλλά που και που έχω την τάση να πέφτω σε μια μαύρη τρύπα όταν με αφήνεις μόνο μου. Κι άπαξ και πέσω μέσα στην τρύπα είναι δύσκολο να ξαναβγώ. Δεν προλάβαμε να την κλείσουμε με το γιατρό απ’ ότι φαίνεται. Την πρώτη φορά ήμουν μέσα για χρόνια και όταν τελικά βγήκα να πάρω ανάσα, είχα την ψευδαίσθηση πως είχε περάσει ο κίνδυνος. Αμ δε! Στον πάτο της τρύπας γυρνά ένα καρουζέλ που πασχίζω να μην του δώσω σημασία αλλά η μουσική του είναι εκκωφαντική και πρέπει να βάλω τα δυνατά μου να μην κοιτάξω προς την μεριά του. Δεν τα καταφέρνω πάντα. Πάω κοντά, σαν πεταλούδα που πέφτει στη φωτιά.

Στον κεντρικό άξονα του καρουζέλ είναι το παγωτό που μου έπεσε στη γωνία της Πατησίων και Αγίου Μελετίου το 1987. Λιώνει ακόμα κάτω από καυτά δάκρυα. Την πατάω κάθε που πάω να το σηκώσω και βρίσκομαι να έχω ανέβει ήδη στο καρουζέλ. Καβαλάω το ασπρόμαυρο μηχανικό αλογάκι, αυτό που είχε στο περίπτερο στο Γαλάτσι, κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου και ξεκινά η περιδίνηση με τη μουσική να μου τεντώνει νεύρα. Περνάνε από μπροστά μου λευκά ψέματα και γκρίζα παιδικά δωμάτια. Παντελόνια που δεν κουμπώνουν, ανάσες που δεν αρκούν, η αμηχανία την πρώτη φορά στο κολυμβητήριο και η αηδιαστική μυρωδιά της χλωρίνης. Αργούνε να έρθουν να με πάρουν και είμαι πεπεισμένος πως θα μείνω εκεί στο πλατύσκαλο, στη Μαυροματέων, για πάντα μόνος. Είμαι πεπεισμένος πως όλοι γύρω μου είναι τέρατα που φοράνε τα πρόσωπα των οικείων μου σα μάσκα. Είμαι πεπεισμένος πως η φωνή που ακούω δυνατά και καθαρά μέσα στο κεφάλι μου να βρίζει χυδαία φέρνοντας με σε αμηχανία, δεν είναι η δική μου αλλά κάποιου άλλου. Έχω το διάολο μέσα μου! Κι είμαι ακόμα παιδί. Προσπαθώ να είμαι. Αλλά συνέβησαν όλα αυτά που συνέβησαν. Όχι αυτά ντε! Τα άλλα που δε λέγονται και δεν μπορώ παρά φορτωθώ το βάρος όλου του κόσμου. Κι έβαλα πολύ βάρος.

Σε κάθε στροφή το καρουζέλ ανεβάζει ταχύτητα και ζαλίζομαι. Τώρα είναι αδύνατον να κατέβω. Βλέπω την πόρτα του λεωφορείου να κλείνει πίσω μου. Την πόρτα του δωματίου μου. Την πόρτα του μετρό, του σχολείου, του κέντρου εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων 2/39 στο Μεσολόγγι. Κλείνει η πόρτα και παύουμε να είμαστε άνθρωποι. Είμαστε απλά μόνοι με τα τέρατα. Στο στρατόπεδο και στο παιδικό μου δωμάτιο. Μόνος με τα τέρατα. Με τον επιλοχία Λιακατά που με ειρωνεύτηκε επειδή να τυγχάνει να είμαι απόφοιτος Καλών Τεχνών όπως κι ο πατέρας μου. «Η μάνα σου, ζωγράφος κι αυτή;» Σάλτα γαμήσου ρε καραβανά! Σε ψάχνω τόσα χρόνια να σου μετρήσω τα δόντια αλλά είσαι τυχερός.

Πίσω από την πόρτα έχω πέσει στα σκαλιά εκείνου του κλαμπ που πηγαίναμε πιτσιρικάδες, σε εκείνο το κωλόστενο που τώρα τρώνε το ψαράκι τους οι καλλιτέχνες κι οι τουρίστες ανάμεσα στα τσιμέντα. Για ακόμη μια φορά έχω πιει πολύ και τα έχω λίγο χαμένα. Ένα κορίτσι, ένα ωραίο κορίτσι, έρχεται και μου βρέχει το πρόσωπο. Συνέρχομαι. Σηκώνομαι και φεύγω. Πολύ θα μου άρεσε να ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Αλλά δεν είναι. Είχα βάλει πολύ βάρος. Το βάρος όλου του κόσμου. Οι ωραίες ερωτεύονται ωραίους. Στην επόμενη στροφή είμαι στο νησί, το ίδιο κορίτσι, πολλά χρόνια μετά. Τυχαία. Επιμένει να πάμε σπίτι της. Έχει πιει πολύ. Τη βάζω απλά για ύπνο και σηκώνομαι και φεύγω πάλι. Δεν αισθάνομαι τίποτα. Περπατάω επί τρεις μέρες από μονοπάτι σε μονοπάτι, πάνω σε βουνά, δίπλα στη θάλασσα. Τα βράδια κάθομαι στην παραλία, πίνω άθλια ρετσίνα από μπουκάλια που κουβαλάω μαζί μου και κοιτάω τ’ αστέρια. Δε με πλησιάζει άνθρωπος και καταφέρνω να πάρω για λίγο ανάσα. Ξεκίνησα για μια μέρα δρόμο και τις έκανα τρεις. Έκανα σαράντα πέντε χιλιόμετρα κι έχασα δύο κιλά από την κούραση.

Σε κάθε στροφή το καρουζέλ βιδώνεται όλο και πιο βαθιά μέσα στην τρύπα. Σκάβει για να χωθεί στη γη σαν αυτοκτονικό τρυπάνι και τα χώματα που πετά έρχονται κάθονται από πάνω του. Πετάω χώματα με τη χούφτα μου σε μια τρύπα που μόλις άνοιξε στου Ζωγράφου. Γύρω μου καμιά εικοσαριά άνθρωποι. Όλοι αμίλητοι. Τους είχα χαιρετίσει πριν δέκα μέρες αλλά δεν πρόλαβα. Ξαναπήρα το αεροπλάνο να γυρίσω. Πάνε σαράντα μέρες από τότε που στεκόμαστε μαζί πάνω από μια λίμνη αίματος και καμιά ώρα που μας ζήτησαν το λόγο. Δεν παρεξηγώ. Κι εγώ το ίδιο θα έκανα. Το ίδιο έκανα όλες τις μέρες που παίρναμε και τα τρία γεύματα της ημέρας μας στην καφετέρια απέναντι από το νοσοκομείο. Τότε που καταλάβαμε τη μαγεία των Χριστουγέννων και γεράσαμε δέκα χρόνια σε λίγες ώρες, όλοι μαζί παρέα. Εκτός από έναν. Αυτός θα είναι πάντα τριάντα χρονών. Μου ζητάω το λόγο κι αν έχει πρόβλημα κανείς ας έρθει να μου τον ζητήσει κι αυτός.

Στην επόμενη στροφή έχω χάσει σχεδόν τις αισθήσεις μου. Έχω χάσει κάθε αίσθηση αξιοπρέπειας, κάθε ένστικτο αυτοσυντήρησης. Μόνο ακούω, πότε πότε κανένα καλό λόγο και πιο συχνά ουρλιαχτά φρικαλέα. Και τιμωρούμαι για κάτι που δεν έκανα. Και κάνω ό,τι μπορώ πεισματικά γιατί θέλω να είμαι καλός. Δεν πειράζει να μην είμαι άνθρωπος πια, αρκεί να είμαι καλός για να μου αξίζει κι εμένα μια αγάπη. Παύω να είμαι καλός κι ο γιατρός εγκρίνει. Τώρα όμως δεν είμαι τίποτα γιατρέ. Δεν αισθάνομαι τίποτα. Περπατάω τρεις μέρες στα βουνά, περπατάω μέχρι την οδό Κακουργοδικείου, περπατάω μέχρι την πλατεία Εξαρχείων, μέχρι τη Δεριγνύ, μέχρι τα Κάτω Πατήσια. Ξυπνάω και ρωτάω σε ποια περιοχή είμαι γιατί σε δυο ώρες δουλεύω πάλι. Αντίο κι ευχαριστώ, πέρασα πολύ ωραία. Ξυπνάω και ρωτάω πως έφτασα ως εδώ. Η σκόνη στο πάτωμα σχηματίζει πλέον κουβάρια, τα πιάτα είναι άπλυτα τόσο καιρό που βγάλανε μούχλα, τις προάλλες πήγα να βάλω φωτιά στο σπίτι μου κι ούτε που με ένοιαξε. Τελευταία στιγμή αποφάσισα να σηκωθώ από το κρεββάτι να σβήσω τις φλόγες στον κάδο των σκουπιδιών. Έγινα χίλια κομμάτια και άντε μετά να τα μαζέψω. Πως το επέτρεψα αυτό; Μου ζητάω πάλι το λόγο. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να τσακώνεσαι με τον εαυτό σου. Γιατί όποιος και να κερδίσει, βγαίνεις πάντα χαμένος.

Άλλη μια στροφή και στον απόηχο της μουσικής του καρουζέλ ακουμπάω το τελευταίο δολωμένο αγκίστρι πάνω στην κουλουριασμένη μάνα. Για δες! Τελείωσα. Τρέχω να βάλω το παραγάδι στην κατάψυξη. Μετά το δόλωμα. Μετά καθαρίζω με τη μάνικα. Αλλάζω παπούτσια, βγάζω τη μπλούζα της δουλειάς και την κρεμάω. Φοράω μπουφάν, κασκόλ, γάντια, σκούφο. Φασκιώνομαι γιατί έξω χιονίζει. Ήρθε η ώρα να πάω σπιτάκι μου, ούτε που το κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Η ψυχούλα μου το ξέρει! Περπατάω στο δρόμο, δίπλα στη θάλασσα μέχρι να πάρω τη στροφή στην κεντρική πλατεία. Άλλα τρία τετράγωνα. Το βλέπω ήδη το σπίτι μας. Βλέπω τα φώτα, βλέπω την αγαπούλα μου στο παράθυρο και πίσω βλέπω τα βουνά σκεπασμένα με χιόνι να αντιφέγγουν το φως των άστρων. Ανοίγω την πόρτα κι αφήνω τα παπούτσια και τα ψαρόρουχα δίπλα στη σκάλα. Ανεβαίνω τη σκάλα μας κατάκοπος και η αγαπούλα με υποδέχεται όλο χαρά, λες κι έχει να με δει χίλια χρόνια. Χαμογελάω κι εγώ αβίαστα. «Πως πήγε η δουλειά;» με ρωτάει. «Καλά… Ήρεμα.» Η ψυχούλα μου το ξέρει!

Ψυχή τε και σώματι, λοιπόν, έχω παραδοθεί στη δουλειά, είτε μου αρέσει είτε όχι, καθώς δεν μπορώ να αιτηθώ άδεια λόγω κακής ψυχικής υγείας. Δεν έχω την πολυτέλεια γιατί τα έξοδα τρέχουν και στο κάτω κάτω δεν είμαι δα και τρελός, σωστά; Μπορώ μόνο να προσπαθώ να γίνω πιο γρήγορος στη δουλειά για να κάθομαι λιγότερο μόνος. Ο παππούς μου έλεγε, η τέχνη δε διδάσκεται, κλέβεται! Οπότε αποφάσισα να παρατηρώ το Σίγκυ στενά, να κλέψω λίγο τέχνη. Εκ πρώτης φαίνεται να κάνουμε τις ίδιες ακριβώς κινήσεις. Μόνο που ο Σίγκυ παράλληλα έχει μια ιδιόμορφη συνομιλία με το ραδιόφωνο. Στο εργαστήριο παίζει μόνιμα μουσική για να μας δίνει ρυθμό. Είμαστε συντονισμένοι τοπικό σταθμό που παίζει τραγούδια από μια βάση δεδομένων με εντελώς τυχαία σειρά. Διακόπτουν μόνο στις δώδεκα για να αναμεταδώσουν τις ειδήσεις από το πρώτο πρόγραμμα της κρατικής ραδιοφωνίας. Τις ειδήσεις τις ακούω μόνο εγώ, γιατί εκείνη την ώρα όλοι οι άλλοι την έχουν κοπανήσει για φαγητό. Δεν τα πιάνω όλα, γιατί τα Ψαρειανά μου θέλουν πολλή δουλειά, αλλά έχω δει σε ταινίες ότι μπορείς να μάθεις μια ξένη γλώσσα ακούγοντας ραδιόφωνο. Προς το παρών έχω μάθει τις λέξεις «τραγούδι», «εκπομπή», «προσφορά», «έκπτωση», «καραντίνα» και «εκλογές». Δεν ξέρω σε ποια ταινία όλες αυτές οι λέξεις φτιάχνουν μια πρόταση.

Ο Σίγκυ μουρμουρίζει τις μελωδίες των τραγουδιών καθώς δουλεύει. Όλων των τραγουδιών. Το παράδοξο είναι ότι για να ξέρει και να απολαμβάνει όλα αυτά τα τραγούδια θα έπρεπε, κατά αναλογία, να έχει το μουσικό γούστο του Μιχάλη Τσαουσόπουλου, του Θανάση Μήνα, της Δόμνας Σαμίου και ενός δεκαεξάχρονου κοριτσιού μαζί. Παρ’ όλα αυτά όση ώρα ο δολώνει ο Σίγκυ τον ακούω να μουρμουράει νοσταλγικά, «Μμμμ μμμμ». Μου πήρε πολύ καιρό μέχρι να φτάσω στο λογικό συμπέρασμα ότι ο Σίγκυ προφανώς και δεν ξέρει όλο το φάσμα της μουσικής παραγωγής των τελευταίων πενήντα χρόνων. Για την ακρίβεια, δεν ακούει καν τη μουσική. Μουρμουρίζει το ρυθμό για να μην σκέφτεται. Τα χέρια του πετάνε ανάλαφρα από το παραγάδι στο δόλωμα, στο πανέρι και πίσω, χωρίς να φρενάρουν σε αναμνήσεις, συνειδητοποιήσεις και οικτηρμούς. Όλα αυτά τα φυλάει για τον καφέ και το τσιγάρο του, για όταν ατενίζει τη θάλασσα που τον γέννησε και οργώνει. Αυτός ο μεγάλος Ψαρειανός δάσκαλος του Ζεν ενσαρκώνει επιτυχώς το γιαπωνέζικο ρητό, «Όταν περπατάς, περπάτα. Όταν κάθεσαι, κάτσε. Μην ταλαντεύεσαι!»

Σαν μαθητής λοιπόν, της ατραπού του πολέμου και του παραγαδιού δοκίμασα κι εγώ την τεχνική του Σίγκυ. «Μμμμ μμμμ». Στην αρχή φαινόταν να δουλεύει, αλλά η παραμικρή παρεμβολή με έκανε να χάνω τη συγκέντρωση μου και τότε η μουσική του καρουζέλ κάλυπτε τη μουσική του ραδιοφώνου. Σκατά! Ένα βράδυ, ενώ στεκόμουν με το ένα πόδι στο χείλος της μαύρης τρύπας και με το άλλο μπροστά στο πανέρι, το μουρμουρητό μου διεκόπη από μια δυνατή καλησπέρα. Ήταν ο Σίγκυ το κούτσουρο. Ο Σίγκυ το κούτσουρο, συνονόματος του εργοδότη μου, είναι ένας γεροψαράς που πλέκει κι αυτός δίχτυα στο πατάρι. Για να μην τον μπερδεύουμε θα τον λέω απλά με το παρατσούκλι του, «το κούτσουρο», αν και ο Γιάννης μου έχει πει να μην το φωνάζω έτσι γιατί θα με αρπάξει από το γιακά.

Το κούτσουρο το γνώρισα χρόνια πριν, όταν ξεκίνησα να κάνω παραγάδια. Ερχόταν και με διόρθωνε γιατί έχει γεννηθεί με το εκνευριστικό χάρισμα της παντογνωσίας. Το έκανε όμως από την καλή του καρδιά. Γιατί χαιρόταν να με βλέπει να δολώνω. Ανήκει σε εκείνη παλιά γενιά των Ψαρειανών που το μόνο που ξέρουν είναι να δουλεύουν όλη μέρα, είτε στο ψάρια είτε στα πρόβατα. Και χαίρονται να βλέπουν και τους άλλους να δουλεύουν. Έρχεται στη δουλειά τρεις φορές τη μέρα. Πολλές φορές νωρίς το πρωί, πολλές φορές αργά το βράδυ. Τις υπόλοιπες ώρες, φαντάζομαι, ανυπομονεί να επιστρέψει στα δίχτυα κι έχει τσακωθεί με πολυθρόνες, τηλεοράσεις, βιβλία και τον ίδιο τον ύπνο. Θυμάμαι όταν τον πετύχαινα παλιά Στο Χωριό, τις ώρες που δεν ήμασταν στο εργαστήρι, έκανε άσκοπα βόλτες με τ’ αμάξι παρέα με τη γυναίκα του. Δυο γεροντάκια που περιφέρονται πάνω κάτω στο φιορδ, δυο κουτσουράκια που τα πηγαινοφέρνει το ρεύμα.

Εκείνο το βράδυ με αιφνιδίασε. Διέκοψε το βόμβο του ραδιοφώνου για να παρατηρήσει μεγαλόφωνα, «Λοιπόν, γύρισες στα παραγάδια!». Φωνάζει πανάθεμα τον, γιατί είναι περήφανος στα αυτιά. Λίγο κόντεψα να μείνω στον τόπο από την τρομάρα. Επεξεργάστηκα τη φράση στο μυαλό μου κι όταν σιγουρεύτηκα, απάντησα εύγλωττα, σε άπταιστα Ψαρειανά. «Ναι!». Το κούτσουρο έβγαλε ένα μουγκρητό επιδοκιμασίας και με προσπέρασε περπατώντας αργά, μπατάροντας πότε δεξιά και πότε αριστερά στο κουτσό του πόδι. Λίγες μέρες μετά, μου έκανε κι άλλο χουνέρι. Τον είχα δει να κατεβαίνει από το πατάρι, αλλά βυθισμένος στις σκέψεις μου δεν του έδωσα σημασία. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου και στη συνήθη ένταση φωνής και ύφος μου είπε, «Όταν φύγεις μην κλείσεις το φως της εισόδου, γιατί το πρωί που έρχομαι δεν βλέπω να ξεκλειδώσω να μπω μέσα!». Μου πήρε λίγη ώρα αλλά απάντησα όπως έπρπεπε. «Εντάξει!»

Ήθελα να πω κι άλλα. Ήθελα να πω, ρε δεν πας να χεστείς κι εσύ και το φως και τα κλειδιά. Αν δεν βλέπεις να έρχεσαι πιο αργά, όταν θα έχει ξημερώσει! Δε φτάνει που είμαι εδώ μες το κρύο, μες τη βρωμιά, μες την κούραση παρέα με τους δαίμονες μου. Πρέπει να ακούω και τις απαιτήσεις ενός ξεμυαλισμένου γέρου που η μόνη του χαρά και επίτευγμα είναι να πλέκει δίχτυα; Ξέρεις τι έχω περάσει κι έχεις το θράσος να μου μιλάς έτσι; Ξέρεις από φτώχεια, ανεργία, τετρακόσια χρόνια σκλαβιά, το έπος του σαράντα, το σκληρό χειμώνα του ‘43, Γράμμο και Βίτσι, Χούντα, μεταπολίτευση, ένα χρόνο θητεία, δέκα χρόνια κρίση, καρουζέλ; Ξέρεις για το καρουζέλ, Σίγκουρδουρ κούτσουρο; Αλλά όπως είπα, τα Ψαρειανά μου θέλουν πολλή δουλειά. Είπα μόνο, «Που είναι το φως;». Εννοώντας, που είναι ο διακόπτης. Κατάλαβε και μου έδειξε. Μετά με καληνύχτισε, μπήκε στο αμάξι του κι έφυγε. Την επομένη πέρασε ο Γιάννης από τη δουλειά. Το κούτσουρο ήταν εκεί φυσικά και χαιρετήθηκαν. Γύρισα τότε συνωμοτικά στο Γίαννη και είπα στα Ελληνικά, πως αυτός δεν θα πήγαινε σπίτι του ακόμα κι αν τον πλήρωνες. «Και τι να κάνει σπίτι ρε Λευτέρη; Να κάθεται;» Ίδια μυαλά κι ο Γιάννης. «Ξέρω γω; Να κάνει παρέα στη γυναίκα του!», του πέταξα. «Η γυναίκα του είναι στο νοσοκομείο με καρκίνο. Όπου να’ ναι την περιμένουν.»

Δεν πέρασαν δυο μέρες κι η γυναίκα του κούτσουρου πέθανε. Έμαθα τα νέα από τους συναδέλφους και το ίδιο πρωί το κούτσουρο ήρθε να πλέξει δίχτυα. Δεν ήξερα πως είναι τα συλλυπητήρια στα Ψαρειανά, του είπα απλά καλημέρα και ρώτησα τι κάνει. Μου απάντησε πως είναι καλά. Ήταν χαμογελαστός αλλά τα μάτια του ήταν κλαμένα. Ανέβηκε στο πατάρι, άνοιξε το ραδιόφωνο και άρχισε να πλέκει. Τον άκουγα να περπατάει από πάνω μου και να μουρμουράει κι αυτός στο ρυθμό της μουσικής. Θυμήθηκα τότε τα λόγια του Ψαρειανού συγγραφέα Χάλτοουρ Λάξνες, που έγραφε σε ένα βιβλίο του πως δεν υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό στην Ψαρού από ένα γέρο που κλαίει. Αμήχανα και βαριά, γύρισα στο παραγάδι μου. «Μμμμ μμμμ».

Όλα αυτά συνέβησαν το Νοέμβρη. Η ανακοίνωση για την κηδεία ήταν στην τοπική εφημερίδα, «Το Βαρέλι». Η γυναίκα του κούτσουρου, με τα ποντικίσια ματάκια της και το αχνό χαμόγελο, ήταν στριμωγμένη ανάμεσα σε μια διαφήμιση για προζυμένιο ψωμί και μια ανακοίνωση του Δήμου για τον εμβολιασμό των ζώων συντροφιάς. Η ζωή στο εργαστήρι συνεχίστηκε κανονικά μέχρι που ήρθαν οι γιορτές. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πήγα στη δουλειά και δεν βρήκα κανέναν. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, όλοι είχαν αργήσει να πάνε κι εγώ δεν έχω κλειδιά. Πήρα το Γιάννη τηλέφωνο, γιατί ξέρω πως ξυπνάει από τα χαράματα και ήπιαμε καφέ μέχρι να έρθει κάποιος να μου ανοίξει. Με ρώτησε τα νέα μου κι αν είμαι καλά μέχρι τώρα. Του είπα για το καρουζέλ.

«Τι κάθεσαι και τα σκαλίζεις; Τι έκανες και τι δεν έκανες και τι θα γινόταν! Κοίτα να είσαι τώρα καλά!» Εύκολο να το λες. Ίσως όχι και τόσο εύκολο στην περίπτωση του βέβαια. Έχει περάσει πολλά και το ξέρω. Από σαράντα κύματα έχει περάσει ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Όπως και το κούτσουρο που έχασε τη γυναίκα του. Όπως κι εγώ, που μου έπεσε το παγωτό μου το 1987. Όπως ίσως κι εσείς, αγαπημένα φιλαράκια και σας συμπονώ γι αυτό. «Κοίτα να δεις Λευτέρη! Κάποιοι γεννιούνται τυχεροί, κάποιοι άτυχοι. Έτσι είναι. Εγώ γεννήθηκα άτυχος αλλά στάθηκα τυχερός στη ζωή μου.» Κι εγώ στάθηκα τυχερός, έτσι νιώθω τώρα. Γνώρισα την αγαπούλα, αγαπηθήκαμε, καταλάβαμε ο ένας τον άλλο κι όταν ήμασταν έτοιμοι ήρθαμε μαζί Στο Χωριό. Έχω φίλους στην Αθήνα που με περιμένουν και φίλους εδώ που με καλοδέχτηκαν. Έχω πέντε δεκάρες να περάσουμε το μήνα, ένα ωραίο σπίτι και στις γιορτές ξοδέψαμε και λίγα παραπάνω να πάρουμε ξύδια και να γίνουμε. Έχω την υγειά μου και όλη τη ζωή μπροστά μου να τη χαλάσω. Τίποτα δε μου λείπει πια.

Μου λείπει μόνο μια εξήγηση για το «Έτσι είναι» του Γιάννη. Γιατί είμαι ευτυχισμένος αλλά δεν είμαι πάντα χαρούμενος. Συχνά είμαι εξουθενωτικά λυπημένος. Γιατί καμιά φορά δεν τα σκαλίζω, αλλά με σκαλίζουν αυτά. Τις προάλλες είδαμε ένα ντοκιμαντέρ για την Ινδία, στην τηλεόραση τριάντα δύο ιντσών που μας χάρισαν, γιατί εδώ στην Ψαρού έχουνε πολλές. Τόσο άτυχος είμαι. Έμαθα ότι ο Γάγγης είναι τόσο μολυσμένος που το να κολυμπά κανείς μέσα του είναι σα να κολυμπά κυριολεκτικά σε βόθρο. Στο Βαράνασι που καίνε τους νεκρούς, υπάρχει μια γέφυρα απ’ όπου περνάει το τρένο. Οι επιβάτες εκεί πετάνε νομίσματα στο Γάγγη για να κάνουν μια ευχή. Και υπάρχουν παιδιά, έξι με οκτώ χρονών το πολύ, που βουτάνε στο ποτάμι για να τα ψαρέψουν. Βουτάνε μέσα στα σκατά για πενταροδεκάρες ενώ παραδίπλα τους καίνε πτώματα. «Έτσι είναι» και γι’ αυτά. Και σίγουρα γεννήθηκα χίλιες φορές πιο τυχερός από τους μικρούς κοπροδύτες. Όμως όπως τους είδα έμοιαζαν ευτυχισμένοι. Αλλά όχι πάντα χαρούμενοι κι αυτοί.

Τα σκάλιζα και πριν τα βρω στον πάτο των πανεριών. Μια φίλη στην Αθήνα μου είχε πει πως μόνο ένας ηλίθιος αξιώνει να είναι πάντα χαρούμενος. Ηλίθιο εννοούσε εμένα σε περίπτωση που δεν το καταλάβατε. Είμαστε στ’ αλήθεια πολύ καλοί φίλοι. Το μέτρο για την τύχη του ηλίθιου, είναι ένα παιδί που βουτάει στα σκατά από τη μία και το να γνωρίσει μια αγαπούλα που τον καταλαβαίνει και της αρέσει αυτό που καταλαβαίνει, από την άλλη. Το πεσμένο παγωτό και τα ατυχή γεγονότα που επέσυρε η πτώση του, είναι κάπου στη μέση. Το μέτρο για τη χαρά του ηλίθιου, είναι το αν υπάρχει μια αγαπούλα να τον περιμένει στο σπίτι τους. Και το μέτρο για την ευτυχία του, είναι το κατά πόσο αισθάνεται άξιος μια αγαπούλας που τον υποδέχεται στο σπίτι τους, στο τέλος της μέρας, όλο χαρά λες κι είχε να τον δει χίλια χρόνια, δεδομένου ότι του είχε πέσει κάποτε το παγωτό του. Ε, λοιπόν εδώ δεν τρώμε συχνά παγωτό. Όχι το χειμώνιμο τουλάχιστον γιατί κάνει κρύο. Κι ο χειμώνιμος κρατάει μισό χρόνο. Ευτυχώς όμως, με όλη της σημασία της λέξης ευτυχώς, σας γράφω από το σπίτι μας που είναι ζεστό, ενώ η αγαπούλα διαβάζει ήσυχα το βιβλίο της στον καναπέ, κάτω από την ξύλινη σκεπή μας. Κάτω από την ίδια σκεπή που μετά χαράς θα πλαγιάσω από νωρίς κοιμηθώ, γιατί αύριο δουλεύω.

Θα σας ξαναγράψω όταν αδειάσω. Να προσέχετε.





Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου