Η αποφασιστική στιγμή

 



Καλησπέρα αγαπημένα φιλαράκια,

Είχα εξαφανιστεί για τόσο καιρό που σίγουρα θα αναρωτιόσαστε αν ζω ή αν πέθανα. Μόνο οι καλοί πεθαίνουν νέοι φιλαράκια, εγώ έχω πλέον πατήσει τα σαράντα. Σας σκεφτόμουν, όχι συχνά ομολογώ, και δεν θα ντραπώ να σας πω πως δεν είχα πάντα την όρεξη σας. Δεν είχα όρεξη – γενικά. Δεν μου κάνατε κάτι. Ο καθένας κι η καθεμιά σας χωριστά είστε -ας πούμε- καλοί. Κι εγώ καλός είμαι, ας το πούμε κι αυτό. Τουλάχιστον έτσι νομίζει η αγαπούλα και κάποτε που τη ρώτησα, «Όταν μια μέρα θα αποτρελαθώ και κλειστώ μια για πάντα σε μια καλύβα στο βουνό και ζω μες τη βρωμιά μου, πιστεύεις θα λείψω στους φίλους μου;», εκείνη μου απάντησε πως σίγουρα σας λείπω και τώρα. Την πίστεψα και είπα να σας ξαναγράψω.

Θυμάμαι κι εκείνο το Θωμά τον Τρικαλινό, αληθινό ιππότη, που μου ‘χε μηνύσει όταν επέστρεψα στο Χωριό να με ρωτήσει πως τα πάω. Όταν του είπα ότι όλα πάνε φίνα μου, ευχήθηκε να έχω και καμιά αναποδιά γιατί αν δεν έχω τα νεύρα μου, δεν μπαίνω στο κόπο να γράφω και πολύ του αρέσανε τα γράμματά μου. Α! Φίλος από τους λίγους ο Θωμάς. Πρόπερσι μας έστειλε και τον αδελφό του τον Κωστή εδώ να προκόψει. Τον έβαλε λοιπόν μια χωριάτα που καμώνεται την αφεντικίνα, να κοιτάει μια γούρνα στην Εξοχή. Πάνε και μπανιάρονται οι μπουρζουάδες αυτού κόσμου στη γούρνα και χαζεύουν τις βουνοχιονόκοτες, λες κι είναι μεγάλη υπόθεση. Κι ο Κωστής, ο αδελφός του Θωμά, χάζευε τους λουόμενους μην πάθουν τίποτα -αυτό πια κι αν είναι μεγάλη υπόθεση- και μετρούσε τις μέρες να γυρίσει στην Ελλάδα με παράδες. Κάθε Κυριακή πίναμε ένα ποτηράκι. Τον είχα στο νου μου γιατί τον είχα κοντά μου αλλά δεν μπορώ να πω το ίδιο για σας. Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται.

Όχι πως σας λησμόνησα. Πως θα μπορούσα; Μεγαλώσαμε παρέα. Πιόνια στη σκακιέρα ρυπαρών πεζοδρομίων, παλεύαμε να γίνουμε βασιλιάδες για ένα ξημέρωμα, τα κυριακάτικα πρωινά που ατενίζαμε το λεκανοπέδιο με πρησμένα μάτια. Δεν πήγαμε μακριά, ένα τετράγωνο τη φορά κινείται ο βασιλιάς, το ίδιο και το πιόνι. Μια πλάκα πεζοδρομίου τη φορά. Τη Δευτέρα μας έτρωγε ο πύργος · των Αθηνών. Εκτός από εκείνο που καβάλησε το αλογάκι και έφαγε το κεφάλι του. Βγήκε από την παρτίδα. Τα μαύρα πιόνια ξεκινάνε δεύτερα, τι ψάχνεις να κερδίσεις;

Αν όμως αντί για βασιλιάς γίνεις τρελός, τότε κινείσαι όσα τετράγωνα θέλεις, αρκεί να πηγαίνεις διαγώνια. Πρέπει να λοξοδρομήσεις! Εγώ αυτό έκανα καιτο παράκανα. Μέχρι που έπεσα έξω από στη σκακιέρα. Βγήκα κι εγώ από την παρτίδα κι όλοι λένε, κοίτα λόξα που την έχει! «Δε σου λείπει ο ήλιος, η θάλασσα, τα καλοκαίρια στην παρτίδα σου;». Έχει κι εδώ ήλιο και θάλασσα. Έχει κωλοκαίρια. Το ίδιο μου κάνει. Τρελός είμαι, ό,τι θέλω λέω. Αν δεις τον κόσμο ανάποδα, η ξένη γίνεται πατρίδα.  

Μιλώντας για να αναποδιές, είχα μπόλικες από δαύτες. Αλλά ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Το προπερασμένο κωλοκαίρι δούλευα ακόμα στο φούρνο. Καμιά Κυριακή που είχε καλό καιρό, έπαιρνα καθώς το συνηθίζω τα βουνά. Ορειβατούσα μνησίκακα, για να ξεφύγω από τους ξενομπάτες. Με το που μπαίνει ο Μάιος πλημμυρίζουν το Χωριό για να πιουν έναν καφέ, να σουλατσάρουν αδιάφορα στα μουσεία μας, να χρησιμοποιήσουν μια τουαλέτα και να φύγουν αφήνοντας πίσω τους κωλόχαρτα και χρήμα. Μας σημαδεύουν ξεδιάντροπα με φωτογραφικές μηχανές και βάλουν εναντίων μας, κατά ριπάς, ηλίθιες ερωτήσεις.

Θέλουν να ξέρουν που θα φάνε τοπική κουζίνα και που θα ψωνίσουν φθηνά. Που θα πιουν τον καλύτερο καφέ, που είναι το καλύτερο, το πιο αναπαυτικό μέρος να απολαύσουν τη μπυρίτσα τους και που θα δουν την καλύτερα θέα, χωρίς να περπατήσουν και πολύ. Τους αξίζει το καλύτερο γιατί πληρώνουν. «Πληρώνω κύριε! Έχω λεφτά! Μόνο πες μου αν δέχεστε δολάρια, αν θα φυσάει αύριο, αν είναι φρέσκα τα ψάρια, αν έχει γλουτένη το ψωμί κι από που κλάνει το μπαρμπούνι, τι γλώσσα μιλάτε, πως κατέληξες εδώ κι αν σου λείπει η χώρα σου, γιατί μου φαίνεσαι πολύ μελαψός για ντόπιος.»

Θα ρωτούσαν κι άλλα, είναι πολύ φιλομαθείς, αλλά δεν προλαβαίνουν. Έχουν κι άλλα μέρη να δουν, ο χρόνος πιέζει. Ο χρόνος είναι χρήμα και ξόδεψαν ήδη αρκετό. Έμειναν πολύ ευχαριστημένοι, αν κι ο καιρός τους τα χάλασε λίγο. Κι οι δρόμοι δεν είναι κι οι καλύτεροι. Να λέμε και του στραβού το δίκιο, τα τοπικά εδέσματα είναι ολίγον τι φτωχά, τα μαγαζιά κλείνουν νωρίς και οι τιμές είναι, τέλος πάντων, κομματάκι τσιμπημένες. Θα ξανάρθουν σίγουρα, μόνο πριν αποχωριστούμε -επειδή μας συμπάθησαν, μας πόνεσαν, πως το λένε; -θέλουν να ξέρουν τι θα κάνουμε όταν φύγουν και πως θα βγάλουμε το χειμώνα.

Ήταν λοιπόν ένα βράδυ του Ιούλη, που η αγαπούλα ψηνόταν στον πυρετό. Έπεσε να ξαπλώσει και έκανα να της σκεπάσω. Καθώς τίναζα το σεντόνι, με έπιασε οξύς πόνος. Το σεντόνι είχε γίνει ασήκωτο! Το ίδιο και το χέρι μου. Ο δεξής ώμος μου είχε παραλύσει. Ένας τεράστιος κι αμείλικτος αχινός είχε φωλιάσει τώρα βαθιά μέσα στη μασχάλη μου. Μεγάλωνε λεπτό το λεπτό. Με την παραμικρή κίνηση τα αγκάθια καρφώνονταν στην ωμοπλάτη, τον ώμο και το στήθος μου. Αγκάλιασα το χέρι μου σαν σπασμένη φτερούγα και κοιμήθηκα ένα μαύρο ύπνο. Την επομένη ζήτησα από το Χάλντοουρ να με πετάξει με το αυτοκίνητό του στο Κέντρο Υγείας του Χωριού, γιατί δεν είχα κουράγιο ούτε να περπατήσω. Ο Άντρες, ο γιατρός μου, πάντα αισιόδοξος, μου είπε πως πιθανότατα έχω κόψει τον τένοντα. Με φόρτωσε με χάπια, αναλγητικά και αντιφλεγμονώδη, και μου έκλεισε ραντεβού για υπέρηχο στο Ρεβικιάβικ.

Λίγες μέρες μετά πήρα το αεροπλάνο για την πρωτεύουσα, καθώς δεν μπορούσα να οδηγήσω. Ο υπέρηχος έδειξε πως έχω ασβεστοποιό τενοντίτιδα. Επί τη ευκαιρία της επίσκεψης μου στο Ρεβικιάβικ, με τον πόνο να έχει υποχωρήσει λόγω των θαυματουργών χαπιών του Άντρες, περπάτησα στην παραλία, έκανα τα ψώνια μου σε ένα κατάστημα ηλεκτρικών και παρευρέθηκα σε μια κηδεία. Γύρισα πίσω με τη διάγνωση και μια ολοκαίνουρια τοστιέρα. Έκανα φυσικοθεραπεία στο Κέντρο Υγείας, έφαγα φρυγανισμένο ψωμί με βούτυρο και μαρμίτα και μια βδομάδα αργότερα επέστρεψα στη δουλειά σαν καινούριος.

Άμα την επιστροφή μου στα καθήκοντά μου, αισθάνθηκα κάτι να με τρώει. Είχα κλείσει τώρα ένα χρόνο σε αυτή τη δουλειά στο φούρνο, την τόσο κανονική κι ήμουν ένας εξαιρετικός υπαλληλάκος. Δεχόμουν μάλιστα και κοπλιμέντα για το πόσο καλό καφέ φτιάχνω και τι καλά μιλάω τη γλώσσα, για ξένος. Είχα μάθει τις προτιμήσεις των τακτικών πελατών και τις παραξενιές των μυγιάγγιχτων. Οι γέροι με σέβονταν, τα παιδιά με αγαπούσαν, οι εργάτες που ερχόντουσαν στο μεσημεριανό τους διάλειμμα ήξεραν πως θα εξυπηρετηθούν γρήγορα και πάντα με χαμόγελο. Αν ποτέ τέλειωνε ο καφές στην καφετιέρα, θα τσακιζόμουν να φέρω φρέσκο, αρκεί να μη μου σφύριζες γιατί κάτι τέτοιες αβρές επιδείξεις αυτοπεποίθησης μου δίνουν στα νεύρα. Έπαιρνα τηλεφωνικές παραγγελίες, καλαμπούριζα με τη Μπίρτνα στα Ψαριανά, κουβαλούσα, καθάριζα, πακέταρα και έδειχνα στους καινούριους τη δουλειά. Δούλευα με τον Δημητρά και την Ορθόδοξη Αδελφή, αυτή που λέει πάντα την αλήθεια. Ήταν κι οι δυο τους ξεφτέρια και είμαστε καλοί φίλοι. Μετά το σχόλασμα, αν είχε καλό καιρό, πηγαίναμε για μπύρες στο λιμάνι να μας δει λίγο ο ήλιος. Στο Χωριό είχα γίνει «το παλικάρι από το φούρνο». Τι άλλο θες; Ήθελα κάτι άλλο. Κι οι πέτρες κυλάνε, αλλά δεν είναι ρόδες.

Μια μέρα ήμουν με το Γιάννη στο αμάξι του. Θα κατέβαζε ένα φίλο στη Χώρα και πήγα μαζί τους για παρέα. Καθόμουν στο πίσω κάθισμα και χάζευα. Τον Γιάννη τον είχε πιάσει μια λογοδιάρροια για το ψάρεμα και τη θάλασσα που τη συνδαύλιζαν οι ερωτήσεις του φίλου. «Αφού είναι τόσο ωραία στη θάλασσα, θέλω να πάω κι εγώ!», τον διέκοψα. Με κατακεραύνωσε από τον καθρέφτη του αμαξιού. Έκανε μια δραματική παύση, όπως το συνηθίζει. «Το λες σοβαρά;»

«Βεβαίως και το λέω σοβαρά. Εσύ δεν είσαι που λες, δουλειά που δε σου αρέσει μην την κάνεις;»

«Ναι.»

«Ε λοιπόν, δεν μου αρέσει στο φούρνο.»

«Μπράβο σου.»

«Γιατί να μην πάω στη θάλασσα; Έχω κάνει άλλα κι άλλα. Αφού μπορείς εσύ, μπορώ κι εγώ!»

Γέλασε.

«Λευτέρη αυτές δεν είναι κουβέντες για το αμάξι. Έλα από το σπίτι να το συζητήσουμε.»

Το κόλπο γκρόσο είχε μπει σε εφαρμογή.Πήγα μόλις βρήκα χρόνο. Μου είπε πως το επόμενο κωλοκαίρι, θα πήγαινε να ψαρέψει παράκτια με καθετή. Τα τελευταία δυο χρόνια είχε κάτσει στη στεριά γιατί τον ταλαιπωρούσε η υγεία του αλλά τώρα ήταν έτοιμος. Θα πηγαίναμε μαζί αλλά έπρεπε να περιμένω μέχρι το Μάη. Καλώς.

Λίγες μέρες μετά, του ήρθε αναλαμπή, όπως συχνά του συμβαίνει, και ήρθε σπίτι μου να με βρει. «Αν θες να πας στη θάλασσα, θα πρέπει να σηκώνεις το τηλέφωνο αγόρι μου!» Είναι το μόνο παράπονο που έχει από μένα. Παρατάω το τηλέφωνό μου όπου βρω και το κοιτάω όταν το θυμηθώ. Μου είπε πως δεν είναι ανάγκη να περιμένω μέχρι το Μάιο. Ο Γκούμι, ο γιος του παλιού μου αφεντικού, του Σίγκι, ψαρεύει με παραγάδι όλο το χρόνο. Μπορούσα να του γυρέψω να με πάρει μαζί του, να δω αν θα τα καταφέρω. Έπρεπε να τον πιάσω του μιλήσω. «Ξέρει ποιος είσαι. Σε ξέρει από τον πατέρα του.»

Τον έπιασα και του μίλησα. Ο Γκούμι μου έδωσε το τηλέφωνο του και είπε να τον καλέσω σε λίγες μέρες, όπως και έκανα. Μου είπε να περιμένω λίγο ακόμα γιατί έκανε επισκευές στο καΐκι του. Παράλληλα παραιτήθηκα από το φούρνο. Όταν είπα στο Γιάκωβο το φούρναρη, πως σε ένα μήνα τα παρατάω ζήτησε προβληματισμένος να μάθει το λόγο. Του είπα, δειλά δειλά, πως θέλω να γίνω ψαράς και θα δοκιμαζόμουν στο καΐκι του Γκούμι. Μου έδωσε μια ζεστή χειραψία. Του φάνηκε εξαιρετική ιδέα. Μακάρι να μπορούσε να ερχόταν κι ο ίδιος, μου είπε, και μπράβο μου.

Τις τελευταίες μέρες μου στο φούρνο, στ’ απόσωσμα του κωλοκαιριού, περίμενα το τηλεφώνημα του Γκούμι. Δούλευα κανονικά όπως πάντα, αλλά το μυαλό μου θαλασσοδερνόταν. Τα βράδια με κρατούσαν ξύπνιο οι αμφιβολίες, το πρωί αναμασούσα τις ίδιες σκέψεις σαν τσίχλα που έχει χάσει τη γεύση της αλλά δεν είχα που να την φτύσω. Είπα στην αγαπούλα πως δεν ήξερα αν θα τα καταφέρω στη θάλασσα. Ίσως παράτησα τη δουλειά μου για το τίποτα. Θα μας καταδίκαζα στη φτώχεια για ένα άπιαστο όνειρο. Πήρε βλοσυρό ύφος και μιμούμενη τη μπάσα φωνή του Γιάννη μου είπε, «Λευτέρη! Δουλειά που δε σου αρέσει… ΜΗΝ ΤΗΝ ΚΑΝΕΙΣ!»

Με τα πολλά ηρθε η Δευτέρα που ξεκινούσε την τελευταία βδομάδα μου  στο φούρνο. Τη ριμάδα εκείνη άρχισε να με τσιμπάει ο αριστερός μου ώμος με ένα γνώριμο πόνο. Πήρα μερικά από τα χάπια του Άντρες που μου είχαν ξεμείνει και την Τρίτη ξαναπήγα στο φούρνο. Ο πόνος επέστρεψε, ελαφρώς πιο έντονος. Μερικά χάπια ακόμα και θα φτιάξει. Την Τετάρτη ξύπνησα και ήμουν πάλι κουλός. Ο αχινός είχε μετακινηθεί από τα δεξιά πλευρά στην αριστερή. Το ίδιο βράδυ κάλεσα το Γκούμι στο τηλέφωνο να του εξηγήσω την κατάστασή μου. Το σήκωσε και είπε «Φεύγουμε αύριο το βράδυ!», πριν προλάβω να του πω τι τον ήθελα. Έφυγαν το επόμενο βράδυ. Χωρίς εμένα.


Είχε πιάσει πια Οκτώβρης. Τα ριζά των βουνών κοκκίνιζαν κι στις κορυφές έπεφτε χιόνι. Ο πόνος, που είχε υποχωρήσει σταδιακά με τη βοήθεια των φαρμάκων, δεν έπαυε να παραμονεύει. Φοβόμουν ότι μια λάθος κίνηση αρκούσε για να ξυπνήσει ο αχινός, που τώρα είχε καρφωθεί στο μυαλό μου. Ο γιατρός ήταν ξεκάθαρος. Την τενοντίτιδα θα την έχεις για πάντα. Και στους δύο ώμους. Ωραία τα είχα καταφέρει! Έπεσα με το μούτρα δυο χρόνια στη δουλειά και καμάρωνα κιόλας. Τι θέληση! Μες το κρύο, την ψαρίλα, τις περιπέτειες. Μπράβο μου. Για πέντε δεκάρες, ένα νοίκι κι ένα αμάξι Αμερικάνικο. Για να έχουμε δυο ειδών τυρί στο ψυγείο, να πηγαίνουμε καμιά εκδρομή, να κάνουμε οικονομίες και μια μέρα ίσως να αγοράζαμε κι ένα σπιτάκι εδώ, στην άκρη του κόσμου. Και προπαντός για να μη με πεις κανείς τεμπέλη, δειλό ή άχρηστο. Ποιος τα λέει αυτά, ρωτούσε η αγαπούλα. Εγώ, σε μένα. Επαναλάμβανα σαν παπαγάλος αυτά που άκουσα μικρός. Ο Θεός να με φυλάει από την καλοπέραση! Έκανα τα αδύνατα δυνατά, μα τη δύναμη την είχα δανειστεί από το πείσμα μου και τώρα θα πλήρωνα τα χρωστούμενα και μάλιστα με τόκο.

Έχοντας παραιτηθεί από τον φουρνό και όντας ξέμπαρκος πριν καλά καλά σαλπάρω, βρέθηκα ξανά άνεργος. Μπήκα στο επίδομα και σερνόμουν από το κρεββάτι στον καναπέ και που και που στον φούρνο για καφέ. Άνεργος και αργόσχολος! Τα έλεγα μια μέρα στο Λουκά το Βούλγαρο, που είχε πάρει τη θέση μου στο φούρνο. Λίγο χοντροκομμένος στην κοψιά, ο Λουκάς δε σου γεμίζει το μάτι για αθλητής αλλά κατά πως ήξερα, τις ώρες που δεν ήταν στο φούρνο, δούλευε σαν προπονητής για την τοπική ομάδα πετοσφαίρισης. Ο Λουκάς είχε ένα συνάδελφο, το Μιχαλομαθιό τον Ισπανό που προπονούσε την ομάδα της Χώρας. Ο Μιχαλομαθιός ήταν φυσικοθεραπευτής και ίσως άξιζε το κόπο να πάω να τον δω. Ηλία Μούρομετς, να ο προσκυνητής που περίμενες! Άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει!

Μου πήρε τρεις βδομάδες να καταφέρω να κλείσω ραντεβού με τον Μιχαλομαθιό. Δουλεύει σε ένα μεγάλο θεραπευτήριο στη Χώρα και είναι πολύ δημοφιλής. Δικαίως γιατί έχει μαγικά χέρια και επιπλέον, είναι και κούκλος. Κοντά δυο μέτρα, σωματαράς, με πυκνά μαύρα μαλλιά, φροντισμένο γενάκι και άσπρα, ολόισα δόντια. Σωστός γκόμενος ο Μιχαλομαθιός! Στην πρώτη μας συνεδρία, ξεχείλιζε θετική ενέργεια. Τόσο που ήθελα να του ρίξω σφαλιάρα. Αλλά δεν μπορούσα. Πονούσε ο ώμος μου. Το μόνο ψεγάδι που κατάφερα να του βρω, ήταν αυτό το ισπανικό ψεύδισμα που πάντα έβρισκα αστείο. «Καληθπέρα» και τα τοιαύτα.

Μου είπε να μην ανησυχώ, είχε πολλούς πελάτες «πθαράδες». Με πέρασε από ένα σωρό μηχανήματα, κρουστικούς υπερήχους και μαγνητικούς διεγέρτες, υπέρυθρη ακτινοβολία, λέιζερ και πιστόλια μασάζ. Κατόπιν πασπάτευε την ωμοπλάτη μου με τις χερούκλες του και τολμώ να πω ότι ήρθαμε αρκετά κοντά. Δεν ξέρω αν αισθάνεται κι αυτός το ίδιο, αλλά ήταν ο πρώτος που μου έβαλε τόσα δάκτυλα, τόσο βαθιά μέσα στη μασχάλη. Μου έκανε και χιουμοράκι για να χαλαρώσω.

«Πονάθ;»

«Όχι, εντάξει είμαι.» Πονούσα.

«Όταν έκανες όλα αυτά τα τατουάζ πρέπει να πόνεθεθ περιθθότερο!»

Έχω ξαναγδυθεί μπροστά σε άντρα αλλά κανείς δεν μου έχει κάνει τέτοια κοπλιμέντα. Εκτός ίσως από εκείνους τους μπάτσους που με συνέλαβαν στη Θεσσαλονίκη πριν είκοσι χρόνια γιατί είχα πάρει το κακό συνήθειο να βάζω φωτιές στα σκουπίδια του δρόμου όταν ήμουν σουρωμένος. Με γδύσανε πριν με βάλουν στο κελί για να περάσω τη νύχτα. Το τελευταίο που μου επέστρεψαν όταν ξαναντυνόμουν ήταν τα σκουλαρίκια μου. Το βρήκε τότε ο ένας πρέπον εκείνη την ώρα να με ρωτήσει αν είμαι πούστης και αν γιαυτό φοράω σκουλαρίκια. Το πήρα σαν κοπλιμέντο και ειλικρινές ενδιαφέρον μιας και μόλις είχε δει τα μεριά μου. Ευχαριστώ δεν θα πάρω, είμαι μεθυσμένος αλλά όχι τόσο μεθυσμένος. Δεν είναι του γούστου μου οι ένστολοι.

Σε κάθε συνεδρία, ο Μιχαλομαθιός, δεν παρέλειπε να μου θυμίσει ότι η πλάτη μου είναι ερείπιο που γέρνει από και προς όλες τις κατευθύνσεις. «Πωπω. Έχειθ και θκολίωση και κύφωθη.» Δεν το έπαιρνα προσωπικά γιατί δεν με είπε και καμπούρη! Αντιθέτως ήταν πολύ ενθαρρυντικός. Μου έδειξε ένα σωρό ασκήσεις για να δυναμώσω τα στροφικά μου πέταλα και την ωμοπλάτη και μου έδωσε ένα πρόγραμμα για το γυμναστήριο. Η αμοιβή του ήταν τσουχτερή αλλά τα έξοδα τα κάλυψε, σχεδόν εξ ολοκλήρου, το εργατικό μου σωματείο, χωρίς πολλές αντιρρήσεις. Χαίρονται να σε κρατάνε υγιή για να συνεχίζεις να καταπονείς το σώμα σου για τρεις κι εξήντα. Εμπρός της γης οι γυμνασμένοι!

Το γυμναστήριο είναι για ανθρώπους που είναι όμορφοι και για αυτούς που προσπαθούν να γίνουν όμορφοι. Εγώ δεν είμαι τίποτα από τα δύο και το βαριέμαι οικτρά. Υπάρχουν κι αυτοί που γυμνάζονται για να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους σε κάποιο άθλημα, σαν τον φίλο μου τον Α. Είναι που είναι γιγαντόσωμος, είχε βαλθεί να σηκώνει μια μπάρα με εκατόν είκοσι και βάλε κιλά, πάνω από το κεφάλι του, γιατί τόσο υπολογίζει ότι ζυγίζει ένας ματατζής με τον εξοπλισμό του. Δεν τους πολυσυμπαθεί τους μπασκίνες και θέλει να μπορεί να τους τσακώνει όταν του κολλάνε στη μύτη και να τους εκσφενδονίζει. Τίμιο άθλημα κι αχρείαστο να του είναι. Τέλος, υπάρχουν κι αυτοί που γυμνάζονται σε μια απέλπιδα προσπάθεια να παρατείνουν τη ζωή τους και προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους και τους άλλους για την ευεξία που αισθάνονται, ενώ στην πραγματικότητα θα προτιμούσαν να πάνε καμιά βόλτα, να καπνίσουν στην ακροθαλασσιά. Εγώ μάλλον ανήκω στην τελευταία κατηγορία, αν και δεν καπνίζω.

Ωθούμενος από ενοχές για την ανεπανόρθωτη ζημιά που είχα κάνει στο σώμα μου, πήγαινα καθημερινά στο γυμναστήριο με την ελπίδα να επανορθώσω. Τις περισσότερες φορές πήγαινα παρέα με τον Α. που είναι πάντα πρόθυμος. Ήταν μεγάλο ευτύχημα να τον έχω μαζί μου, γιατί τουλάχιστον ένας από τους δύο μας ήξερε τι έκανε. Αισθανόμουν λιγότερο αμήχανος έχοντας δίπλα μου έναν αληθινό αθλητή. Μου έδινε μια αίσθηση κύρους. Δεν ήμουν ο καλύτερος στην ομάδα αλλά ήμουν στην καλύτερη ομάδα. Νομίζεται ότι παίζω με τα βάρη επειδή είμαι σα λιανόκλαδο; Για δείτε τι γίγαντα έχω για παρτενέρ! Κάθε δυο βδομάδες επέστρεφα στο Μιχαλομαθιό για να με πασπατέψει και να ελέγξει την πρόοδο μου, μέχρι που με σχόλασε λίγο πριν τα Χριστούγεννα, με την παραίνεση να συνεχίσω να γυμνάζομαι γιατί αλλιώς θα ξανασακατευτώ. «Έχουμε κάνει καλή δουλειά, δε με χρειάζεθαι άλλο.»

«Ωραία.»

«Αλλά δεν πρέπει να θταματήθεις, γιατί θα έχειθ πρόβλημα!»

«Καλά Χριστούγεννα Μιχαλομαθιέ. Φελίθ ναβιντάντ, δεν το λέτε; Ευχαριστώ για όλα.»

«Ντε νάδα! Καλά Χριθτούγεννα.»

Τα Χριστούγεννα άφησα τις γυμναστικές κι προτίμησα να μαγειρεύω και να τρώω σαν βόδι. Πρώτη φορά στολίσαμε και δέντρο στο σπιτικό μας, ίσα με το μπόι της αγαπούλας. Αμερικάνικο κι αυτό, σαν το αμάξι μας. Πλαστικό, αθάνατο. Πρέπει να είναι τουλάχιστον είκοσι χρονών αλλά είναι ακόμα του κουτιού. Το αγόρασα από τα μεταχειρισμένα του Στρατού Σωτηρίας για πενταροδεκάρες. Εκεί καταλήγουν τα πράγματα σου όταν τινάξεις τα πέταλα.

 Κάποια γιαγιά θα μάζεψε το δεντράκι σχολαστικά στο κουτί του και θα το έβαλε στην αποθήκη της για τα επόμενα Χριστούγεννα και κατόπιν τα παιδιά της, πριν κρυώσει το πτώμα της, κάλεσαν το Στρατό Σωτηρίας να αδειάσει το σπίτι για να το πουλήσουν. Είχα υποσχεθεί ότι θα έκοβα ένα κομμάτι βασιλόπιτα για τη φανταστική γιαγιά που μας κληροδότησε το δέντρο σε τόσο συμφέρουσα τιμή αλλά αν έκοβα ένα κομμάτι για κάθε φάντασμα που κουβαλάω στην πλάτη μου δεν θα έμενε ούτε ψίχουλο.  

Μετά τις γιορτές πήγαινα στο γυμναστήριο μόνο τρεις φορές τη βδομάδα. Όπως λέει και ο Α., δεν μπορεί όλο το αίμα να πηγαίνει στους μυς σου, πρέπει να περισσεύει λίγο και για το μυαλό. Μυαλωμένος ων λοιπόν και μορφωμένος, να τα λέμε αυτά, βρήκα το χρόνο να ξαναπιάσω λίγο τα μολύβια και τα μελάνια και θυμήθηκα εκείνο το πτυχίο μου στις Καλές Τέχνες, που τώρα πια πρέπει να έχει ίδια ηλικία με το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας. Πρέπει να παραδεχτώ, αγαπημένα φιλαράκια, ότι διόλου δε με στεναχωρούσε να παίρνω το επίδομα ανεργίας, τα ανεργικά όπως λέει κι ο Γιάννης. Είχα όλη τη μέρα δική μου! Ζωγράφιζα, διάβαζα, χάζευα, έβλεπα ταινίες, μαγείρευα… Μέχρι και ψωμί έμαθα να φτιάχνω. Αληθινό, χωριάτικο. Όχι σαν το αφρολέξ που πουλάνε στο φούρνο. Το νοστιμότερο ψωμί της ξενιτιάς! Και ιδού ένας λόγος που δεν σας έγραφα. Ντράπηκα να σας πως δεν δουλεύω, παρά μόνο κάνω πράγματα που με ευχαριστούν, και ενίοτε τίποτα.

Ένα μόνο δεν παρέλειπα να κάνω, είναι φύσει αδύνατον, και αυτό ήταν να ανησυχώ για το μέλλον. Είχα πει σε όλους, και πρώτα πρώτα στον εαυτό μου, ότι θα πάω στη θάλασσα και αντ’ αυτού τα είχα θαλασσώσει και καθόμουν σπίτι. Παράλληλα ο Γιάννης είχε ακόμη μια περιπέτεια με την υγεία του, αυτή τη φορά το πρόβλημα ήταν στο το μάτι του. Τώρα φορούσε καλύπτρα και καμάρωνε πως έγινε αληθινός πειρατής, αλλά τον βασάνιζαν και οι ημικρανίες. Μια μέρα που πίναμε καφέ, έκανα να τον ρωτήσω αν έχει ακόμα σκοπό να πάμε στο ψάρεμα, γιατί δεν ήθελα να πάθει τίποτα μόνο και μόνο επειδή εμένα μου κάπνισε να γίνω ψαράς. Κούνησε το κλειδί της μηχανής του καϊκιού επιδεικτικά μπρος τη μύτη μου και μου είπε «Εγώ θα πάω! Εσύ άμα δεν θες, μην έρθεις.»

Ο καιρός ζύγωνε. Έκλεισα ραντεβού και κατέβηκα στο Ρεβικιάβικ να βγάλω το Σχολείο Ασφάλειας στη Θάλασσα, για να πάρω την άδεια μου. Να πάρω τα ναυαγοσωστικά όπως λέει ο Γιάννης. «Αν δεν έχεις τα ναυαγοσωστικά, πρέπει να σε δηλώνω κάθε φορά κι είναι πολύ χαρτούρα. Βγάλ’ τα να τελειώνεις.» Οδήγησα μέχρι την πρωτεύουσα και διανυκτέρευσα σε ένα ξενοδοχειάκι στο κέντρο. Το μάθημα γινόταν την επομένη στις οκτώ και θα διαρκούσε μέχρι τις τρεις το μεσημέρι. Το βράδυ πριν το μάθημα, πήγα μια βόλτα με τα πόδια στο λιμάνι να δω αν κουνιούνται οι βάρκες. Έφαγα το φαγητό που είχα πάρει μαζί μου από το σπίτι, διάβασα λίγο και κοιμήθηκα σαν πουλάκι. Νωρίς το πρωί, όταν πήρα το πρωινό, ήμουν μόνος στην τεράστια τραπεζαρία του ξενοδοχείου.

To μάθημα γινόταν σε ένα καράβι της Υπηρεσίας Διάσωσης. Η τάξη είχε στηθεί στο τελευταίο κατάστρωμα. Οι πιο πολλοί συμμαθητές μου ήταν καμιά δεκαπενταριά χρόνια μεγαλύτεροι από μένα, θαλασσοδαρμένοι και έμπειροι. Είχαν έρθει να ανανεώσουν την άδεια τους, που λήγει κάθε πέντε χρόνια. Ο δάσκαλος, ένας θεόρατος βετεράνος διασώστης, εξηγούσε το πρωτόκολλο του ασύρματου, τις νέες τεχνολογίες στα σωστικά μέσα. Μας τα έκανε όλα λιανά. Σωσίβια, ελικόπτερα, σωστικές λέμβοι, φωτιά στο κατάστρωμα, φωτιά στη μηχανή, υποθερμία, «Άνθρωπος στη θάλασσα!» κι ο μόνος άνθρωπος στην αίθουσα που δεν είχε πάει ακόμα στη θάλασσα αισθανόταν να βουλιάζει στην καρέκλα του.

Στο τέλος της μέρας κατεβήκαμε στο πρώτο κατάστρωμα για να φορέσουμε στολές εμβαπτίσεως και γάντια και να πέσουμε στη θάλασσα. Οι ψαράδες τότε μεταμορφώθηκαν σε σχολιαρόπαιδα. Ο ένας ήταν εξωγήινος, ο άλλος αστροναύτης κι ο άλλος ρομπότ. Ένας μου είπε να προσέξω να μην έχουν τρύπες τα γάντια μου κι άλλος παρατήρησε πόσο αστείοι φαινόμαστε. Όταν άνοιξε η μπουκαπόρτα ήμουν πρώτος στη σειρά για να πέσω στο νερό. Καλή η θεωρία, αλλά η στολή ζύγιζε τουλάχιστον πέντε κιλά. Πως διάολο θα κολυμπούσα; Προσπάθησα να παραχωρήσω ευγενικά στην θέση μου στον πισινό μου. Μου έκανε ένα νεύμα, σα να μου έλεγε «Τελείωνε!». Έπεσα στη θάλασσα και ως δια μαγείας... επέπλευσα!

Ο ένας μετά τον άλλον, πέσανε όλοι στο νερό. Τώρα είκοσι γιγάντιοι πορτοκαλί κάστορες πλατσούριζαν ανάσκελα χαχανίζοντας, ανάμεσα στη μπουκαπόρτα και στο ντόκο του λιμανιού του Ρεβικιάβικ. Περαστικοί και τουρίστες διασκέδαζαν με το θέαμα και μας έβγαζαν φωτογραφίες. Έγινα άκαπνος ήρωας στις αναμνήσεις κάποιου ταξιδιώτη. Μετά, ένας-ένας, δεθήκαμε στο γάντζο του σωστικό γερανού. Το μηχάνημα μας ανέβασε ξανά στο πρώτο κατάστρωμα, κρεμασμένους από το συρματόσχοινο σαν σφαχτάρια. Επιστρέψαμε στα αποδυτήρια για να αφήσουμε τις στολές. Μέσα από τη στολή, οι κάλτσες, τα ρούχα μου, τα μαλλιά μου, ήταν όλα στεγνά. Μετά από αυτή την ανώδυνη περιπέτεια, έβαλα μια τζίφρα, πλήρωσα για το μάθημα, ευχαρίστησα το δάσκαλο και πήρα το δρόμο της επιστροφής στο Χωριό με την άδεια ανά χείρας. Στο Φιόρδ των Χερσονήσων, λίγο πριν τη στροφή για το Χωριό, σταμάτησα με το αμάξι στην παραλία για να ακούσω τα κύματα. Στη μέση της νύχτας, στην άκρη της θάλασσας. Η ώρα ήταν περασμένη. Μια αχνή κόκκινη λωρίδα έλαμπε πίσω από τη νήσο Ντράνγκεη στον ορίζοντα. Τα θαλασσοπούλια πλάναραν κόντρα στον άνεμο. Στο Νότο είχαν λιώσει τα χιόνια, μα στο Βορρά είχαμε ακόμα χειμώνιμο. Σε ένα μήνα θα μπαρκάραμε.

Το καΐκι μας, η Ποίηση, ανήκε σε δυο αδέλφια, τον Ντένι και τον Χίλμαρ. Ο Χίλμαρ ήταν ο παλιός ιδιοκτήτης του συνεργείου αυτοκινήτων του Χωριού. Δύσκολος άνθρωπος αλλά ντόμπρος, ήταν από τους καλύτερους φίλους του Γιάννη. Πέθανε πριν μερικά χρόνια από την επάρατο νόσο και το καΐκι έμεινε αμανάτι στον Ντένι. Ο Ντένι είχε σαραβαλιάσει και του λόγου απ’ ότι κατάλαβα. Μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο και έχει παρά φύση έδρα. «Αυτός πίνει κιόλας, δεν βοηθάει τον εαυτό του.» Δεν χαρίζεται σε κανένας ο Γιάννης. Ο Ντένι είχε βαλθεί να πουλήσει την Ποίηση αλλά μέχρι να βρεθεί αγοραστής δεν υπήρχε λόγος να κάθεται. Έτσι ο Γιάννης προσφέρθηκε, παρά τα εξήντα εννιά του χρόνια να τήν αναλάβει για το κωλοκαίρι και επι τη ευκαιρία, να πάρει κι εμένα μαζί του. «Εσύ θα δουλεύεις κι εγώ θα σε κοιτάω. Δεν αντέχω πια, μεγάλωσα!»

Τα κωλοκαίρια μπορεί ο καθένας ελεύθερα, να πάει να βγάλει το ψωμί του στη θάλασσα. Όλο τον υπόλοιπο χρόνο, αυτό το δικαίωμα πρέπει να το πληρώσεις! Όλο το παραμύθι γίνεται για να μπει μια ρέγουλα στο ψάρεμα, γιατί το ’67 εξαφανίστηκε η ρέγκα από την Ψαρού και μαζί της κόντεψε να σβηστεί και το Χωριό από το χάρτη! Αλλά όπως είπα, είναι λίγο παραμύθι η υπόθεση. Να πως δουλεύει το πράγμα: Το κράτος βγάζει ένα φιρμάνι που λέει πόσα ψάρια επιτρέπεται να αλιευτούν κάθε χρόνο για να μην τα ξεπαστρέψουμε τελείως. Σε κάθε πλεούμενο αντιστοιχεί ένα ποσοστό από αυτά τα ψάρια. Στην αρχή, πριν σαράντα χρόνια που επεβλήθη το μέτρο, το ποσοστό υπολογιζόταν ανάλογα με το πόσους τόνους είχε αλιεύσει το κάθε σκάφος τα προηγούμενα πέντε χρόνια. Κοντολογίς όποιος είχε τα μέσα και την όρεξη, συνέχιζε να κάνει τη δουλειά του, αρκεί να μην το παράκανε.

«Οι πολιτικοί είναι καργιολία όλοι τους Λευτέρη! Δεξιά κι αριστερά.», γιατί το ’90 το ποσοστό του κάθε πλεούμενου έγινε μεταβιβάσιμο. Μπορούσες να το πουλήσεις, να το νοικιάσεις, ακόμη και να το υποθηκεύσεις. Για να μην τα πολυλογώ, όποιος ήταν φτωχός, κορόιδο ή μούτζωσε τη θάλασσα, πούλησε το δικαίωμα του. Όποιος είχε χρήμα, αγόρασε. Κι αν ήσουν τράπεζα ή τοκογλύφος, ένα και το αυτό δηλαδή, το άρπαζες. Όσο πιο πολύ χρήμα έχεις τόσο περισσότερα ποσοστά μπορείς να αγοράσεις, κι ας τους άλλους να κουρεύονται. Έτσι τη σήμερον ημέρα, το δικαίωμα να ψαρεύουν το έχουν λίγοι κι εκλεκτοί, επιχειρηματικά μυαλά ή κομπιναδόροι αν προτιμάτε. Οι μεγάλοι αυτού του Νησιού, όπως η Εταιρία εδώ στο Χωριό, έχουν και το δικαίωμα και τις μηχανότρατες για να οργώνουν τους βυθούς. Για να ξαναμοιράσουμε το δικαίωμα ούτε κουβέντα!

Κι εδώ έγκειται και το παραμύθιασμα, αγαπημένα φιλαράκια. Μην ξεχνάτε ότι όλη η ιστορία ξεκίνησε για να μην ξεκληρίσουμε τα ψάρια. Αν θες τη σήμερον να ξεκινήσεις να ψαρεύεις πρέπει να νοικιάσεις τα κιλά που θα πιάσεις από κάποιον που έχει ποσοστό. Βάλε τώρα ότι θα σε χρεώσει εβδομήντα τις εκατό στην τιμή του ψαριού, καταλήγεις να βάζεις στην τσέπη το τριάντα τις εκατό από τα ψάρια που πουλάς. Χώρια τα έξοδα σου. Έλα όμως που δεν έχουν όλα τα ψάρια την ίδια τιμή. Όσο πιο μεγάλο είναι το ψάρι, τόσο πιο ακριβά πουλιέται στο κιλό. Αυτοί που έχουν νοικιάσει το ποσοστό τους, προτιμάνε να ξεφορτώνουν μόνο μεγάλο ψάρι. Όλο το μικρό ψάρι που αναπόφευκτα θα πιάσουν, θα προτιμήσουν να το πετάξουν πίσω στη θάλασσα νεκρό, για να φτουρήσει το νοικιασμένο ποσοστό. Κι αν το κάνουν οι μικροί ψαράδες, γιατί να μην το κάνει και η Εταιρία, που έχει το δικαίωμα να ψαρεύει το δέκα της εκατό όλων των ψαριών, όλης της χώρας; Εκεί να δείτε πως φτουράει το ποσοστό! Κάτι τέτοιο φυσικά απαγορεύεται, γιαυτό μικροί και μεγάλοι το κάνουν όταν δεν τους κοιτάνε. Αντιθέτως, όταν οι ελεγκτές της Αρχής Αλιείας επιβιβάζονται στα καΐκια και τις μηχανότρατες για να εποπτεύσουν το ψάρεμα, είναι όλοι τους τύπος και υπογραμμός. Κι οι ελεγκτές, για λόγους που μου διαφεύγουν μιας και δεν είμαι και κανένας έξυπνος, πείθονται πως, αφού δεν εντόπισαν καμιά παρατυπία με τα ίδια τους τα μάτια, αποκλείεται να γίνονται βρωμοδουλειές πίσω απ’ την πλάτη τους. «Χέστα κι άστα είναι! Τι ψάχνεις;»

Υπάρχει όμως μία μαγική περίοδος που επιτρέπεται στα μικρά καΐκια να ψαρέψουν παράκτια με καθετή, χωρίς να νοικιάσουν ποσοστό. Το κάθε σκάφος μπορεί να ψαρέψει μέχρι εφτακόσια πενήντα κιλά τη μέρα, για δώδεκα μέρες κάθε μήνα. Η περίοδος ξεκινάει το Μάιο και τελειώνει όταν τα καΐκια όλης της Ψαρούς θα έχουν αλιεύσει συνολικά δέκα χιλιάδες τόνους. Αν σας φαίνονται πολλά, σκεφτείτε ότι μία και μόνο μηχανότρατα σαν το Σόουλμπεργκ, το καμάρι του Χωριού μας, ξεφορτώνει χίλιους τόνους το μήνα. Όπου φτωχός κι η μοίρα του λοιπόν, το κάθε καΐκι προσπαθεί να ροκανίσει όσο μεγαλύτερο κομμάτι μπορεί από αυτούς τους δέκα χιλιάδες τόνους. Γιαυτό με το που μπαίνει ο Απρίλης, κάθονται όλ σε αναμμένα κάρβουνα. Και φέτος είχε πάρει φωτιά κι ο δικός μου κώλος!

Τις πρώτες δυο βδομάδες του Μαΐου κάναμε δουλειές στο καΐκι περιμένοντας να τελειώσει ο Γιάννης τη θεραπεία για το μάτι του. Συνδέσαμε τα ηλεκτρικά, ετοιμάσαμε αρματωσιές, καθαρίσαμε μέσα έξω. Ιδιαιτέρα μέσα, «Να αλλάξει λίγο η μυρωδιά». Τα πρωινά, στο διάλειμμα μας, πηγαίναμε για καφέ στο βενζινάδικο όπου ο Γιάννης συναντούσε την παλιά φρουρά, μια παρέα συνταξιούχων, άλλοι οικογενειάρχες, άλλοι γεροντοπαλίκαρα. Όλοι τους κουτσομπόληδες! Η παλιά φρουρά πίνει καφέ το πρωί στο βενζινάδικο και το μεσημέρι στο φούρνο. Το απόγευμα που είναι όλα κλειστά, κάνουν βόλτες ο καθένας με το αμάξι του και εποπτεύουν το Χωριό. Τα βράδια κλείνονται στα σπίτια τους, ήσυχοι πως έχουν κάνει το καθήκον τους, βλέπουν ειδήσεις και ανανεώνουν την ατζέντα της πρωινής συνάντησης της επομένης.

Στις πρωινές συνεδριάσεις τους αναλύουν την επικαιρότητα, που τους έχει ξεπεράσει, απασχολούνται με την πρόγνωση του καιρού και τις ψαριές, που λίγο τους επηρεάζουν πλέον, ανταλλάσουν απόψεις για την πολιτική, ξεφυσώντας ναφθαλίνη και κυρίως, πρωτίστως και πάνω απ’ όλα σχολιάζουν, τους συγχωριανούς τους. Ποιος παντρεύτηκε, ποιος πέθανε, ποιος έκανε παιδί, ποιος έπιασε δουλειά που και ούτω καθεξής. Και ουέ κι αλίμονο σε όποιον περάσει απ’ έξω από το βενζινάδικο, πόσο μάλλον αν τολμήσει να μπει μέσα. Πρώτα θα συμβουλευτούν ο ένας τον άλλο για να ταυτοποιήσουν τον εισβολέα και μετά τον κάνουν φύλλο και φτερό. Καμάρωσε τον τάδε, πήρε πράσινο μπουφάν. Στην ηλικία του! Αυτή δεν είναι η κόρη της τάδε; Αυτή μένει στη Χώρα, πως και μας θυμήθηκε; Δε φτάνει που φοράει κουκούλα, φοράει και καπέλο από κάτω! Το φοβάται μην τον κάψει ο ήλιος; Και φυσικά για μένα… Τι τα θέλει τόσα σκουλαρίκια; Κι είναι και τεράστια! Δεν του φτάνει να τρυπάει τ’αυτιά του φοράει και το χαλκά στη μύτη, που να τον πάρει ο διάολος! Έπαιρνα τον καφέ μου, έλεγα καλημέρα λες και δεν είχα ακούσει τίποτα και καθόμουν στη θέση μου στο τραπέζι. Και φαρσί να μιλούσα τη γλώσσα τους, δεν μπορώ να τους βγάλω από το μυαλό πως είμαι ξένος. Μιλούσαν μπροστά μου για μένα σε τρίτο πρόσωπο και άφηνα το Γιάννη να απαντάει για μένα, μέχρι που βαριόταν κι αυτός και επιστρέφαμε στη δουλειά μας. «Αυτοί είναι γέροι! Κολλημένοι! Μου σπάνε τα νεύρα.»


Τέλος, στις δεκαέξι Μαΐου μπαρκάραμε για την πρώτη ψαριά. Πολύ θα ήθελα να σας περιγράψω, αγαπημένα φιλαράκια, εκείνη την πρώτη μέρα αλλά θυμάμαι ελάχιστα κι όλος εκείνος ο καιρός στη θάλασσα μου φαίνεται σαν όνειρο. Και μην περιμένετε να σας αραδιάσω εδώ ναυτικούς όρους. Ό,τι έπιασα από τα χαλασμένα Ελληνικά του Γιάννη, είναι πέντε λέξεις όλες κι όλες. Τα υπόλοιπα μου τα είπε στα Ψαριανά ή δεν τους δώσαμε όνομα κι αν διαβάσει αυτό το γράμμα κανένας αληθινός ψαράς, θα φρίξει με την αμορφωσιά μου!

Να τι ξέρω να σας πω: Η Ποίηση είναι γύρω στα δώδεκα μέτρα. Κάνει για ψάρεμα με παραγάδι και με καθετή, όπως μαρτυρά το σκουριασμένο βίντσι στα τρία τέταρτα του καταστρώματος. Πίσω από το βίντσι είναι το κουβούκλιο που στεγάζει το τιμόνι και τα όργανα, που εδώ το λέμε σπιτάκι. Στο σπιτάκι δεξιά έχει ένα κάθισμα, σαν αυτοκινήτου, για τον καπετάνιο. Μπροστά του είναι το ξύλινο πηδάλιο και πάνω στο ταμπλό είναι όλα τα όργανα και οι οθόνες. Στον ουρανό του σπιτιού είναι στερεωμένη μια γυροσκοπική πυξίδα. «Στρατό δεν έχεις πάει;»

«Έχω πάει!»

«Ε, τι είναι στο μηδέν ρε Λευτέρη;»

«ο Βορράς.»

«Άντε μπράβο!»

Τόσο η πυξίδα όσο και το ξύλινο πηδάλιο είναι σχεδόν άχρηστα γιατί όλα πλέον είναι ηλεκτρονικά. Στο ταμπλό στέκει ένας υπολογιστής, συνδεδεμένος με το αυτόματο σύστημα αναγνώρισης, που δείχνει ζωντανά το στίγμα του σκάφους και όλα τα άλλα πλεούμενα πάνω στον ψηφιακό ναυτικό χάρτη. Ο ναυτικός χάρτης παρέχει λίγες πληροφορίες για τη στεριά. Σημειώνει τα λιμάνια, τους φάρους και τα βοηθήματα πλοήγησης, κάτι τεράστια πορτοκαλί μεταλλικά τρίγωνα που συναντά κανείς είτε πάνω σε εξέδρες είτε καρφωμένα ψηλά στο βράχο να κοιτάνε σαν το μάτι του Ρα, στο έμπα πολλών φιόρδ και κόλπων και πρέπει να τα στοχεύεις καθώς εισπλέεις στον προορισμό σου για να μη στουκάρεις πουθενά ή να μην πέσεις στα ρηχά. Η βασική λειτουργία του ναυτικού χάρτη είναι να περιγράφει τη θάλασσα. Σημειώνει τις ξέρες και περιγράφει με λεπτομέρεια τα διαφορετικά βάθη και τα σύνορα μεταξύ τους σαν ανάστροφα βουνά. Σιτς γραμμές των συνόρων του βυθού ο Γιάννης έβλεπε σχήματα, «Βλέπεις το αλογάκι, εκεί στο κεφάλι του θα πάμε σήμερα.» Οι χαρτογραφημένες περιοχές του βυθού έχουν επίσημα ονόματα που αναγράφονται στο χάρτη αλλά και ντόπια τοπωνύμια που τους έχουν κολλήσει οι ψαράδες όπως Η Τρύπα των Σκορπιών, «Γιατί εκεί έχει πολλές σκορπίνες το καλοκαίρι ρε αγόρι μου» και Τα Λημέρια του Δασκάλου «Γιατί εκεί ψάρευε ένας που ήταν μεγάλος δάσκαλος».

Το σκάφος το πλοηγείς με το ηλεκτρονικό πηδάλιο, ένα κουμπάκι που στρίβεις δεξιά ή αριστερά, ανάλογα με τον προσανατολισμό που θέλεις να πάρεις. Αυτός ο αυτόματος πιλότος κρατάει τη πορεία σταθερή στις μοίρες που του έχεις ορίσει, μόνο που ο δικός μας συχνά έκανε του κεφαλιού του κι έπρεπε να διορθώνουμε την πορεία. «Κοίτα το! Που μας πάει ρε; Εεεε να το χέσω!» Παραδίπλα στο ταμπλό είναι το υπερηχητικό βυθόμετρο («Εδώ βλέπεις αν έχει ζωή από κάτω μας!»), το δρομόμετρο, που άκουγε κι αυτό τον εξάψαλμο γιατί η Ποίηση δεν πήγαινε πάνω από εννιά κόμβους («Όλο λέει ότι θα τη φτιάξει ο Ντένι, σκατά έχει φτιάξει!») και οι μοχλοί, ένας για το γκάζι κι ο άλλος για τις ταχύτητες. Πρόσω, νεκρά και όπισθεν.

Τέλος, πάνω από τους μοχλούς κρέμεται ο ασύρματος. Κάθε πρωί που φεύγαμε ο Γιάννης άρπαζε τον ασύρματο στη δουλεμένη χούφτα του με σιγουριά και ειδοποιούσε για τον απόπλου, όπως λένε οι κανονισμοί.

« Χωριό (το λιμάνι στο οποίο είναι δηλωμένο το σκάφος) - δεκαοκτώ ογδόντα οκτώ (ο αριθμός του σκάφους). Καλημέρα!»

« Δεκαοκτώ ογδόντα οκτώ – Χωριό. Καλημέρα.»

« Χωριό - Δεκαοκτώ ογδόντα οκτώ. Βγαίνουμε από το φιόρδ.»

« Δεκαοκτώ ογδόντα οκτώ – Χωριό. Απόπλους από το φιόρδ. Ευχαριστώ.»

«Ευχαριστώ.»

Στην πρώτη βάρδια στον ασύρματο ήταν μια πρόσχαρη κυρία, η πρώτη καλημέρα που ακούγαμε αξημέρωτα και η μόνη γυναικεία φωνή που ακούγαμε στη θάλασσα.

«Που είναι η φίλη μας; Εδώ στο Χώριο;»

«Όχι ρε. Τώρα με τα κομπιούτερ και το δορυφόρο δεν χρειάζεται. Όλοι οι μαρκόνηδες είναι στο Ρεβικιάβικ!»

Στην ίδια συχνότητα μιλούσαν και όλα τα υπόλοιπα καΐκια, κι ο Γιάννης τους αναγνώριζε από τη φωνή ή από τον αριθμό του σκάφος. Ο Σίγκι, ο Ντόρι, ο τάδε, ο δείνα… Ανάθεμα κι αν τους θυμάμαι όλους. Θα ήταν καμιά εικοσαριά μαζί με τους κοντοχωριανούς μας. «Αυτός είναι πρώην αστυνομικός. Αυτός είναι καπετάνιος σε μηχανότρατα. Αυτουνού οι γονείς είχαν την φάρμα πέρα από το φάρο και τον φωνάζουμε Αγρότη. Αυτός είναι πραγματικός ψαράς! Αυτός είναι καργιόλης.»

Αριστερά, μέσα στο σπιτάκι είναι μια στενή τουαλέτα, μισό μέτρο επί ένα, όπου η λεκάνη στριμώχνεται με το μεταλικό «δέντρο» που στεγνώνουμε τα γάντια. Δεν μου έκανε ποτέ κέφι να την χρησιμοποιήσω, ήταν σα να κάνεις την ανάγκη σου σε ντουλάπα που πέφτει από ουρανοξύστη. Άσε που έσκαγες από τη ζέστη. Ο Γιάννης όμως την είχε συνηθίσει και με μια ευγένεια που δεν αρμόζει στη ζωή στη θάλασσα, έλεγε «Εμένα θα με συγχωρέσεις, πάω στο μέρος». Τό’φερνε ο διάολος και κάθε φορά που έμπαινε ο Γιάννης στην τουαλέτα, ξεκινούσαν τα ψάρια να τσιμπάνε κι έπρεπε να κουλαντρίσω τη δουλειά μόνος μου, τρέχοντας πάνω κάτω σαν παλαβός. Όταν είχε ολοκληρώσει και με έβρισκε επί το έργον, έλεγε γελώντας πως μας ήρθαν ψάρια γιατί τους αρέσει μυρωδιά! Κανείς όμως από τους δυο μας δεν κατουρούσε στη λεκάνη. Όχι κύριε, αυτό το κάνεις με το ένα χέρι στην κουπαστή και το άλλο στα αχαμνά σου. Ξαλαφρώνεις αγναντεύοντας κι αν κάποιος πει πως έχει κατουρήσει στην αλμυρή θάλασσα, όλοι στο Νησί καταλαβαίνουν πως αυτός ο άνθρωπος είναι ψαράς ή ναυτικός.

Κάτω από το ταμπλό, τέσσερα απότομα σκαλιά οδηγούν στην καμπίνα, κάτω από το πρόστεγο. Εκεί έχει ντουλάπια, δυο γιατάκια, ένα νεροχύτη και μια μικρή σόμπα πετρελαίου, που μένει πάντα αναμμένη. Στην καμπίνα άφηνα τη νιτσεράδα και τις γαλότσες στο τέλος της μέρας για να στεγνώσουν κι η φλόγα της σόμπας, που ταξίδευε εν αγνοία της τις θάλασσες, έβαζε τα δυνατά της παρόλο το νερό που την περικύκλωνε. Είναι θαύμα της μηχανικής πως χωράνε όλα αυτά μέσα στο σπιτάκι και την καμπίνα. Το σπιτάκι είναι στενό, ίσα ίσα χωράει δυο ανθρώπους και συχνά ανταλλάσαμε άθελα μας αγκωνιές με το Γιάννη, προσπαθώντας να φορέσουμε τις νιτσεράδες μας.

Κατά μήκος του καταστρώματος, κολλητά με το βίντσι, είναι δυο σκεπασμένοι πλαστικοί κάδοι που φτάνανε ίσα με το γοφό μου, σφηνωμένοι σε ένα μεταλλικό πλαίσιο. Ο καθένας βάζει περί τα διακόσια πενήντα κιλά ψάρι. Πίσω τους στη σειρά, είναι ένας τρίτος ξέσκεπος σιδερένιος κάδος, που μέσα του αποθηκεύαμε διάφορα κούρκουτα και στο χείλος του ήταν στελιωμένη η πλαστική κασέλα που μέσα της σφάζαμε τα ψάρια. Το βίντσι ενώνεται με τη δεξιά κουπαστή με μια πλαστική σανίδα και όλη μαζί η κατασκευή, μαζί με τους τρεις κάδους κάθεται πάνω στο κατάστρωμα σε σχήμα γάμμα, αφήνοντας ένα διάδρομο που πρέπει να τον περπατήσεις γύρω γύρω για να πας από τη μια κουπαστή στην άλλη.

Κολλητά στην αριστερή κουπαστή, σε ένα δεύτερο ισχνό σπιτάκι είναι ένας πίνακας με διακόπτες και η τρύπα που βγάζει στο στενό αμπάρι όπου βρίσκεται η μηχανή. Ο τοίχος του που βλέπει προς το κατάστρωμα βαφόταν συχνά με το αίμα των ψαριών που σφάζαμε στην κασέλα, πριν τα ξεχωρίσουμε να τα ρίξουμε στους κάδους. Αν η ψαριά ήταν καλή, το αίμα έτρεχε ποτάμι. Στις κασέλες, στους κάδους, στις νιτσεράδες, ακόμα και στα πρόσωπα μας. Γιατί το ψάρι δεν το αφήνεις να σκάσει, το σφάζεις επί τόπου. Όχι από καλοσύνη, ούτε από κακία. Απλά κρατιέται πιο φρέσκο αν έχει στραγγίξει το αίμα του. «Το αριστερό σου χέρι πρέπει να γίνει τανάλια!», για να κρατάει το ψάρι ανάσκελα με τον αντίχειρα μέσα στα βράγχια. Με το δεξί κόβεις αποφασιστικά εκεί που τελειώνει το κεφάλι. Εκεί κρύβεται η καρδιά του. Μάλιστα, αγαπημένα φιλαράκια, έχουν και τα ψάρια καρδιά κι εγώ έκανα τη δική μου πέτρα. «Πρέπει να γίνεις φονιάς Λευτέρη!»

Το κακό με το αίμα είναι ότι πήζει αμέσως. Τις μέρες που τύχαινε να έχει λίγο ήλιο, ήμασταν επί ποδός να καθαρίζουμε πριν ξεραθούν τα αίματα στο καΐκι, με μια μάνικα που τραβάει το θαλασσινό νερό για να ξεπλένεις το κατάστρωμα. Τα πηχτά κομμάτια του αίματος γλιστρούσαν από τις τρύπες κάτω από τις κουπαστές και τα θυελοπούλια που ακολουθούσαν πιστά το καΐκι, σηκώνανε σαματά για το ποιο θα προλάβει να φάει. Που και που μας έκανε την τιμή και κανένας γλάρος που τα εκτόπιζε θριαμβευτικά με στριγκιές κραυγές. Τα θυελοπούλια χτίζουν τις φωλιές τους στις εξοχές ψηλών κατακόρυφων βράχων πάνω από τη θάλασσα και στα τοιχώματα των φαραγγιών. Για να πετάξουν εκμεταλλεύονται τα ρεύματα του αέρα και δεν πολυχτυπάνε τα φτερά τους. Γιαυτό, όπως κι άλλα θαλασσοπούλια, δεν μπορούν να απογειωθούν από τη στεριά. Πρέπει είτε να σαλτάρουν από το βράχο είτε να τρέξουν στην επιφάνεια του νερού. Όταν είναι κοντά στις φωλιές αιωρούνται, με χάρη τραγουδώντας μια τσιριχτή μελωδία που αντηχεί το πλάτος του θαλασσινού ορίζοντα. Όταν όμως κρατάνε συντροφιά στα καΐκια και ζητιανεύουν για φαγητό, στρογγυλοκάθονται στην επιφάνεια του νερού, σπρώχνοντας που και που με τα πόδια τους, και κακαρίζουν άχαρα σαν κότες. Για τον ψαρά είναι παρέα και πονοκέφαλος.

«Είναι ηλίθιοι, όλο τσακώνονται!» έλεγε ο Γιάννης. Ανάλογα με τα κέφια του, άλλοτε τους μιλούσε και άλλοτε, όταν ξεχείλιζε από μέσα του η εύθυμη μανία της θαλασσινής ζωής, φώναζε μέσα από τα πνευμόνια του για να δει αν θα τρομάξουν.«Τεεεεεεεοοοοοοοοοοο!»

«Τον βλέπεις αυτόν, είναι γέρος. Είναι πιο έξυπνος, δεν τρομάζει!»

Κάθε σμήνος είχε ένα δυο γέρικα θυελοπούλια που μπορούσες να τα ξεχωρίσεις εύκολα από τα νεαρά. Τα γέρικα πουλιά είχαν αυτοπεποίθηση και ήταν τολμηρά στο ψάρεμα. Τα μικρότερα ήταν νευρικά και συχνά χάζευαν κι έχαναν τους καλούς μεζέδες. Κάτι ανάλογο ίσχυε και για το διμελές το πλήρωμα της Ποίησης.

Στο πίσω μέρος του σκάφους, δεμένοι στην πρυμνήσια κουπαστή είναι τρεις ακόμα κάδοι. Ένας για ψάρια, ένας για τον πάγο κι ένας για το αλεξίπτωτο κι άλλα εργαλεία. Τα ψάρια τα χωρίζαμε στους κάδους ανάλογα με το μέγεθος τους. Οι μπακαλιάροι πάνω από πενήντα πόντους μπαίνουν στον πρώτο κάδο και λέγονται Ανάμεικτα Καλά. Κάτω από πενήντα πόντους μπαίνουν στο δεύτερο και λέγονται Ανάμεικτα Μικρά. Μαζί με τα Ανάμεικτα Μικρά, μπαίνουν και οι μπακαλιάροι που είναι πάνω από πέντε κιλά, τα λεγόμενα Πέντε-Συν. Τέλος, οι πολλοί μεγάλοι, πάνω από οκτώ κιλά, οι Οκτώ-Συν, μπαίνανε στον πρυμνήσιο κάδο. Οι μαύροι μπακαλιάροι κι οι μελανόγραμμοι μαζί τις σκορπίνες και τα λυκόψαρα μπαίνανε όπου περίσσευε χώρος.

Το ζητούμενο ήταν να έχεις πολλούς μπακαλιάρους και μάλιστα Πέντε και Οκτώ-Συν. Οι μελανόγραμμοι κι οι μαύροι πωλούνται φθηνά. Οι σκορπίνες πιάνουν καλή τιμή, αλά μόνο μεγάλες. Αν είχαμε πολλές μικρές, ο Γιάννης έκοβε καμιά δυο για δόλωμα. Το λυκόψαρο δεν ξέρω τι τιμή πιάνει, πρέπει να πιάσαμε το πολύ τρία όλα κι όλα κι εγώ μετά βίας τα πλησίασα. Είναι λιπαρό και νόστιμο ψάρι, μα φρικώδες στην όψη. Έχει χοντρή γκρίζα πέτσα με μαύρες ρίγες της τίγρης και μακρύ κορμί σαν ψωμωμένο χέλι που καταλήγει σε ένα μεγάλο κεφάλι με δυο κατάμαυρα μάτια κι ένα άχαρο μεγάλο στόμα με δυο πυκνές σειρές μοχθηρά σκυλίσια δόντια που χάσκουν προς τα έξω και του χρησιμεύουν για να σπάει όστρακα. Δύσκολο να το αντικρίσεις. Καλύτερα να μένει κρυμμένο στα σκοτεινά βάθη του ωκεανού, σαν άβολη αλήθεια.

Στη δεξιά κουπαστή, από την πρύμνη μέχρι το σπιτάκι, είναι αραδιασμένες ανά δύο μέτρα, οι τέσσερις καθετές ή καρούλες όπως τις έλεγε ο Γιάννης. Κάθε καρούλα, είναι στερεωμένη σε ένα μεταλλικό στέλεχος, λίγο κυρτό στην άκρη, με μια οθόνη με τέσσερα κουμπιά. Στην οθόνη μπορείς αν δεις σε τι βάθος έχει κατέβει η καθετή κι αν έχει πιάσει ψάρι. Με τα κουμπιά της λες να βιράρει, να λασκάρει ή να σταματήσει αν χρειαστεί. Όταν αμολάς την ηλεκτρονική καθετή, αυτή λασκάρει μέχρι το μολύβι να βρει στον πυθμένα. Μετά ανεβοκατεβαίνει μόνη της τέσσερα μέτρα περίπου από τον πυθμένα. Αν πιάσει ψάρι, σε ειδοποιεί με ένα εικονίδιο στην οθόνη και αρχίζει να ανεβαίνει μόνη της. Όλα αυτά στη θεωρία, γιατί πολλές φορές είχε ψάρι και δεν το έφερνε και έπρεπε να το πάρεις χαμπάρι τραβώντας τη με το χέρι για να το νιώσεις να τσιμπάει. Άλλες φορές έπεφτε σε βούρκο και ο μηχανισμός νόμιζε ότι είχε τσιμπήσει επειδή κολλούσε στη λάσπη.

Το πιο σύνηθες από όλα, ήταν να πιάσει η μία καθετή την άλλη. Είτε επειδή τις έσπρωχναν τα ρεύματα είτε επειδή τις μπέρδευε κανένα ψάρι που δεν ήταν έτοιμο να παραδοθεί. Τότε ανέβαιναν μπλεγμένες, καμιά φορά δυο δυο, καμιά φορά και οι τέσσερις μαζί κουβάρι, καμιά φορά και με τα ψάρια μαζί κι ήταν ολόκληρη ιστορία να τις ξεμπλέξεις. Δεν είναι ακατόρθωτο αλλά ο Γιάννης δεν έβλεπε καλά κι εγώ δεν μάθαινα όσο γρήγορα θα ήθελε. Ίσως γιατί οι λέξεις γίνονταν αχταρμάς στο κουρασμένο μυαλό του όπου χρόνια τώρα έχει ξεφτίσει η μητρική του γλώσσα. Όταν οι καθετές ανεβαίνουν κουβάρι, δεν υπάρχει χρόνος για πολλές εξηγήσεις. Γιατί όπως έμαθα, ο χρόνος στη θάλασσα είναι χρήμα. «Αν δεν είναι κάτω τα αγκίστρια, πως θα πιάσουμε ψάρι ρε Λευτέρη;»

Κι έτσι, κάτω από την πίεση των χρημάτων που κολυμπούσαν μακριά μας, οι οδηγίες προς το ναυτιλλόμενο ήταν συχνά κάπως ασαφείς.

«Σταμάτα τη. ΣΤΑΜΑΑΑΑΤΑ ΤΗ!»

«Ποια; Αυτή ή την άλλη;»

«ΑΥΤΗ! Ε ρε γαμώτο. Έλα εδώ, πιάσε αυτό.»

«Ποιο αυτό; Το στριφάδι; Τη μάνα;»

«Αυτό ρε! Γρήγορα!»

«Ποιο απ’ όλα;»

«ΑΥΤΟΟΟΟΟΟ!»

Στην άκρη του μεταλλικού στελέχους η μάνα δένεται με την αρματωσιά με μια παραμάνα κι ένα στριφτάρι και σε εκείνο το μήκος είναι περασμένο το κουλούρι. Η αρματωσιά έχει συνήθως τέσσερα μεγάλα αγκίστρια με στριφτάρια ανάμεσα τους, οπλισμένα με πλαστικό δόλωμα και κάτω κάτω δένεται το μολύβι που ζυγίζει δυόμισι κιλά. Κάποιες φορές, στην αρχή της μέρας, βοηθούσαμε το πλαστικό δόλωμα βάζοντας στα αγκίστρια και λίγο ρέγκα ή καλαμάρι. Τότε ξεκινούσε η πραγματική μάχη με τα θυελοπούλια, γιατί με το που πετούσαμε την αρματωσιά στη θάλασσα αυτά τρέχανε να κλέψουν το φρέσκο δόλωμα. «ΕΕΕΕΕΗ! ΕΕΕΕΕ!» Τους φωνάζαμε να παραμερίσουν, να προλάβουμε να πατήσουμε το κουμπί να πάει κάτω η καθετή. Την αρματωσιά την πετάς στη θάλασσα ασφαλίζοντας τα στριφτάρια  ανάμεσα στο δείκτη και στο μέσο. Μετά την τινάζεις μακριά ανοίγοντας και τις δύο παλάμες ταυτόχρονα. «Όχι έτσι βρε αγόρι μου, αφού σου έδειξα!» Χρειάστηκε να καρφωθούν δυο τρία αγκίστρια στο χέρι μου μέχρι να το εμπεδώσω.

Τον εξοπλισμό του ψαρέματος συμπληρώνουν τα μαχαίρια για το σφάξιμο και άλλα δυο σύνεργα. Το πρώτο το λέγαμε απλά «το εργαλείο», ένα ξύλο μήκους ενός πήχη που στην άκρη έχει περασμένο κάθετα ένα καρφί κυρτό σαν δρεπάνι. Το εργαλείο το χρειάζεσαι για να ανεβάσεις στο καΐκι τα μεγάλα ψάρια. Κάποια ήταν ίσα με το μπόι του Γιάννη και ζύγιζαν πάνω από εικοσιπέντε κιλά. Θεριά ανήμερα που παλεύουν για τη ζωή τους. Τώρα θα μου πείτε, όλοι οι ψαράδες τα ίδια λένε αλλά δε λέω ψέματα, έχω και φωτογραφίες. 

Τα μεγάλα τα καταλαβαίνεις γιατί είναι δυνατά και καθώς προσπαθούν να κολυμπήσουν μακριά, η καθετή αγκομαχά να ανέβει. Τέτοια πράγματα μαθαίνεις να τα κόβεις με το μάτι. Περιμένεις με το εργαλείο ανά χείρας και το γοφό κολλημένο στην κουπαστή. Κάτω από την επιφάνεια εμφανίζεται μια αχνή χρυσή σκιά, που όλο και μεγαλώνει. Στην οθόνη της καθετής αναγράφεται στα πόσα μέτρα βάθος βρίσκεται το μολύβι. Τρία, δύο, ένα. Ορμάς και αρπάζεις με το αριστερό την αρματωσιά και τη σηκώνεις κολλητά στο καΐκι, ίσα να βγει το κεφάλι του ψαριού από το νερό και… «ΓΙΑΑΑΑΑ!» καρφώνεις με φόρα το εργαλείο στο κρανίο του κτήνους. Τώρα μπορείς να πιάσεις το εργαλείο και με τα δύο χέρια, και με όλη σου τη δύναμη να σηκώσεις το ψάρι πάνω τα τελευταία δυο μέτρα που χωρίζουν την επιφάνεια του νερού από την κουπαστή. «ΡΑΑΑΑΑΑΓΚΧ» Με ένα τίναγμα το καρφί βγαίνει από το κρανίο και το ψάρι πέφτει με ένα γδούπο στο κατάστρωμα. Γρήγορα την αρματωσιά στο χέρι και πας για το επόμενο.

Αυτή τη μανούβρα μου πήρε λίγο χρόνο να την κάνω σωστά. Μα και ολόσωστα να την έκανα, καμιά φορά το ψάρι καταφέρνει να ελευθερωθεί. Είτε γιατί δεν έχει φάει καλά το αγκίστρι, είτε γιατί το είχε πιάσει η καθετή από την πλάτη όπως ανέβαινε με φόρα στην επιφάνεια, είτε Κύριος οίδε! Εδώ χρησιμεύει το δεύτερο σύνεργο, ένα μεταλλικό κοντάρι, γύρω στα τρία μέτρα ψηλό, με τέσσερα τσιγκέλια στην άκρη. Την ώρα που το ψάρι πάει να κολυμπήσει μακριά, κι ενώ τα έχει ακόμα χαμένα, το λογχίζεις σβέλτα με το κοντάρι κοντά στο κεφάλι και τραβάς. «ΕΕΕΕΕΕΕ!» Τα τσιγκέλια πιάνονται στα βράγχια και τέλος. Πάει κι αυτό στην κασέλα για σφάξιμο.


Ξέρω τώρα, θα λέτε πως δε με γνωρίζετε με αυτά που λέω. Τι αγροίκος είναι αυτός; Πως έγινε έτσι; Το σκέφτηκα κι εγώ. Πως το μπορείς μωρέ; Να βάζεις το μαχαίρι στο λαιμό σε ζωντανά και μεγαλειώδη πλάσματα, παρδαλά και ιριδίζοντα, περίπλοκα πλασμένα, αλλόκοτα και πράγματι θαυμαστά. Τους βάζεις το μαχαίρι στο λαιμό κι αυτά σοκαρισμένα εκκενώνουν ότι έχουν μέσα τους; Χέζουν, κατουράνε, τους φεύγει η μπουκιά από το στόμα  -μικρές γαρίδες και αστερίες που είχαν στην κοιλιά τους τώρα περπατάνε έξω από το στόμα τους. Τα σφίγγεις μες τη χούφτα σου, μπήγεις τον αντίχειρα στο μάτι τους για να κάτσουν καλά, να δείξουν το λαιμό τους και μετά, με μια κίνηση αστραπιαία τους παίρνεις τη ζωή; Ακούς τη σάρκα τους να σπάζει μες στα χέρια σου, κάτω από τη λεπίδα. Βλέπεις την καρδία τους να χτυπάει εκτεθειμένη στον ήλιο, λίγα δευτερόλεπτα πριν σταματήσει και δεν ντρέπεσαι; Δε λυγάς, να πάψεις μια στιγμή, να πεις γιατί; «Έτσι είναι αγόρι μου. Ο ψαράς σκοτώνει τα ψάρια, ο γελαδάρης τα γελάδια, το ένα ψάρι τρώει το άλλο, ο άνθρωπος τον άνθρωπο. Δεν θέλω να ακούω τρέλες.»

Έτσι είναι. Και τι θέλατε να κάνω δηλαδή; Δεν το έκανα για χόμπι, ούτε για ευχαρίστηση. Και έμαθα από πρώτο χέρι τι μυρωδιά έχει και το φαγητό και το χρήμα. Ιδρώτας, αίμα και σκατά. Τουλάχιστον ψαρεύοντας πήρα και λίγο καθαρό αέρα. Ψάρεψα σε βαθιά νερά να πιάσω βαθιά νοήματα. Νομίζεται τα δικά σας χρήματα είναι πιο καθαρά ή μήπως το φαγητό σας είναι αναίμακτο; Δείξτε μου μια καλή δουλειά να πάω να την κάνω. Γιατρός είναι αργά να γίνω κι από δάσκαλο με ξεσκόλισαν χωρίς να με ρωτήσουν. Δείξτε μου τώρα κι έναν καλό άνθρωπο. Περιμένω. Ένας είπε, αν θες να μπεις στον Παράδεισο πούλα τα όλα και χάρισε τα· κι αυτόν τον σταύρωσαν για να τον λατρεύουνε νεκρό. Τι καλός που ήταν… και δώσ’ του κλάμα! Αλλά καλά του κάνανε. Όχι επειδή ήταν κουρελής. Επειδή ήθελε να κάνει και τους άλλους κουρελήδες, να ονειρεύονται πότε θα πεθάνουν για να πληρωθούν.

Μια μέρα, τη μόνη μέρα, που ο ουρανός ήταν καθαρός κι η θάλασσα γυαλί, οι σούλες του Βορρά πετούσαν πάνω από τα είδωλά τους. Είπα στο Γιάννη ότι  η θάλασσα σήμερα είναι λες και μπορώ να την περπατήσω. «Και ποιος είσαι ρε Λευτέρη να περπατήσεις στο νερό; Ο Χριστός;» Όχι δεν είμαι ο Χριστός, έχω δικό μου σταυρό να κουβαλάω όπως όλοι. Είπα πως θα τον ξεφορτωνόμουν εδώ, θα τον φούνταρα από το καΐκι. Επιπλέει όμως ο άτιμος, δεν βουλιάζει. Τον ξεβράζει το κύμα στην πόρτα μου τις μέρες που με παίρνει από κάτω. Όμως με κάθε ταξίδι, με κάθε ψαριά ένιωθα τη θάλασσα μέσα μου να ηρεμεί. Τα κύματα μου χτίζανε τα πόδια. Ψήλωνα τόσο που μέρα τη μέρα, όλα μου γίνονταν αδιάφορα. Κι ο σταυρός στην πόρτα ήταν πολλά ναυτικά μίλια μακριά. Στεριανό πρόβλημα. Δεν με άγγιζε τίποτα παρά μόνο η λυσσαλέα ανάγκη για επιβίωση που επιβάλλει η συνθήκη της θάλασσας -τόσο μεγάλη αυτή, και τόσο μικροί εμείς- μέσα σε ένα τοπίο τόσο κοφτερά ευκρινές, αναζωογονιτικά απέραντο και διεγερτικά ρευστό. Ένα τοπίο μόνο για τα μάτια των τολμηρών. Η μισή απόλαυση είναι να το κοιτάς κι η άλλη μισή να ξέρεις πως μπόρεσες. Η αποφασιστική στιγμή που στέκεσαι στο κατάστρωμα και ατενίζεις κύματα ψηλότερα από κάθε τραύμα κι απωθημένο και δεν το κουνάς ρούπι. Μόνο γελάς. Είναι αστείο να είσαι ζωντανός. 

Καρουζέλ, αλογάκια, παγωτά, το πεζοδρόμιο της Αγίου Μελετίου, το αίμα στο οδόστρωμα, μνήματα, δάκρυα και λουλούδια, σκοπιές, νοσοκομεία και κραυγές από το ακουστικό του τηλεφώνου, θρανία, κατουρημένες σαλοπέτες και κόκκινα ντροπιασμενα μάγουλα, ζυγαριές, μπουνιές και σπασμένα μπουκάλια που αστράφτουν τη νύχτα κοντά στο λαιμό σου, χώματα, χαρτόνια και καπότες στο Πεδίο του Άρεως δίπλα σε παιδικά παιχνίδια, κολυμβητήρια, εμβατήρια, ηθικόν ακμαιότατον, χαμηλές επιδόσεις, επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, η λέξη υπερβαρός κυκλωμένη, κάδοι σκουπιδιών καμμένοι, άνθρωποι χωρισμένοι και μια σχολική φωτογραφία της δευτέρας δημοτικού, τρία πορτρέτα του ίδιου παιδιού σε ένα κάδρο -δύο προφίλ και ένα ανφάς- μαλλιά που τα σάλιωσαν για να στρώσουν και τρεις φορές το ίδιο εξαναγκασμένο χαμόγελο καρφωμένο στον τοίχο μέχρι που τον κατεβάσαμε όταν το σπίτι έπρεπε να αδειάσει. ΧΑΜΟΓΕΛΑ! Δεν ήθελα. Τώρα θέλω. Γιατί το κύμα τα έσπασε όλα αυτά. Τα έσπασε και τα βούλιαξε, τα κατάπιε. Το ίδιο θα μπορούσε να κάνει και σε μένα. Θα μπορούσε να με σκοτώσει αλλά δεν το κάνει. Είναι για γέλια. Γελάω. Η ανταμοιβή του ψαρά είναι η ίδια η θάλασσα.       

Η ήρεμη θάλασσα είναι για να τη χαζεύεις από τη στεριά, στο ψάρεμα φέρνει σκοτούρες και μπερδεμένες πετονιές. Όταν ψαρεύεις θες να βάζεις το καΐκι να το πλαγιοκοπεί ο άνεμος από την πλευρά που είναι οι καθετές σου. Έτσι ο άνεμος το σπρώχνει σταθερά μακριά από τις καθετές που παραμένουν παράλληλες χάρη στην αντίπραξη του βάρους των μολυβιών και της δύναμης του αέρα. Αυτό σημαίνει ότι όσες ώρες ήμουν έξω στο κατάστρωμα και ψαρεύαμε είχα τον αέρα να με φυσάει κατάμουτρα -καμιά φορά με βροχή και μια μέρα του Ιούλη με χιόνι. Κι όλα, το καΐκι, το κεφάλι μου, ο κόσμος μου όλος, ταλαντώνονταν σαν τραμπάλα που ισορροπεί στο μάτι της βελόνας ανάλογα με τα καπρίτσια του ανέμου και των ρευμάτων.

Η μέρα που πιάσαμε τα πιο πολλά ψάρια ήταν εκείνη με τον περισσότερο καιρό. Όταν φτάσαμε στον πρώτο ψαρότοπο δε βλέπαμε ούτε στεριά, ούτε ορίζοντα, ούτε ουρανό. Γύρω και πάνω μας η ομίχλη σχημάτιζε ένα γιγάντιο δωμάτιο με γκρίζους τοίχους και ταβάνι που καθώς πύκνωνε η ομίχλη, στένευε να να μας πνίξει. Από τους τοίχους ξεπηδούσαν θεόρατα σμαραγδένια κύματα.  Ανάψαμε τα φανάρια.  «Φοβάσαι;»

«Όχι. Τι να φοβάμαι; Σε εμπιστεύομαι.» Δεν φοβόμουν.

Η Ποίηση λικνιζόταν με σβηστή τη μηχανή στον αργό ρυθμό των κυμάτων. Βαγονέτο σε τραινάκι του τρόμου, χωρίς μπάρες ασφαλείας. Τα ανέβαινε στωικά κι αθόρυβα γέρνοντας από από τη μια, έσκαγε με παφλασμό στο κατέβασμα γέρνοντας τώρα από την άλλη. Η καρίνα την κρατούσε όρθια, για την δική μου ισορροπία έπρεπε να φροντίσω εγώ ο ίδιος. Σε κάθε σκάσιμο σηκώνονταν αφρισμένα νερά που κάναν ρεσάλτο στο κατάστρωμα και σε κάθε ανέβασμα έρρεαν σαν καταρράκτες έξω από καΐκι, κάτω απ’ τις κουπαστές. 

Όταν άρχισε να τσιμπάει, έτρεχα από τη μία καθετή στην άλλη με τέτοια λύσσα που δυο φορές, όταν σταμάτησαν για λίγο να έρχονται ψάρια, χρειάστηκε να βγάλω κάποιο ρούχο γιατί ίδρωνα. Τόσο πολύ είχα καψώσει που στο τέλος, παρά το κρύο που πριν λίγη ώρα με δάγκωνε, έμεινα μονάχα με το κοντομάνικο κάτω από τη νιτσεράδα. Τράβα, απαγκίστρωσε, ρίξε ξανά την αρματωσιά στη θάλασσα, δώσ’ του να πάει κάτω και τρέχα στην επόμενη καθετή που έχει ανέβει. «Θες ακόμα να γίνεις ψαράς;»

«Ναι!»

«Τρέχα ψαρά!» Έτρεχα.

Το κατάστρωμα εξαφανιζόταν κάτω από τα πόδια μου για με ξαναβρεί στις πιο άβολες θέσεις. Έτρεχα. Τα πελώρια ψάρια σε ευθεία τροχιά σύγκρουσης με το καΐκι πάνω στις ράγες της καθετής. Έτρεχα. Η νιτσεράδα μες στα αίματα και την επόμενη στιγμή να σκάει πάνω της η αλμύρα. Έτρεχα. Τα φρύδια νοτισμένα από τη βροχή, το στόμα ξερό από το θαλασσινό νερό. Έτρεχα. Έτρεχα μέχρι που γεμίσαμε και τους τρεις κάδους με ψάρια, μαζέψαμε τις αρματωσιές, βάλαμε πάγο στους κάδους, ξέπλυνα την κασέλα και μπήκα στο σπιτάκι να σωθώ. Η καρδιά μου συνέχισε να τρέχει. Ήταν η καρδιά ενός ζωντανού ανθρώπου.

Άρπαξα το κολατσιό μου από την καμπίνα (μια μπανάνα και δύο σάντουιτς με αυγό και αγγούρι που είχα ετοιμάσει από το περασμένο βράδυ) και τα καταβρόχθισα λαίμαργα. Η Ποίηση ανεβοκατέβαινε τα κύματα αργά, πηγαίναμε με μονάχα πέντε κόμβους. «Όταν έχει τόσο κύμα πας αργά.» Το νερό έσκαγε με κρότο στο φινιστρίνι, όλα έτριζαν, από κάπου έμπαζε και χοντρές στάλες πέφτανε πάνω στα όργανα. Ολόκληρο το σπιτάκι κλυδωνιζόταν. Συνέχισα να τρώω. «Άντε! Έγινες και θαλασσόλυκος.» Μετά βίας.

Μόλις πριν λίγες μέρες είχα ξεπεράσει εντελώς τη ναυτία. Όπως είπα, από την πρώτη μου μέρα στη θάλασσα θυμάμαι ελάχιστα. Κι ο λόγος είναι ότι υπέφερα. Ζαλιζόμουν και ξέρασα ό,τι είχα μέσα μου. Πρώτα το πρωινό μου, μετά το νερό που προσπάθησα να πιω, μετά τα γαστρικά μου υγρά μέχρι που στέγνωσε το στομάχι μου και στο τέλος τη χολή μου. Δούλεψα όσο καλύτερα μπορούσα, το σώμα μου ήταν εκεί μα το μυαλό μου έδινε το δικό του αγώνα να με κρατήσει όρθιο. Θυμάμαι να σφίγγω με τα χέρια μου την κουπαστή και να με μαστιγώνει το ψιλόβροχο. Βάστα Λευτεράκη μου. Μέρα είναι, θα περάσει. Δεν θα τα παρατήσεις, όχι εσύ. Δεν τα παράτησα. Αργότερα ο Γιάννης θα έλεγε στην αγαπούλα πως μετά την πρώτη μέρα δεν πίστευε πως θα ξαναεμφανιζόμουν. «Αλλά την επομένη ήταν εκεί ο μάγκας!» 

Λένε ότι ξεπερνάς τη ναυτία μετά από τρεις μέρες και μάλλον είναι αλήθεια για αυτούς που ταξιδεύουν στα καράβια. Αλλά καθώς εμείς κάναμε παύσεις ανάμεσα στα ψαρέματα και δεν συναντούσαμε πάντα τον ίδιο καιρό, μου πήρε τουλάχιστον ένα μήνα. Τις Δευτέρες ανακατευόμουν, στη μέση της βδομάδας ήμουν μια χαρά, τα Σαββατοκύριακα στη στεριά και από Δευτέρα φτου κι απ’ την αρχή να ξερνάω. Υπάρχουν πολλά γιατροσόφια για τη ναυτία. Κόκα κόλα, πιπερόριζα, βαθιές ανάσες, αυθυποβολή. Τα δοκίμαζα όλα μέχρι που έπαυαν να δουλεύουν και το στομάχι μου κρατούσε όμηρο το κορμί μου με τους σπασμούς του. Το καλύτερο, και να το θυμάστε αν ποτέ σας χρειαστεί, είναι να κρατάς ισορροπία στην τρικυμία χωρίς να πιάνεσαι με τα χέρια σου από κάποιο στήριγμα. Γιατί η ναυτία δεν είναι πραγματική αρρώστια, είναι σύμπτωμα. Σαν τους πρώτους έρωτες. Πρέπει να δώσεις χρόνο στον εγκέφαλο να καταλάβει τι συμβαίνει, ξεπερνιέται μόνο με την εμπειρία.

Κι όταν μάζεψα πια τις εμπειρίες και το στομάχι μου είχε στιλβωθεί, είχε έρθει κι η ώρα να σταματήσουμε. Η σεζόν της παράκτιας αλιείας είχε τελειώσει. Όσο κι αν στεναχωριόμουν, χαιρόμουν για το Γιάννη. Το σώμα του τον τιμωρούσε και στο σπίτι δεν τον έπιανε ο ύπνος από τους πόνους. Σε κάθε ψαριά ήταν και πιο κατσούφης και λιγομίλητος καθώς η κούραση συσσωρευόταν ταξίδι το ταξίδι.  Κι η αλήθεια είναι πως το καΐκι είναι σαν κελί φυλακής, δεν μπορείς να σηκωθείς να φύγεις όποτε σου καπνίσει. Ο ένας πρέπει να υπομένει τον άλλο και μάρτυρας μου ο θεός, έχω γαϊδουρινή υπομονή αλλά ο γέρο-καπετάνιος την είχε εξαντλήσει κάπου ανάμεσα στο Κέιπ Τάουν και το Ρίο Ντε Τζανέιρο πολλά χρόνια πριν γεννηθώ. 

Στη  επιστροφή από την τελευταία ψαριά, βάλθηκα να τον ξαναρωτάω πόσο κάνει ένα καΐκι και πόσο πετρέλαιο καίει στο ταξίδι και τα λοιπά. Τον βομβάρδιζα με ερωτήσεις μέχρι που με έκοψε. Με κοίταξε λοξά με το ένα μάτι στο ντόκο του Χωριού, τώρα λίγα λεπτά μακριά μας.

«Σου αρέσει, ε;»

«Πολύ!»

«Σε έχω καταλάβει. Σε ξέρω. Και που να δεις άμα πηγαίνεις μόνος σου, με δικό σου καΐκι!»

Με δικό μου καΐκι. Μόνος μου…

«Γιατί ρε, δεν κάνουμε καλή παρέα;»

«Καλή παρέα κάνουμε αγόρι μου, αλλά αν είσαι μόνος σου είσαι βασιλιάς! Λευτέρη… ΒΑΣΙΛΙΑΣ!»

Από τρελός, βασιλιάς. Αυτό ήθελα. Ξεφορτώσαμε στην ιχθυόσκαλα του Χωριού. Δέσαμε την Ποίηση και δώσαμε το χέρια. Πήγα σπίτι, ξέπλυνα τη θάλασσα από πάνω μου, έφαγα καλά και κοιμήθηκα καλά. Την επομένη ξύπνησα πάλι τρελός. Είχαν μείνει κοντά στις σαράντα μέρες μέχρι το φθινόπωρο. Αρκετός χρόνος για να ξεκουραστώ και να σκεφτώ. 

Για να πάρω δικό μου καΐκι χρειαζόμουν πρώτα πρώτα άδεια και δίπλωμα. Μου τα επανέλαβε στον επόμενο καφέ που ήπιαμε ο Γιάννης αφού ξεμπαρκάραμε. Το δίπλωμα θα το έβγαζα. «Ξέρεις να διαβάζεις. Δεν έχεις σπουδάσει;»

«Πέντε χρόνια στο Πανεπιστήμιο.»

«Ε ωραία, ξέρεις να μελετάς. Μαθηματικά είναι ρε. Ο χάρτης είναι μαθηματικά. Αυτό πρέπει να μάθεις και πως δουλεύει η μηχανή. Τα άλλα τα είδες.»

Για την άδεια χρειαζόμουν να έχω δουλέψει οκτώμισι μήνες στη θάλασσα. Η σεζόν είχε κρατήσει από το Μάη μέχρι τα μέσα Ιουλίου. Θα χρειαζόμουν τουλάχιστον άλλα δύο καλοκαίρια κι ο Γιάννης δεν θα ξαναπήγαινε. «Αυτό το σώμα δεν μπορεί άλλο» Έπρεπε να βρω άλλον καπετάνιο να με πάρει. «Αυτό είναι το σκατό!»

Πήρα τηλέφωνο τον Γκούμι. Είχε δέσει Φιορδ των Χερσονήσων και δεν δούλευε πλέον στο Χωριό. Με παρέπεμψε στον ξάδελφο του, τον Φρέηρ. «Παρ’τον τηλέφωνο. Σε ξέρει κι αυτός.» Με ήξερε. Όταν έκανα παραγάδια με τον Σίγκι, μοιραζόμουν το χώρο με τους εργάτες του Φρέηρ. Μόνο που ο Φρέηρ δούλευε με τα μοντέρνα παραγάδια, δεν τα αράδιαζαν σε κοφήνια, παρά τα περνούσαν σε μια ράγα και τα δόλωνει μια μηχανή στη θάλασσα. 

Αρχές Σεπτέμβρη βρέθηκα με τον Φρέηρ στο πλεούμενο που θα δούλευα. Ήταν παραγαδάδικο μοντέρνου τύπου. Κλειστό σκάφος, γύρω στα δεκαπέντε μέτρα με μικρά φινιστρίνια. Τη θάλασσα την έβλεπες μόνο από τη μπουκαπόρτα στην πρύμνη, εκεί από όπου αμολούσαν το παραγάδι. Η καμπίνα και το πιλοτήριο ήταν ευρύχωρα και μοντέρνα αλλά το κατάστρωμα και το αμπάρι έζεχνε από τα ξεραμένα αίματα. Με ρώτησε αν έχω τα ναυαγοσωστικά και αν με πιάνει η θάλασσα. Του έδειξα περήφανα την πλαστική κάρτα με την άδεια μου και του είπα πως δούλευα το καλοκαίρι στην Ποίηση

«Έχω ένα μήνα να πάω στη θάλασσα. Φαντάζομαι ότι θα με ξαναπιάσει ναυτία τις πρώτες φορές αλλά δε φοβάμαι μην πνιγώ. Ο μόνος τρόπος να μου φύγει η ναυτία είναι να συνεχίσω να ψαρεύω. Γι αυτό θέλω να μου δώσεις μια ευκαιρία. Θέλω να γίνω ψαράς.»

Ήταν επιφυλακτικός και με εκνεύρισε λίγο. Με τα πολλά μου έδωσε το τηλέφωνο του καπετάνιου της βάρδιας να συνεννοηθώ. Ο ίδιος θα ερχόταν μαζί μας σε επόμενο ταξίδι. Πήρα τον καπετάνιο και μου έδωσε ραντεβού στο λιμάνι στις τρεις και μισή το πρωί. Άργησε δέκα λεπτά. Μυστήριο για καπετάνιο. Όταν τελικά έφτασε και κατέβηκε από το αμάξι του κατάλαβα με ποιον είχα μιλήσει στο τηλέφωνο. Ήταν ο Όουλι Μρπίνιαρ. 

Τον Όουλι Μπρίνιαρ τον είχα γνωρίσει όταν δούλευα στο φούρνο και η συμπάθεια ήταν αμοιβαία. Ξερακιανός, συνήθως αξούριστος, με αραιά ξανθά μαλλιά και θλιμμένα μάτια. Πάντα ευγενέστατος, ίσα που του έβγαινε η φωνή, συνήθως ερχόταν μια δυο φορές τη βδομάδα κι άλλοτε εξαφανιζόταν για κανένα μήνα. Ξεκινούσε να πίνει γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι, αφού είχε σχολάσει η γερουσία .Έπινε τρεις με τέσσερις μπύρες μέχρι να κλείσουμε. Μετά συνέχιζε στο σπίτι του. Τουλάχιστον έτσι είχα συμπεράνει, γιατί ερχόταν πάντα χωρίς συντροφιά και η ρυτίδες στο πρόσωπο του ήταν δυσανάλογες της απροσδιόριστης ηλικίας του. Κάποτε που είχαμε πάει να φάμε έξω σε ένα παραδιπλανό χωριό με την αγαπούλα,  τον είχα πετύχει λιάρδα, να κάθεται μόνος του στο εστιατόριο που δειπνούσαμε κι εμείς. Μου είχε πιάσει την κουβέντα και επανέλαβε τρεις φορές πως ήταν ναυτικός και ότι θα μπάρκαρε την επομένη με μια μηχανότρατα. «Μπράβο σου. Είσαι ωραίος! Καλή τύχη. Τα λέμε στο Χωριό.»

Εκείνο το πρωί ήταν απόλυτα νηφάλιος. Κάπνιζε το ένα μάρλμπορο μετά το άλλο. Μπήκαμε στο παραγαδάδικο, φόρεσα τη νιτσεράδα μου ενόσο ο Όουλι άναβε τα φώτα. Ο απόπλους είχε καθυστερήσει τώρα είκοσι λεπτά -πράγμα που δεν θα γινόταν ποτέ με το Γιάννη- και αναρωτήθηκα που είναι ο τρίτος του πληρώματος, μέχρι που από την καμπίνα αναδύθηκε αγουροξυπνημένος ένας άνδρας με μαύρα γένια και σκαμμένο πρόσωπο. Η κοιλιά του περίσσευε κάτω από το λιγδιασμένο μπλουζάκι του και τα πλακουτσωτά δάχτυλα των ποδιών του έχασκαν έξω από τις τρύπιες μάλλινες κάλτσες του. Πάει καιρός και δεν θυμάμαι πως τον λένε, καλή του ώρα, γιαυτό θα τον λέω το Θεριό. Το Θεριό μας έκοψε με τα τσιμπλιασμένα μάτια του, τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από το ηλεκτρονικό τσιγάρο του και το ξεφύσιμά τού εξελίχθηκε σε ένα βροντερό βήχα. «ΟΥΑΑΑΑΑΧΑΑΑΑ! ΓΚΟΥΧ! ΓΚΟΥΧ! ΓΚΟΥΧ!» 

«Καλημέρα», του είπε ο Όουλι. Το Θεριό του απάντησε με ένα μούγκρισμα. «ΜΜΜΜ…» 

«Μέρα…», του λέω κι εγώ. «ΜΜΜΦ…»

Ο Χριστός κι η Παναγία! Κοίταξα τον Όουλι, το Θεριό, τα λιμάνι που ετοιμαζόμαστε να αφήσουμε πίσω μας και το σπίτι μου στο βάθος και επανεξέτασα τις επιλογές που με είχαν οδηγήσει παγιδευμένο σε μια βάρκα με αυτούς τους δύο. Απόφοιτος Καλών Τεχνών με ειδίκευση στη ζωγραφική, μεγάλωσε στα Εξάρχεια, σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, έχει εργασθεί ως δάσκαλος, του αρέσει το διάβασμα και ενίοτε γράφει κι ο ίδιος, αγαπημένοι του ζωγράφοι είναι ο Ρέμπραντ, ο Καραβάτζιο και ο Μπάρνετ Νιούμαν, κάποτε στο Λονδίνο είχε κλάψει μπροστά σε ένα Ρόθκο -ετοιμάζεται να πάει για ψάρεμα στην παγωμένη βόρεια θάλασσα με έναν αλκοολικό κι έναν αγρίκο, ίσως επιστρέψει μετά από δώδεκα με δεκαπέντε ώρες. Ίσως και όχι. Ο Ρόθκο αυτοκτόνησε.Ο ήρωας μας προτίμησε το ψάρεμα. 

Το Θεριό αποδείχθηκε κι αυτός υπέροχος άνθρωπος. Ήταν στην ηλικία μου, αλλά θα τον έκανες τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερο. Τον ρώτησα πόσα χρόνια είναι ψαράς και μου είπε ότι ξεκίνησε στα δεκατέσσερα. Ήταν από ένα χωριό στα νότια και δεν ήθελε να νοικιάζει σε ξενοδοχείο όταν δούλευε στο Βορρά, προτιμούσε να κοιμάται στο καΐκι από το να πετάει τα λεφτά του.  Είχε γυναίκα και παιδιά κι όταν τους έπαιρνε τηλέφωνο έλεγε στην κυρά του πως την αγαπάει και ρωτούσε τι φάγανε τα μικρά και αν κοιμούνται.

Με αυτό το πλήρωμα πήγα για ψάρεμα δυο φορές. Και τις δύο είχε καιρό. Και τις δύο με έπιασε η θάλασσα. Την πρώτη μέρα «ταΐζα» τα παραγάδια στη μηχανή που τα δολώνει, τη δεύτερη φόρτωνα το δόλωμα, όσο αμολούσαμε το παραγάδι. Κάναμε παύση δυο ώρες πριν να το μαζέψουμε, και τις δυο φορές με πήρε ο ύπνος εκεί που καθόμουν. Στο μάζεμα του παραγαδιού δουλειά μου ήταν να σφάζω το ψάρια. Αυτά τα καινούρια παραγάδια είναι άτιμο πράγμα. Το μάζεμα κρατούσε έξι ώρες και έξι ώρες ασταμάτητα ο καθένας ήταν στο πόστο του. Ούτε λόγος για διάλειμμα, ούτε ανάσα! Ο Όουλι Μπρίνιαρ, με το τσιγάρο στο στόμα, ήταν στο βίντσι και βοηθούσε με το εργαλείο να μη χάσουμε κανένα ψάρι, εγώ έσφαζα και τα πετούσα στο αμπάρι, το Θεριό περνούσε τα παραγάδια που μάζευε το βίντσι στις ράγες. Κάθε που γέμιζε μια ράγα έπρεπε να βοηθάω το Θεριό, να αφήνω το σφάξιμο για να βάλω τη ράγα με το παραγάδι στη θήκη τους, στη μέση του καταστρώματος για να ελευθερωθεί χώρος για το επόμενο. Τριάντα κιλά το κάθε παραγάδι. Και δως του να κουνάει το σκάφος, και δως του να έρχονται τα ψάρια. Όποτε με έβλεπε το Θεριό να λιγοψυχώ έβγαζε μια κραυγή να αναθαρρήσω,«ΔΟΥΛΕΥΟΥΜΕΕΕΕΕΕ!» Δουλειά είναι αυτή; Σε κάθε ψαριά πιάσαμε κοντά στους εξίμιση τόνους. Κάποια στιγμή την πρώτη μέρα, το Θεριό κουράστηκε να με βλέπει να τρέχω στο φινιστρίνι. «Ξέρνα κάτω, εκεί που δουλεύεις. Η μάνικα τρέχει μόνιμα, ξεπλένονται όλα. Μη στεναχωριέσαι.» Οποία πολυτέλεια! Έκανα όπως μου είπε. 

Το ξεφόρτωμα και φόρτωμα για την επόμενη μέρα έπαιρνε κοντά στις δυο ώρες. Δολώματα και παραγάδια ανεβοκατεβαίνανε σε παλέτες με τη βοήθεια του γερανού στο ντόκο. Μετά έπρεπε να αδειάσουμε τα ψάρια. Εγώ έμπαινα στο αμπάρι για να θυληκώνω τους γάντζους του γερανού στους κάδους. 

«ΒΙΡΑΑΑΑ!» 

«ΛΑΣΚΑΑΑ!»

Ήμουν πτώμα. Έπρεπε να έρπομαι μέσα στα αίματα για ξεκολλήσω τους καταχωμένους κάδους από το χαμηλό ταβάνι του αμπαριού. «ΒΙΑΣΟΥ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕ!» Μάλιστα καπετάνιο. Τη δεύτερη μέρα ευχαρίστησα τα παιδιά για τη βάρδια και έκανα να πάω επιτέλους σπίτι μου αλλά με σταμάτησε ο Όουλι Μπρίνιαρ.

«Αύριο δεν έρχεσαι. Μπαίνει άλλο πλήρωμα» Δεν μπορώ να πω πως στεναχωρήθηκα, χρειαζόμουν λίγη ξεκούραση. Δεκατρείς τόνοι σε δυο μέρες ήταν γερό μεροκάματο. Πάνω από μισό μηνιάτικο. Το ένιωθα στα δάκτυλα των χεριών μου, στα γόνατα και στη μέση.

«Να σε πετάξω σπίτι με το αμάξι;»

«Ευχαριστώ, δε χρειάζεται. Στη γωνία Κεντρικής με Βόρεια μένω. Βλέπω το σπίτι μου από δω. Τρία λεπτά θα κάνω.»

«Θα σε πάω  εγώ με το αμάξι.» Επέμενε. Ήθελε κουβέντα. Με ρώτησε αν είχα άλλη δουλειά, του είπα ότι είχα μόλις ξαναμπεί στο επίδομα. Δεν έψαχνα άλλη δουλειά, ψαράς ήθελα να γίνω. Στο σταυροδρόμι της Κεντρικής έστριψε αποφασιστικά προς την ανάποδη. «Πάμε να μιλήσουμε στο Φρέηρ.»

Πήγαμε στο εργαστήρι. Ο γιος του Φρέηρ και μια ψυχοκόρη γρασάρανε τα παραγάδια νέου τύπου στις ράγες του. Ο Όουλι παρακάλεσε τον Φρέηρ για να με προσλάβει. «Δούλεψε σκληρά παρόλη τη ναυτία. Όλους μας πιάνει ναυτία στα πρώτα ταξίδια. Θέλει να μπει στο επάγγελμα. Είναι καλός, δεν είναι δύσκολος, κάνει ό,τι του λένε…» Άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Κάποια στιγμή έπαψα να καταλαβαίνω τη γλώσσα και κοιτούσα το κενό. Ο Φρέηρ απέφευγε να απαντήσει. Μου είπε να τον πάρω τηλέφωνο από βδομάδα. 

«Σκατά. Είμαστε πολλοί και είναι λίγα τα καΐκια πλέον.» Έδωσα το χέρι μου στον Όουλι Μπρίνιαρ, τον ευχαρίστησα και βγήκα από το αμάξι. 

Την επόμενη βδομάδα πήρα τον Φρέηρ. Μου είπε ότι διστάζει να με προσλάβει μόνιμα γιατί με πιάνει η θάλασσα. Θα με έπαιρνε όταν θα είχε καλό καιρό να ξαναδοκιμάσουμε. Τον έπαιρνα τηλέφωνο κάθε βδομάδα. Το Δεκέμβρη τα παράτησα. 

«Καργιόλης είναι!»

«Κι αυτός καργιόλης ρε Γιάννη;»

«Άκου που σου λέω. Μην κοιτάς που είναι όλο χαμόγελο. Είχαν ποσοστό με τον πατέρα του και το πούλησαν και τώρα δουλεύουν όλοι για τις εταιρίες. Έτσι δεν γίνεται δουλειά. Και τι μαλακίες σου λέει, δεν σε παίρνει επειδή ζαλίστηκες. Αν δεν πας στη θάλασσα πως θα ξεζαλιστείς;» Εγώ πάντως συνεχίζω να τον χαιρετάω τον Φρέηρ, αν τον δω στο δρόμο. Περασμένα ξεχασμένα. Δεν έχουν όλοι το θάρρος να σε απολύσουν μες τα μούτρα σου. 

Ήρθαν κι οι επόμενες γιορτές και πέρασαν. Βγάλαμε το δέντρο της γριάς από την αποθήκη και τη μνημόνευα όταν το μάζεψα στις εφτά Γενάρη. Μαζί με τα τελευταία στολίδια έβαλα στο μπαούλο και το όνειρο να γίνω ψαράς. Τώρα αλήθεια τα είχα κάνει θάλασσα. Γύρεψα δουλειά εδώ κι εκεί, άνοιγα κάθε μέρα τις αγγελίες μπας και βρω κάτι. Εις μάτην. Κι η αλήθεια είναι πως κάθε άλλη δουλειά μου φαινόταν καταδίκη. Στη θάλασσα θα ήμουν βασιλιάς. Μόνος μου με τα κύματα, με το μαχαίρι για σκήπτρο, να προσφέρω τον εαυτό μου θυσία σε μένα και να εξευμενίζομαι. Είχα δει το χρυσό θρόνο να αναδύεται απαστράπτων από τα απύθμενα βάθη, φύκια, πετονιές κι αγκίστρια πλεγμένα περίτεχνα από τα θαλάσσια ρεύματα φτιάχναν το στέμμα που έσταζε αλμύρα στα ακροδάχτυλα μου κι όμως δεν μόρεσα να το αρπάξω. «Ξέχασε το ρε αγόρι μου.» Ξεχνιέται τέτοια έξταση, τέτοια μανία; «Έτσι που έχουν γίνει τα πράγματα, ξέχασε το. Μυαλό έχεις, θα βρεις κάτι άλλο.»

Την ανοίξερη, πριν ξεκινήσει η εποχή του κοτόψαρου, πήρα τη Σίρι τηλέφωνο και ρώτησα αν θέλανε άνθρωπο για το χαβιάρι. Με προσέλαβαν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Λίγοι ξέρουν πλέον αυτή την τέχνη, κι ακόμα λιγότεροι θέλουν να την κάνουν. Ήταν κι αυτό μια παρηγοριά. Αυτή τη φορά δεν είχαν σκοπό να πάρουν πολύ ψάρι να το δουλέψουν. Κοιτούσαν να πουλήσουν το κτήριο και να κλείσουν την εταιρία. Ο Όουλι, ο γιος του Χάλντοουρ, με τη Σίρι είχαν φύγει για τη Δανία, ο Σάηβαρ είχε γίνει μαραγκός κι ο Σβέριρ είχε κλείσει συμβόλαιο σε μια καινούρια μηχανότρατα. Όσο για τον γέρο-Βέλι, δεν παει να χτυπά τον κώλο του κάτω. Πάει πέρασε ο καιρός του. Ο καιρός που οι άνθρωποι δούλευαν το χαβιάρι με τα χέρια κι ήταν περήφανοι γιαυτό ξέφτιζε σαν παλιά φωτογραφία κι εγώ στριμωχνόμουν, σπρώχνοντας με χέρια και με πόδια, να χωρέσω στο πλάνο.

Τον πρώτο μήνα μου δώσαν τα κλειδιά και με άφησαν στην ησυχία μου. Το εργαστήρι ήταν παρατημένο σε άθλια κατάσταση από την περασμένη σεζόν. Ένα ένα, αναποδογύρισα όλα τα στραγγιστίρια δοκιμάζοντας τη μέση μου και έλυσα όλες τις μηχανές για να τις καθαρίσω. Έτριψα τοίχους και πατώματα και έπλυνα κοντά στα διακόσια βαρέλια. Όταν ήρθε η ώρα για την επιθεώρηση του Υγειονομικού ήταν όλα λαμπίκο. Ο Σβέριρ εμφανιζόταν αραιά και που και κάτι σκάλιζε στο γραφείο χωρίς να μου δίνει οδηγίες. Ο Βέλι ερχόταν κι αυτός για να δει τι πρόοδο είχα κάνει και με επαινούσε για κάθε μηχάνημα, εργαλείο και γωνιά που ξανάβρισκαν την παλιά τους λάμψη και χρώμα, χωρίς να παραλείπει να πετάει μπηχτές για τον εγγονό του.  «Ήρθε σήμερα αυτός; Πάλι μόνο σου είσαι;» Άσ’τον γέρο μου και μην τον σιχτιρίζεις. Θα κλείσει η επιχείρηση, δεν τα έμαθες; Ώρα να πηγαίνεις σπίτι σου σιγά σιγά. 

Ήταν μια μέρα, την τελευταία βδομάδα του Μάρτη που πήγα στο γυμναστήριο γιατί ο ώμος μου είχε αρχίσει να με τσιμπάει και θυμήθηκα τις οδηγίες του Μιχαλομαθιού. Το γυμναστήριο είναι δημοτικό και συστεγάζεται με την πισίνα. Εκεί συνάντησα τον Σκάρπη. Ο Σκάρπης ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα από την πρώτη μέρα που μετακόμισε στο Χωριό και μου είχε κάνει εντύπωση. Ψηλόλιγνος, γύρω στα τριανταπέντε, πάντα με τραγιάσκα, γιλέκο και σκαρπίνι, κυκλοφορούσε τα καλοκαίρια με ένα από κείνα τα ολλανδικά ποδήλατα με το καμαρωτό τιμόνι. Την πρώτη φορά που τον είδα, αναρωτήθηκα τί δουλειά έχει αυτός ο κονιόρδος στο ψαροχώρι. Την ίδια γνώμη είχε και η συμμορία των συνταξιούχων που του είχαν κολλήσει το άχαρο παρατσούκλι ο προφέσορας.

Κι όμως, ο Σκάρπης είναι πολύ προκομμένος. Ήρθε από το Ρεβικιάβικ να αναλάβει έναν παλιό ξενώνα κι όταν αυτό δεν πήγε καλά και τα παράτησε, τον προσέλαβαν για διευθυντή της πισίνας όταν άδειασε η θέση. Ο προφέσορας είχε δουλέψει σε μεγάλα ξενοδοχεία στην Αυστραλία. Τα χόμπι του είναι η αρχιτεκτονική, ο προγραμματισμός και η λογιστική. Φχαριστιέται να βάζει αριθμούς σε κουτάκια έτσι που να βγάζουν νόημα. Στα δυο χρόνια που έχει αναλάβει τη ρημαγμένη πισίνα έχει διεκπεραιώσει τόσες ανακαινίσεις και αναβαθμίσεις που κάνουν τον προκάτοχο του, το Χέηκουρ τον Ολυμπιονίκη, να φαίνεται αργόσχολος. Μόνο στο κουβεντολόι δεν τα καταφέρνει. Ανοίγει κουβέντα μόνο για τα πρακτικά. Δεν αναλώνεται να διασκεδάζει την ανία των άλλων με συζητήσεις για τον καιρό και κουτσομπολιά.  Γιαυτό κι οι γέροι τον βγάλανε προφέσορα. Τους πέφτει πολύ έξυπνος γιατί είναι.

Εκείνη τη μέρα ο Σκάρπης με έπιασε από τα μούτρα με το που πέρασα την πόρτα.

«Θες να πιάσεις δουλειά εδώ στην πισίνα;»

Κοιτά που με κορτάρει ο προφέσορας.

«Τώρα μου το λες; Έπιασα δουλειά στο χαβιάρι.»  

«Παραιτήσου κι έλα να δουλέψεις εδώ. Είναι δουλειά στο δήμο. Μόνιμη δουλειά.»

Έφερα κι άλλες αντιρρήσεις αλλά ήταν αμείλικτος. Μου έδωσε διορία δυο μέρες να σκεφτώ. Θα ερχόταν και σπίτι μου να για να πείσει αν χρειαστεί, μου είπε. Όταν το είπα στην αγαπούλα πέταξε τη σκούφια της από τη χαρά της. «Αρκετά δεν κουράστηκες;» Δεν είχε άδικο. Κάθε λογικός άνθρωπος στη θέση μου θα του φιλούσε και το χέρι του προφέσορα. Τι με σταματούσε; Στο μυαλό μου, το να αποδεχτώ μια τέτοια δουλειά ήταν εσχάτη προδοσία. Εγώ ήμουν ο τελευταίος ήρωας, δούλευα στα ψάρια. Είχα το κεφάλι ψηλά. Αν τα παρατούσα κι εγώ για να βολευτώ, πάει τελείωσε. Το Χωριό που γνώρισα, όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου εδώ, αλλάζει μέρα με τη μέρα σαν κάστρο στην άμμο που το φυσάει ο άνεμος κουβαλόντας τις μυρωδιές από το φρέσκο ψάρι και το γράσσο της μηχανής, το λαρδί στο τηγάνι και το βραστό αρνί, τον καμμένο καφέ, το σαπουνόχορτο και τις κακαράτζες μακριά από μας, στη χώρα της λήθης.

Μόνο τα βουνά μένουν ίδια αλλά σύντομα θα αλλάξουν κι αυτά. Έχουν βαλθεί να χτίσουν ένα τούνελ προς ανατολάς, για να καταργήσουν τον κακοτράχαλο δρόμο που βγάζει από το Χωριό στην Εξοχή κι απο κει στο Φιορδ των Χερσονήσων. Να φτάνουμε, λέει, πιο εύκολα στην πρωτεύουσα. Εμένα μ’αρέσει ο δρόμος της κακίας. Καμία αρετή δε βρίσκω στα κρουαζιερόπλοια, τα πούλμαν, τους εποχικούς δούλους, τα αυτόματα πάρκινγκ, τα υδροηλεκτρικά φράγματα, τις γεωτρήσεις και τις ιχθυοκαλλιέργειες και τα υπόλοιπα μύρια κακά που εμφανίζονται το ένα πίσω από τ’άλλο σαν εχθρικός στόλος στον ορίζοντα. Θέλω να βγω στα ανοιχτά, εκεί απ όπου τα βουνά μας μου μοιάζουν σαν στοιχισμένοι πύργοι και να φωνάξω, «Ξύπνα γίγαντα Ύμιρ! Από τις σάρκες συνετέθη η πλάση κι από τα κόκαλα σου. Μάζεψε τα όλα στις αδρές πελώριες χούφτες σου και σπάσ’ τα! Να μη μείνει τίποτα παρά βρύα, πέτρες κι αρχαίος πάγος.» 

Σάββατο βράδυ πήγα στον Χάλντοουρ να πάρω μια συμβουλή. Μου είπε να αφήσω τις βλακείες και να κοιτάξω τον εαυτό μου. «Θες να βρεθείς στην ηλικία μου χωρίς γόνατα και μέση. Δεν είσαι μικρός πια. Παράτα το χαβιάρι και πάρε τη δουλειά στο δήμο, να εξασφαλιστείς κιόλας.» Τη Δευτέρα πήρα το Σκάρπη και του είπα πως είμαι έτοιμος να υπογράψω. 

Για το τυπικό του παρέδωσα ένα βιογραφικό και κάναμε μια συνέντευξη. Συντάσσοντας το βιογραφικό μου με έλουσε κρύος ιδρώτας. Η επαγγελματική μου πορεία έμοιαζε με την τροχιά ακυβέρνητου πλοίου. Καλλιτέχνης, δάσκαλος, μάγειρας, τεχνίτης αλιείας, ταμίας, κηπουρός, δεκανέας. Όπου φυσάει ο άνεμος. Κάποτε είχε κάνει μια έκθεση ζωγραφικής πολλά υποσχομένη. Πλήρης απογοήτευση. Ο Σκάρπης είχε άλλη άποψη. 

«Εδώ βλέπω έναν άνθρωπο μορφωμένο και δραστήριο που δεν φοβάται τις προκλήσεις και τη σκληρή δουλειά και επιπλέον έχει κοινωνικές δεξιότητες.» Να μου ζήσεις προφέσορα! Και σκέτο άνθρωπο να με αποκαλούσες, πάλι ευχαριστημένος θα ήμουν. Φέρε το στυλό να υπογράψω. Είπα και στη μάνα μου ότι, αν και είμαι ξένος, με προσλάβανε μόνιμα στο δήμο. Μπράβο παιδί μου, απέδωσαν οι κόποι σου. Πέρασες τη μεγάλη πόρτα! Παρέλειψα να αναφέρω πως, απ’ όσο ξέρω, δεν αιτήθηκε κανένας άλλος κι ο Σκάρπης με γύρεψε κατόπιν της διορίας γιατί είχε απελπιστεί. Αλλά, να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν του πέφτω και λίγος. Πολύ ευχαριστημένος είναι, το λέει και το ξαναλέει.  

Εγώ από την άλλη, στην αρχή σοκαρίστηκα. Έβαλα την αγαπούλα να μου υποσχεθεί πως αν ποτέ παραπονεθώ ότι κουράστηκα στην πισίνα, θα μου ρίξει μια ξανάστροφη. Γυρνάω από τις βάρδιες μου χωρίς να βρομάω, χωρίς κάποια αμυχή, πόνο ή τραυματισμό. Δουλειά μου είναι κυρίως να επιβλέπω την πισίνα, μην πνιγεί κανείς. Μου πλήρωσαν και τα μαθήματα και είμαι αδειοδοτημένος ναυαγοσώστης. Απο κει και πέρα εκτελώ καθήκοντα γενικής επιστασίας. Σα  να λέμε καθαρίζω ό,τι χρειάζεται καθάρισμα και που και που εξυπηρετώ στο ταμείο. Στις πρωινές βάρδιες ελέγχω τα επίπεδα του χλωρίου, περνάω τα δεδομένα σε μια φόρμα στον υπολογιστή και επιβλέπω στα αποδυτήρια τους μαθητές του δημοτικού που έρχονται για το μάθημα της κολύμβησης. Στις απογευματινές, μετά το κλείσιμο, καθαρίζω το γυμναστήριο και τις τουαλέτες. Λαμβάνω την τιμή να αναφέρω ότι μέχρι αυτή την στιγμή δεν έχει πνιγεί κανείς κάτω από το άγρυπνο μάτι μου, όπερ έδει δείξαι πως δικαιολογείται ο μισθός μου.  

Ιδού κι άλλος ένας λόγος που δεν μου έκανε όρεξη να σας γράψω όπως έκανα πάντα. Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης, πρώτη κατάθεσις τριακόσιες χιλιάδες κορώνες και τριάντα. Κοντεύω να κλείσω ένα χρόνο σε αυτή τη δουλειά κι οι μέρες μου είναι τόσο ανιαρές που θυμίζουν δυσμενή μετάθεση που θα οδηγούσε μέχρι κι έναν ποιητή στην αυτοκτονία. 

Ήταν ένα βράδυ, πάνε δυο μήνες νομίζω, που είχα βγει έξω να πιω μπύρα με την αγαπούλα. Ήρθε και μας βρήκε ο Γιάννης και χάρηκα που έκανε ένα κουράγιο να βγει από το σπίτι γιατί έχει αρχίσει και βαραίνει. Πέρασε κάμποση ώρα μέχρι που του ήρθε πάλι αναλαμπή. «Ξέρω για ένα καΐκι που πουλιέται. Είναι ό,τι πρέπει για σένα!» Ρε, που να πάρει ο διάολος! Θα με αφήσεις να ηρεμήσω, τελείωσε αυτό δεν είπαμε; Στην επιστροφή στο σπίτι περάσαμε να το δούμε στο λιμάνι. Με φαντάστηκα με τη νιτσεράδα μου μέσα στο σπιτάκι, να πιάνω κι εγώ τον ασύρματο για να αναφέρω τον απόπλου. «Έλα αύριο από το σπίτι να πιούμε καφέ.» Της παρηγοριάς, αφού δεν πρόκειται να το αγοράσω. 

Στον καφέ μου έδειξε στον υπολογιστή κανα δυο άλλα καΐκια σε καλή τιμή. «Σε αυτή τη σελίδα να μπαίνεις να χαζεύεις.» Μπανιστήρι δηλαδή. Μόνο για να μου τρέχουν τα σάλια. «Πήγαινε να βγάλεις το δίπλωμα αφού το θες.» Άντε και το έβγαλα, μου λείπουν έξι μήνες στη θάλασσα για να μπορώ να πάρω την άδεια. «Θα τα βρούμε αυτά. Υπάρχουν κόλπα. Θα γράφουμε στα χαρτιά ότι είμαι εγώ μαζί σου αλλά εσύ θα είσαι ο καπετάνιος.» Φοβάμαι. Πόσες βουτιές ακόμα μπορώ να κάνω στο κενό μέχρι να σωθεί η τύχη μου. Βούτηξα στο κενό την πρώτη φόρα που ήρθα ως εδώ χωρίς να ξέρω κανέναν. Τώρα έχω σπίτι να μένω, αμάξι αμερικάνικο εικοσαετίας, δύο ειδών τυρί μέσα στο ψυγείο και μόνιμη δουλειά. Παίρνω σύνταξη από την πισίνα άμα θέλω, δεν με κουνάει κανείς. 

Κάθε μέρα τρώω το ίδιο πρωινό. Το ετοιμάζω από το προηγούμενο βράδυ για να το πάρω μαζί μου στη δουλειά. Βάζω εκατό γραμμάρια πίτουρο βρώμης, τριακόσια γραμμάρια γάλα, έξι χουρμάδες, κανέλα και μια κουταλιά γιαούρτι σε ένα βάζάκι που παλιά είχε πίκλες μέσα. Το κλείνω αεροστεγώς και αφήνω ολονυκτίς το μείγμα να μαλακώσει. Από την προηγούμενη έχω ετοιμάσει και την τσάντα μου. Συνήθως έχει μέσα ένα σημειωματάριο, μαγιό και πετσέτα και κάποιο βιβλίο. Ξυπνάω πέντε παρά τέταρτο και ζυγίζομαι. Είμαι περίπου ογδόντα δύο κιλά. Δεν είμαι υπέρβαρος. Είμαι κανονικός. Μετά πλένω τα δόντια μου, ντύνομαι, βάζω το πρωινό μου στην τσάντα. Μου παίρνει επτά με δέκα λεπτά να περπατήσω μέχρι τη δουλειά, ανάλογα με τον καιρό. Περνάω μπροστά από το σχολείο, τα ψυγεία της Εταιρίας, το συνεργείο αυτοκινήτων και τον κυματοθραύστη. Πίσω του κρύβεται η μικρή παραλία με τη μαύρη άμμο και τους σωρούς από μαβιά φύκια που σαπίζουν κάτω από φεγγαρόφωτο. Πρώτα ακούω τα κύματα να διαδέχονται το ένα το άλλο εκκωφαντικά μέσα στην ησυχία του πρωινού. Μετά, πλησιάζοντας, ο αέρας αλλάζει και η αλμύρα μου καίει τα ρουθούνια. Τέλος, όταν φτάνω με το κλειδί στο χέρι στη υπερηψωμένη πίσω πόρτα της πισίνας όπου ξεκινάει η βάρδια μου, μπορώ να δω τη θάλασσα.     

Κάποτε βλέπω κανένα καΐκι να ξεμακραίνει στο άνοιγμα του φιορδ και τότε σφίγγεται το στομάχι μου. Πρώτα πρώτα γιατί αναρωτιέμαι πως τα έκανα εγώ όλα αυτά κι αν θα είχα τη δύναμη να τα ξανακάνω. Δεν είναι παίξε γέλασε να πας στη θάλασσα. Από την άλλη… στέκει η μπλέ ξύλινη πόρτα της πισίνας κι εγώ καθηλωμένος σε μια καρέκλα για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου να κοιτάω τους λουόμενους. Το μαρτύριο της σταγόνας. Όσα εκατομμύρια σταγόνες κι αν χρειάζονται για να γεμίσει μια πισίνα εικοσιπέντε μέτρων, αρκεί μία για να ξεχυλίσει. Ξανασφίγγεται το στομάχι μου. Τι ‘χες Γιάννη, τι ‘χα πάντα. Άσ’το, μην ταράζεις τα νερά. Σε ένα τέταρτο πρέπει να ανοίξεις. Περιμένουν οι συνταξιούχοι ουρά απέξω, να κάνουν το θερμό λουτρό τους. Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει ο μισθός είναι στην τράπεζα. Καλά δεν είναι; Άσ’το που σου λέω.  

Για να μην αγωνιάτε θα σας πω τι απέγιναν οι υπόλοιποι αυτής της ιστορίας. Ο Χάλντοουρ πάντρεψε την κόρη του και έγινε παππούς για τρίτη φορά. Πήγαμε και στο γάμο και στα βαφτίσια. Στο γάμο πήγαμε με το Νικόλα ο οποιός κατέβασε δυο μπουκάλια κρασί μόνος του. Πρώτη φορά τον είδα μεθυσμένο. Κατόπιν έφυγε, επέστρεψε μόνιμα στη Μπορντό. Μας κάλεσε να τον επισκεφθούμε με την προϋπόθεση να μην κάτσουμε πάνω από πέντε μέρες γιατί θα τον κουράσουμε. Ο Ραδάμανθης υποτροπίασε για πολλοστή φορά και η μάνα του, η καλή μάγισσα, μετακόμισε τον οίκο ευγηρίας καθότι διεγνώσθη με αλτσχάιμερ. Πριν κανένα μήνα πήγαμε να τη δούμε στα γενέθλια της, έχει πάψει σχεδόν να μιλάει και τα έχει χαμένα αλλά σε μια αναλαμπή μου έπιασε το χέρι και είπε τη λέξη φίλος. Δύσκολα πράγματα. Ο άντρας της, ο γηραιός μου φίλος, την επισκέπτεται δυο φορές τη μέρα και τρώνε μεσημεριανό και βραδινό μαζί. Στον υπόλοιπο χρόνο του ασχολείται με το σύλλογο φίλων ορνιθολογίας που ίδρυσε με άλλους σοφούς φύλακες της γνώσης, όπου ψήφισαν πρόεδρο την αγαπούλα! Η Ερήνη και ο Α. είναι ακόμα εδώ αλλά δεν ξέρω για πόσο θα αντέξουν. Από το παράθυρο της κουζίνας τους βλέπουν τη θάλασσα του φιορδ μας αλλά θα προτιμούσαν να βλέπουν το Λιβυκό Πέλαγος. Ο Δημητράς επέστρεψε στην Ελλάδα, κανείς δεν ξέρει το γιατί και η Ορθόδοξη Αδελφή μετακόμισε στο Ρεβικιάβικ. Βρήκε μια καλή δουλειά πάνω στην επιστήμη που είχε σπουδάσει. Βρήκε κι ένα καλό παλικάρι, ορθόδοξο, και περιμένουν παιδί που θα γίνει ορθόδοξο κι αυτό. Ο Σίγκι το κούτσουρο έρχεται κάθε μέρα στην πισίνα, συνεχίζει να με χαιρετάει σα να μασάει κουκιά. Ο Σίγκι ο μάγος, όπως έμαθα πρόσφατα, πούλησε το εργαστήρι του. Ίσως εγώ κι αυτός να ήμασταν οι τελευταίοι στο Χωριό που κάνανε παραγάδια στο χέρι. Ο δε Γιάννης συνεχίζει να απολαμβάνει τη ζωή του με την Καρολίνα. Παραπονιέται πως γέρασε το κορμί του αλλά όταν τον ρωτάω πόσο χρόνων είναι το μυαλό του, απαντάει είκοσι πέντε.

Αυτός ο νεαρούλης έχει πάντα τη σωστή απάντηση. Όπως σε εκείνη την ψαριά που με αποστόμωσε στα ανοικτά του Χωριού. Το φεγγάρι είχε δύσει αλλά τα αστέρια κι ο γαλαξίας άφριζα στην επιφάνεια του νυχτερινού ουρανού. Είχαμε ρίξει τις πρώτες πετονιές και πίσω μας, κάτω απ’ την άλλη κουπαστή της Ποίησης, αναδύθηκε μια οικογένεια ρυγχοφαλαινών. Θα ήταν τέσσερις ή πέντε, εμφανίστηκαν κάτω από το σκάφος και ξεφύσηξαν η μία μετά την άλλη. Κολύμπησαν για λίγο στην επιφάνεια να πάρουν ανάσα και μετά εξαφανίστηκαν στον απόηχο του πλαταγισμού που έκαναν οι ουρές τους στο νερό.  «Φάλαινες!» φώναξα ενθουσιασμένος. «Κολυμπάνε κι αυτές…», απάντησε ο Γιάννης αδιάφορα. 

Δεν είναι πως δε βλέπει την ομορφιά στις φάλαινες, απλά την αντιλαμβάνεται διαφορετικά. Για μένα αυτό το επεισόδιο ήταν μια συνάντηση με πλάσματα του μύθου. Το μέγεθός τούς δυσνόητο όπως κι η ευγένεια τους. Αν ήταν άνθρωποι θα είχαν αναποδογυρίσει την Ποίηση. Έτσι για πλάκα. Επειδή μπορούν. Εγώ αυτό θα έκανα. Οι ρυγχοφάλαινες όμως συνέχισαν το δρόμο τους.  Για το Γιάννη κολυμπάνε κι αυτές όπως κολυμπούσε την ίδια ώρα κι η Ποίηση, κι εμείς πάνω στο κατάστρωμά της. Είμαστε το ίδιο. Οι φάλαινες πάνε από τη μια, εμείς πάμε από την άλλη, ο γελαδάρης σκοτώνει τα γελάδια, ο ψαράς τα ψάρια, ο άνθρωπος τον άνθρωπο, εγώ το χρόνο μου. Η νηνεμία διαδέχεται τη φουρτούνα στον ορίζοντα, τα σύννεφα την ξαστεριά. «Για πράγματα που δεν μπορείς να αλλάξεις, δεν αξίζει να στεναχωριέσαι ρε αγόρι μου!» Βούτα. Επίπλευσε. Κολύμπα. Κολύμπα. Κολύμπα. 

Με την καινούργια δουλειά έχω δωρεάν πρόσβαση στην πισίνα. Κολυμπάω ένα χιλιόμετρο τρεις φορές τη βδομάδα. Διάβασα πως για να βελτιωθείς στο κολύμπι πρέπει να μην παλεύεις το  νερό. Μάλλον ούτε τον εαυτό σου πρέπει να παλεύεις. Κολυμπάει κι αυτός. Κι αν μιλάς πολύ θα καταπιεί νερό και θα βουλιάξει ο καημένος. Γιαυτό  ήρθε η ώρα να σας αφήνω κι εσάς σιγά σιγά και κάντε μου τη χάρη να με αφήσετε κι εμένα, να σκεφτώ. Αυτό είναι το τελευταίο γράμμα που σας γράφω. Αρκετά είπαμε. Στο κάτω κάτω κι εσείς δε λέτε τίποτα, μόνο να διαβάζετε ξέρετε. Αν περιμένατε κάποια κορύφωση της ιστορίας, εγώ περιμένω τη σταγόνα που θα ξεχειλίσει την πισίνα. Κι αν σας άρεσε που σας έγραφα, δεν είναι γιατί θέλετε να μάθετε να κάνετε παραγάδια, κρεμ ανγκλέζ και χαβιάρι. Ούτε γιατί θέλετε να γίνετε ψαράδες στην άκρη του κόσμου.  Είναι επειδή η ιστορία μου είναι μάλλον σαν τη δική σας. Κολυμπάτε κι εσείς. Κάντε μου τη χάρη μόνο και κοιτάξτε, αν δεν σας μέλλει, να μην πνιγείτε· γιατί θα ήταν πολύ όμορφο να ζήσουμε πριν πεθάνουμε. 

Εις το επανιδείν και να προσέχετε.




 

Σχόλια

  1. Δεν ξέρω αν έχεις ταλέντο η αν οι εμπειρίες σου, τόσο δυνατές , έδωσαν τέτοιο παλμό στην πένα σου. Διάβασα απνευστί κ χάρηκα κάθε πρόταση. Μπράβο Λευτέρη. Έχεις κότσια. Σ εκτιμώ, σε θαυμάζω κ σε ζηλεύω. Μαζί σου ότι αποφασίσεις. Κ πάντως θα περιμένω νέα σου. Πιστεύω κ εύχομαι να σε χαίρεται η αγαπούλα κ να τη χαίρεσαι κ συ. Νάσαι καλά κ εύχομαι να ξανασυναντηθούμε κάπου κάποτε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. «Στο κάτω κάτω κι εσείς δε λέτε τίποτα, μόνο να διαβάζετε ξέρετε.»
    Ναι, άντε γεια σου!
    Σάμπως μας άφησες να σταυρώσουμε κουβέντα; Ή μήπως τα λες αυτά για τους ΣυγΧωριάνους σου εκεί στην Ψαρού, που μπορούν να πάρουν πάσσα από τις φάλαινες, που κατουρούν κι αυτές την αλμυρή θάλασσα; Πρώτα μας κάνεις λιανά όλα όσα ξεχωρίζουν τη ζωή σου στο Χωριό από τη ζωή σου στην πατρίδα, κι ύστερα περιμένεις να έχουμε κι άποψη για να μοιραστούμε από πάνω!
    Κι άμα γράψουμε για τους γέροντες που κάθονται στην πλατεία τού δικού μας χωριού, όμοια με εκείνους στο «Αστερίξ στην Κορσική» και περνάνε γενεές δεκατέσσερις τον κάθε περαστικό, θα θρέφαμε την όρεξή σου για να συνεχίσεις τότενες, για θα επανεκτιμούσες τη σιωπή και θα νοσταλγούσες το τέλος τής τουριστικής περιόδου;
    Αααχ, τώρα που ξέπλυνα την αδικία με φρέσκο (πριν ξεραθεί, σαν των ψαριών) αίμα, θα σηκώσω τον αντίχειρά ψηλά και θα γράψω την γνώμη μου:
    Καλά τα λες και ακόμα καλύτερα το κάνεις, που βάζεις μια τελεία και μια παύλα σε τούτη τη σειρά των λόγων. Γιατί αν το έκανες κι εσύ σαν εκείνες τις σειρές των αναγνωσμάτων που φαίνονται να μην έχουν τελειωμό, θα γινόντουσαν κι αυτοί οι λόγοι σαν τη φωτογραφία που περιγράφεις να ξεφτίζει (τη «βλαμμένη») και στην οποία στριμώχνεσαι να πάρεις μέρος. Κλείνει ο κύκλος για να αρχίσει ένας άλλος. Ίδιος με αυτόν, γιατί καλά το λένε πως ο άνθρωπος που εξιστορεί, την ίδια ιστορία αφηγείται πάντοτε, με άλλα λόγια, με άλλα ονόματα, σε άλλες περιστάσεις. Τουλάχιστον αυτός που κατεύνασε το μυαλό του και δεν τον πιάνει ναυτία στις πρώτες σταγόνες της μελάνης πια.
    Σε ένα πράγμα ενίσταμαι μόνο. Όχι, δεν είναι που έγραψες πως μόνο να διαβάζουμε ξέρουμε, αυτό ήταν η αφορμή για το χωρατό, είναι αυτό το «να σκεφτώ» στην τελευταία παράγραφο, στους πρώτους χαιρετισμούς. Δεν είναι πως οι επιστολές σε εμπόδισαν να σκεφτείς, είναι που όταν γράφεις τις επιστολές, σκέφτεσαι για λόγου σου, σκέφτεσαι και για λόγου μας. Σα να παίζεις σκάκι με έναν αντίπαλο που καλείσαι να αντικαταστήσεις κιόλας. Κι ενώ θέλεις να είσαι ειλικρινής και τίμιος για λογαριασμό σου, και δεν παριστάνεις πως δεν την πρόσεξες την κίνηση που μόλις έκανες -ευθύς αμέσως, αφού αλλάζεις ρόλο με τον αντίπαλο- έχεις και την επιθυμία να του κάνεις σαχ-ματ με μια φράση που θα γράψεις, μια εικόνα που θα αναδεύσεις και θα γίνει αφορμή για σκέψεις ακόμα περισσότερες, κουβέντες, ή για αυτή τη γλυκιά ανάπαυση τού νου, όταν ξυπνάει μέσα μας η αίσθηση πως δεν είμαστε μόνοι, πως ό,τι καλό βγαίνει από αυτόν τον σκαρδαμυγμό (που λένε στην Ψαρού) ζωής δε χάνεται ανώφελο και βρίσκει τη θέση του μέσα στην ωραιότητα του κόσμου.
    Εν ολίγοις, δεν είναι πως θέλεις να σκεφτείς, είναι πως δε θέλεις να σκέφτεσαι για δυο, πως θέλεις να γεμίσεις το μελανοδοχείο με τη σινική και να αλλάξεις το πενάκι, ή το πινέλο.
    Στις ευχές σου, καθρεφτάκι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τι υπέροχα που γράφεις Λευτέρη, υπέροχα! Στείλτο κάπου αυτό να το διαβάσουν κ άλλοι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου