Μωσαϊκό με Κρεμ Ανγγλέζ

 


Καλησπέρα αγαπημένα φιλαράκια,

Πέρασαν ίσα με τρεις μήνες από την τελευταία φορά που τα είπαμε και θα φαντάζεστε, φαντάζομαι, ότι πέρα από σαράντα κύματα αλλά η αλήθεια είναι τα πέρασα φίνα. Κυρίως επειδή είχε πολύ κύμα. Βλέπετε, μετά τις γιορτές ο καιρός αγρίεψε για τα καλά και ίσα που πρόλαβα να δουλέψω στα παραγάδια πέντε μέρες, πριν δέσει το καΐκι του ο Σίγκυ μια και καλή στο μώλο για όλο το Γενάρη. Το Φλεβάρη θα σταματούσαμε ούτως ή άλλως γιατί ξεκινάν οι προετοιμασίες για τα τέλη του Μάρτη, που αλλάζει το τροπάρι. Το Μάρτη, μαζί με τη σαρακοστή, ξεκινά η εποχή που ψαρεύουν το κοτόψαρο για να πάρουν τα αυγά του. Το λοβόψαρο ψαρεύεται με δίχτυα κι εγώ από δίχτυα δεν κατέχω ακόμα οπότε έπρεπε να βρω κάτι άλλο να κάνω.

Το Φλεβάρη λοιπόν τον πέρασα κάνοντας το χαμάλη και μετά το μπογιατζή κι έβγαλα πέντε δεκάρες. Το Γενάρη όμως, να λέμε του στραβού το δίκιο, δεν σκοτώθηκα κιόλας. Περίμενα μπας και χτυπήσει το τηλέφωνο να πάω για δουλειά, αλλά λίγο ο καιρός, λίγο το κρύο, λίγο η γρίπη, ο Σίγκυ προτίμησε να χτυπήσει μια παγωμένη μπύρα και να κάτσει στον κώλο του. Με αυτή τη δικαιολογία και με τις τσέπες αρκετά γεμάτες για να βγάλουμε άλλους δυο μήνες, έκατσα κι εγώ σπίτι. Έχω κι άλλες τέχνες να δουλέψω πέρα από το παραγάδι. Καλή η δουλειά και δεν την αγανακτώ. Πληρώνει κιόλας κι αφού δεν είχα την τύχη να γεννηθώ πλούσιος το έχω πάρει απόφαση πως χωρίς μόχθο δεν θα πάω και πολύ μακριά. Δεν θα έχω καλά καλά να φάω! Αλλά μην το παραξηλώσουμε κιόλας.

Ακόμα κι εδώ, στο Χωριό, που πληρώνομαι καλά για να τσακίζω τη μέση και τα προ πολλού χαμένα νιάτα μου, αρκετά καλά για να νοικιάζουμε ένα σπίτι στο οποίο η κρεβατοκάμαρα και το καθιστικό είναι διαφορετικά δωμάτια, αρκετά καλά για να πληρώνουμε λογαριασμούς και νοίκι την πρώτη του εκάστοτε μήνα και ποτέ να μη χρωστάμε, αρκετά καλά για να έχουμε δύο ειδών τυρί στο ψυγείο και όταν το θελήσουμε, χωρίς να το απαιτεί κάποια περίσταση ή να γιορτάζουμε κάτι, να μπορούμε να πάρουμε για τους εαυτούς μας ένα μπουκάλι κρασί ή ένα βιβλίο, ακόμα κι αν έβγαζα όλα τα χρήματα στον κόσμο, δεν πετάω τη σκούφια μου να πάω στο μεροκάματο. Κάθε φορά που σηκώνομαι από το κρεβάτι, κάθε που τινάζω από πάνω μου το ζεστό πάπλωμα γιατί με πρόσταξε το ξυπνητήρι, κάθε που τρώω το πρωινό μου και πίνω τον καφέ σε σιωπηλό διάλογο με το ρολόι στον τοίχο, κάθε που παραπατάω να ντυθώ τα ρούχα της δουλειάς αξημέρωτα, κάθε που θα σκύψω να φιλήσω την αγαπούλα στο μαξιλάρι της, στεφανωμένη απ’ τα μεταξένια μαλλιά της και τα μάτια της θα μου ξημερώσουν τη μέρα πριν βγει ο ήλιος και μετά θα πρέπει τόσο άκαρδα να την αποχωριστώ και να βροντήξω την πόρτα του σπιτιού μας πίσω μου, είναι ένας μικρός θάνατος.

Όταν κλείσει η πόρτα είναι μια άλλη ιστορία. Το κρύο μου ρίχνει την πρώτη σφαλιάρα και θέλοντας και μη, μουλαρώνω να βγάλω τη μέρα. Κι άπαξ και πιάσω να δουλεύω θα έρθω γρήγορα σε κέφι γιατί χωρίς νεύρο δε βγαίνει μάγκα μου. Σκέφτομαι πως κάθε ώρα στη δουλειά εξαργυρώνεται σε σπίτι, φαγητό, ζέστη, βόλτες, ένα κρασί κι ένα βιβλίο. Ωραία πράγματα. Τα τριάντα αργύρια που παίρνω για να καταδώσω το ανέμελο παιδάκι μέσα μου, θα τα ξοδέψω στο σούπερ μάρκετ. Θυμάμαι σαν παιδί να με πιάνει πραγματική απελπισία που έπρεπε να πάω σχολείο, σαν στρατιώτης να νιώθω ολότελα ανήμπορος να αποδράσω τη μαύρη μοίρα μου, σαν άνεργος, άχρηστος με τη βούλα. Κοίτα με όμως τώρα, με τα δυο χέρια μου, που άθελα τους όλο και δυναμώνουν, είμαι κύριος του εαυτού μου. Και μάλιστα σε ξένο τόπο και μακρινό. Μάλιστα κύριε, με τον ιδρώτα μου! Σαν χθες μου φαίνεται που από το παράθυρο έβλεπα, σε απόσταση αναπνοής, το μπαλκόνι του γείτονα στον ακάλυπτο, στα Κάτω γαμημένα Πατήσια. Και τώρα βλέπω γλάρους και κοράκια να πετάνε, πιο πίσω μηχανότρατες στο λιμάνι του Χωριού, μια λωρίδα θάλασσα και στο βάθος τα βορεινά βουνά χιονισμένα να βάφονται στο μπλε της Πρωσίας, μία με το λυκαυγές και μία με το λυκόφως.

Εγώ τα έκανα όλα αυτά, παλεύοντας με σκοινιά κι αγκίστρια, με τη βαριά μυρωδιά της ψαρίλας, να βάφω πάνω σε σκάλες, να πλένω σκάλες πεσμένος στα γόνατα, να κουβαλώ ξύλα στο χιόνι και να στοιβάζω σακιά σε παλέτες, με τη μέση μου να με μαχαιρώνει πισώπλατα και τις φλέβες στο κακό μου πόδι να με σφίγγουν σαν μοχθηρό χταπόδι που ζει κάτω από το δέρμα μου. Ό,τι μου πέταξαν στο δρόμο μου το τσάκισα σαν ατμομηχανή, το συνέθλιψα κάτω από τις ατσάλινες ρόδες μου. Πολύ γρήγορος για να πεθάνω νέος, πάντα χαμογελαστός κι ακούραστος. Φέρτε μου μια δουλειά και θα την κάνω. Φέρτε δουλειά ρε! Μπράβο παλικάρι μου! Μπράβο μου! Ένας πραγματικός ήρωας με δύο ειδών τυρί στο ψυγείο του! Δύο! Μόνο που… Ήταν ανάγκη να ιδρώνω; Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να παίξω.

Δε βαριέσαι Λευτεράκη μου, δε θα στα χαρίσουν κι όλα στο πιάτο. Έξω έχει κρύο, δεν είναι καιρός για παιχνίδια. Δεν είναι καιρός αυτός γενικά! Ο χειμώνιμος δε λέει να ξεκουμπιστεί. Κάναμε Χριστούγεννα και Πάσχα με το ίδιο χιόνι. Μεγάλη υπόθεση το χιόνι. Μαζεύεται με το τουλούμι στη σκεπή και πέφτει με γδούπο όταν κάνει να ανέβει η θερμοκρασία λίγο πάνω από το μηδέν. Κάνει ένα θόρυβο λες και γκρεμίζεται φούρνος και φρακάρει τη σκάλα και την είσοδο, που μόλις την προηγούμενη καθάρισες με το φτυάρι. Πακτώνεται στο δρόμο φτιάχνοντας ένα ακλόνητο στρώμα πάγου που φτάνει τους δέκα πόντους πάχος. Καθώς τ’ αμάξια, με καρφιά στα λάστιχα, το πατάνε ξανά και ξανά, ζωγραφίζουν τις διαδρομές τους στην επιφάνειά του, κάνοντας το οδόστρωμα να μοιάζει με θολό παιχνίδι τρίλιζας. Το πρωί, στις έξι ξεκινάν τα εκχιονιστικά να το μαζεύουν κι όταν περνάνε κάτω από την κρεβατοκάμαρα, πετάγεσαι γιατί κουνιέται όλο το σπίτι λες και γίνεται σεισμός. Στο Xωριό έχει διάσπαρτα άδεια οικόπεδα, που παραμένουν άχτιστα, για να έχουν χώρο τα εκχιονιστικά να βάζουν όσο χιόνι δεν προλαβαίνουν να ρίξουν στη θάλασσα. Έτσι εκεί που το κωλοκαίρι θριαμβεύει το μυρωδάτο γρασίδι, το χειμώνιμο πυργώνονται μακρόβιοι λόφοι χιονιού που φτάνουν τα έξι μέτρα ύψος, μεγάλοι σαν σπίτια.

Το χιόνι κάνει την εμφάνιση του με διαφορετική διάθεση κάθε φορά. Κάποιες μέρες πέφτει αθόρυβα, σε μεγάλες σαν πούπουλα νιφάδες και θες να κοιτάς προς τον ουρανό να δεις πού τρύπησαν τα μαξιλάρια των θεών. Τότε το χιόνι δε μοιάζει απειλητικό, ούτε δυσοίωνο. Σε προσκαλεί να βγεις έξω, να περπατήσεις στην πηχτή ησυχία της αρκτικής νύχτας. Να ξαπλώσεις πάνω του περιμένοντας έναν γλυκό θάνατο. Άλλες φορές έρχεται σε μικρές ξερές σφαίρες, σαν σκόνη πλυντηρίου. Κάθεται πάνω στον πάγο των δρόμων χωρίς να λιώνει και σέρνεται λίγα χιλιοστά πάνω από το έδαφος, χορεύοντας τον αέρα. Φτιάχνει φαντάσματα λευκών φιδιών που σέρνονται με ταχύτητα στους δρόμους. Παίρνουν μια ανάσα όταν κοπάζει ο άνεμος και μετά συνεχίζουν βιαστικά τη διαδρομή τους. Ενίοτε κουλουριάζονται στο έδαφος σε ανεμοστρόβιλους, ειδικά στις διασταυρώσεις, που ο άνεμος χάνει το μπούσουλα και παλεύει με τον εαυτό του. Όταν όμως πιάνει χιονοθύελλα τότε τα φίδια γιγαντώνονται. Γίνονται δράκοι που σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμα και δαγκώνουν στα μάτια όποιον άτυχο περπατάει έξω, καλή ώρα εμένα που γυρνάω από τη δουλειά. Αν έχεις τη θύελλα πίσω σου νιώθεις να σε σπρώχνουν βαριά χέρια για να γελάσουν με τα τρελά σου πατήματα, όπως τότε στο σχολείο. Αν την έχεις μπροστά σου, είναι λες και κολυμπάς σ’ ένα ζελέ από ξυράφια. Κάθε σου βήμα γίνεται βαρύ, το περπάτημα στη χιονοθύελλα είναι μια άδικη διελκυστίνδα.

Από το εργαστήρι του Σίγκυ μέχρι το σπίτι είναι ένα χιλιόμετρο δρόμος. Όταν ο άνεμος κοιμόταν, η διαδρομή με τα πόδια ήταν σκέτο όνειρο. Έβλεπες τα σπίτια με τα φωτάκια τους, παραταγμένα στην πλαγιά των δυτικών βουνών, το ένα πιο όμορφο από το άλλο. Κι από την άλλη η θάλασσα στη μέση, με τις πάπιες και τα γλάρους, να σκούζουν που τους χαλάς τον ύπνο και να αναστατώνουν με τη σειρά τους νερά, κάτω από τα φτερά τους. Πίσω τους τα βουνά στα ανατολικά. Ένα λευκό κάστρο κάτω από τ’ αστέρια. Όταν όμως είχε θύελλα, η διαδρομή ήταν περιπέτεια για την οποία ξεκινούσα ενίοτε με στωική αποδοχή και ενίοτε με ενθουσιασμό. Περπατούσα κόντρα στα στοιχεία της φύσης, που πάλευαν να με ρίξουν κάτω, με τα χέρια ανοικτά και το μάτι να γυαλίζει. Στητός όσο μπορούσα, με αργά πεισματάρικα βήματα. Ένας ιππότης που γυρνάει θριαμβευτής από τον πόλεμο, ένας κουρσάρος που επιστρέφει στο λημέρι του μετά από ένα καλό πλιάτσικο. Ήταν ωραίες νύχτες να είσαι ζωντανός και δεν υπήρχε πιο τρανή απόδειξη ότι χτυπάει η μανιασμένη μου καρδιά, απ’ το ότι τα κατάφερνα να φτάσω σπίτι. Έφτανα σαν το χελιδόνι. Πίσω σκουρόχρωμος, όπως ντύθηκα και μπροστά κατάλευκος. Έπιανα χιόνι μέχρι και στις βλεφαρίδες.

Μα και στο ίδιο μας το σπίτι δεν σταματούσε η μάχη με τη θύελλα. Από το παράθυρο τη βλέπαμε να περνάει σαν τρένο. Ουρλιάζοντας, έκανε τα φώτα του δρόμου να ταλαντεύονται σαν ξερόκλαδα. Σήκωνε ψηλούς ανεμοστρόβιλους κι όταν οι ματιές μας συναντιόνταν, γυρνούσε καταπάνω μας και χτυπούσε τους τοίχους του σπιτιού με μανία. Τότε το σπίτι, εκατό χρονών και ξύλινο, ξεκίναγε το τραγούδι του για να μας ηρεμήσει. Έτριζε ολόκληρο και σε κάθε ριπή χιονιού κι αέρα που δεχόταν γενναία, οι τοίχοι ταλαντεύονταν, αφήνοντας ένα ξερό κρότο, μέχρι που όλο και κάτι θα έπεφτε από τα ράφια. Την επομένη που θα καταλάγιαζε ο χαμός συχνά αντίκριζες ένα αστείο θέαμα. Τα σπίτια είχανε γίνει δίχρωμα. Η μια μπάντα των σπιτιών, αυτή που τη χτυπούσε ο άνεμος, ήταν γεμάτη χιόνι. Είχε γίνει ένα με τους τοίχους και τα παράθυρα από τις απανωτές βίαιες ριπές της θύελλας. Η άλλη μπάντα ήταν πεντακάθαρη, περικυκλωμένη από αεροδυναμικούς λοφίσκους χιονιού, που μαρτυρούσαν την κατεύθυνση του ανέμου. Ήταν λες και τα σπίτια, ένα ένα, άφησαν το ξύρισμα στη μέση και βγήκαν τρέχοντας απ’ το μπαρμπέρικο, με τους αφρούς στο πρόσωπο, για να δουν κάποιο τρακάρισμα.

Το δικό μας σπίτι είναι πάνω στη συμβολή των οδών που έχουν τα ευφάνταστα ονόματα, Βόρεια και Κεντρική. Βάλλεται πιο σφοδρά από τον καιρό από τα δυτικά, όπου είναι η είσοδος, γιατί τα άλλα σπίτια μπροστά του, στο απέναντι τετράγωνο της Βόρειας, είναι σημαντικά πιο χαμηλά και αραιά. Από το Βορρά μας προστατεύει το σπίτι του φούρναρη και το σχολείο. Στο Νότο συνορεύουμε με το σπίτι του ξυλουργού, ενός από τους πολλούς, που είναι πιο ψηλό από το δικό μας και στα νότια, στην απέναντι πλευρά της Κεντρικής, στέκει το τεράστιο σπίτι του Χάλτοουρ. Τις Κυριακές, γύρω στο μεσημέρι, ο Χάλτοουρ, φορώντας μόνο το βρακί του, κάνει το πρωινό του τσιγάρο, σχεδόν κρεμασμένος από παράθυρο του δεύτερου ορόφου του, γιατί το έχουν σε κακό εδώ να καπνίζουν μέσα στα σπίτια. Βγαίνουμε τότε κι εμείς και λέμε τα νέα μας, πως πάει η δουλειά και τι θα μαγειρέψουμε. Από το ένα παράθυρο στο άλλο, πάνω από το δρόμο, σαν τις γριές στη Νάπολη. Ο Χάλτοουρ έρχεται πακέτο με το σπίτι, μου είχε πει ο σπιτονοικοκύρης μας, ο Μπέρκθοουρ. «’Οταν αγόρασα το σπίτι, σχεδόν τον βρήκα μέσα.»

Με τον Μπέρκθοουρ είμαστε φίλοι δέκα χρόνια, τον είχα γνωρίσει στην πρώτη μου επίσκεψη στο Χωριό, όταν έβαζα τους σπόρους για να ριζώσω εδώ. Είμαστε μια ηλικία σχεδόν κι είναι ζωγράφος κι αυτός. Άλλα κοινά ενδιαφέροντα μας είναι η μπύρα, η μάσα, η καλοπέραση και οι ατέρμονες συζητήσεις για την ουσία της Τέχνης. Κάποτε ανεβήκαμε κι ένα βουνό μαζί. Μια άλλη φορά είχε έρθει στην Αθήνα, έμεινε στα Πατήσια και τον περπάτησα στα Εξάρχεια παρέα με τα τσακάλια, να δει που πήγα σχολείο και που με ψειρίσανε πρώτη φορά με κέρατο, στα εννιά μου χρόνια. Τα βρήκαμε σκούρα όμως γιατί όση μπύρα και να του δώσεις αυτού του γίγαντα δεν πέφτει! Στέκεται σα βράχος που τον χτυπάει η θάλασσα χειμώνα καλοκαίρι. Πάντα μνημονεύει, ο καλός μου, αυτό το ταξίδι. Τον κάναμε λέει να νιώσει σαν βασιλιάς! Καλός είναι αλλά μου την έσκασε. Όταν κατέφθασα με το ταγάρι στον ώμο να κάνω την τύχη μου στο Χωριό, αυτός είχε ήδη μεταναστεύσει στη Σουηδία με τη γυναίκα του την Έλιν και τα δύο τους παιδιά. Ξεκίνησε για ένα μεταπτυχιακό και βρέθηκε μετανάστης. Εκεί, βλέπετε, πληρώνουν ακόμα καλύτερα από εδώ. Καλά να μεταναστεύσουμε εμείς ρε κερατά, που δεν έχουμε βρακί να βάλουμε στον κώλο μας! Εσένα τη μύγα σε τσίμπησε;

Έτσι τώρα αντί για το Μπέρκθοουρ, μένουμε εμείς στη γωνία Κεντρικής και Βόρειας, αλλά δεν μένουμε μόνοι. Το σπίτι είναι χωρισμένο σε τρία διαμερίσματα, το καθένα με ξεχωριστή είσοδο. Σύμφωνα με το Χάλτοουρ οι τρεις αυτοί χώροι είναι το νεκροτομείο, η γκαλερί και ο στάβλος! Εμείς έχουμε πιάσει τη σοφίτα των ενενήντα τετραγωνικών, που στολίσαμε με κόκαλα και κρανία ζώων που βρήκαμε στη φύση. Εξού και το όνομα νεκροτομείο. Τα αγαπημένα μου κομμάτια στη συλλογή μας είναι το κρανίο της αλεπούς, σχεδόν ατόφιο με όλα του τα δόντια, και οι τρεις σπόνδυλοι φάλαινας που κάθονται στο δοκάρι της σκεπής. Από κάτω, στο ισόγειο είναι η γκαλερί, το σπίτι κι εργαστήριο ζωγραφικής όπου μένει ο Μπέρκθοουρ με την οικογένεια του, όταν γυρνάνε στην Ψαρού για διακοπές. Η γκαλερί είναι εξίσου μεγάλη με το νεκροτομείο, με παλιά βαριά έπιπλα, μια όμορφη κουζίνα και θερμαινόμενο πάτωμα. Γιατί μπορεί το σπίτι να είναι εκατό χρονών, αλλά ο Μπέρκθοουρ το σουλούπωσε πριν μπει μέσα. Εκεί επίσης θα βρεις μπογιές, καβαλέτο, βιβλία Τέχνης, μισοτελειωμένους πίνακες του Μπέρκθοουρ κι έναν δικό μου που του χάρισα γιατί πολύ του άρεσε, με τίτλο «Θρήνος για την παιδική μου ηλικία». Τέλος στη βορεινή πλευρά το σπίτι ενώνεται μ’ ένα μακρόστενο παράσπιτο που το σχήμα του θυμίζει στάβλο, αρκετά μεγάλο και άνετο για να ζήσει ένας άνθρωπος μόνος του. Έχει τρία παράθυρα στη σειρά που βλέπουν προς τον κήπο που μοιραζόμαστε, στην πλευρά της Βόρειας κι ένα μεγάλο παράθυρο από την άλλη πλευρά που κοιτά την πίσω αυλή, προς το σπίτι του ξυλουργού, ενός απ’ τους πολλούς. Η είσοδος του στάβλου όμως, είναι προς την Κεντρική. Το όνομα του τον αδικεί γιατί είναι στ’ αλήθεια σπίτι με τα όλα του, και μάλιστα διαμπερές. Εκεί μένει ο Νικόλας.

Σε σκοτεινά μπαρ, σε καφενεία σε ορεινά χωριά, σε καταλήψεις, λαϊκές αγορές, εγκαίνια μουσείων, αραβικά τεϊοποτεία, στρατόπεδα, κρατητήρια, γήπεδα, σε κλαμπ πήχτρα στην υγρασία, ορειβατικές εκδρομές, πορείες, σε παγκάκια σε πλατείες και ντάινερ στην άλλη άκρη του Ατλαντικού έχω γνωρίσει πολύ κόσμο. Αλλά κανείς δεν ήταν σαν το Νικόλα. Το πραγματικό του όνομα είναι Νικολά αλλά εγώ τον έχω βαφτίσει Νικόλα. Ο Νικόλας είναι Γάλλος, σεφ, παχύς και ομοφυλόφιλος. Πέρα από παχύς δεν έχω υπάρξει κανένα από τα άλλα τρία αν και καμιά φορά φαντάζομαι ότι θα μου άρεσε να είμαι και γι αυτό τον συμπάθησα εξαρχής. Τίποτα από αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά του δεν τον κάνουν περίεργο. Κι όμως ο Νικόλας είναι τόσο περίεργος που έμαθα γρήγορα τη λέξη «μοναδικός» στα Ψαρειανά για να μπορώ να τον περιγράψω.

Σαν γνήσιος Γάλλος κακομεταχειρίζεται όποια ξένη γλώσσα πιάσει να μιλήσει. Όταν πρωτοήρθε στην Ψαρού μιλούσε μόνο Γαλλικά. Μετά από πέντε χρόνια εδώ, έχει καταφέρει να μπορεί να συνεννοείται σε δυσνόητα Αγγλικά. Για Ψαρειανά ούτε λόγος. Μια καλημέρα κι ένα ευχαριστώ κι αυτά τρακαρισμένα. Αγαπά την γενέτειρα του, το Μπορντό και σιχαίνεται τη Μασσαλία. Όπως σιχαίνεται όλα τα ψάρια, εκτός από το σολομό, όλα τα φρούτα εκτός από τις φράουλες κι όλα τα φρέσκα λαχανικά ανεξαιρέτως, ιδιαιτέρα δε τα λαχανάκια Βρυξελών. Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο να ξινίζει τόσο τα μούτρα του στη θέα μιας μπανάνας και να μιλά με τόσο ενθουσιασμό για τους ντολμάδες σε κονσέρβα. Για σεφ δεν είναι και πολύ καλόφαγος. Ούτε καλότροπος είναι. Αν έχει κάτι να σου πει στο λέει στα μούτρα σου, και είναι δύσκολο να μην προσβληθείς όταν όλα, από το φαγητό σου μέχρι τα ρούχα που φοράς, τα κρίνει σε μια κλίμακα που κυμαίνεται από το «αηδιαστικό» έως το «όχι και τόσο κακό»! Για δύο μόνο πράγματα μας έχει πει καλό λόγο. Για τους κουραμπιέδες που έφτιαξε η αγαπούλα τα Χριστούγεννα, του άρεσαν τόσο που τους μπούκωνε δυο δυο σαν παιδάκι και για την πίτσα με σπιτική ζύμη από τα χεράκια μου. Αφού δοκίμασε την πρώτη φορά, μου ζήτησε να του ξαναφτιάξω και να τον καλέσουμε να δούμε ταινία, της επιλογής του φυσικά, τρώγοντας την πίτσα. Στα μισά της ταινίας μας ξεφούρνισε πως έχει δυσανεξία στη γλουτένη και κάθε φορά που τρώει πίτσα ξέρει ότι έχει δύο ώρες μέχρι να τον ενοχλήσει το στομάχι του. Είναι ένα ρίσκο που παίρνει συνειδητά γιατί η πίτσα, ή πιζά όπως επιμένει να την προφέρει, είναι το αγαπημένο του φαγητό. Ευτυχώς μένει από κάτω μας.

Και μένει μόνος εδώ και πέντε χρόνια. Στην αρχή πίστευα ότι αυτό που φταίει είναι πως σ’ αυτό το μαγευτικό ησυχαστήριο των χιλίων διακοσίων κατοίκων που μένουμε, η γκέι σκηνή δεν έχει και πολλές επιλογές να προσφέρει. Μετά μιλώντας για σχέσεις, ο Νικόλας μας εξήγησε πως απολαμβάνει τα δράματα και τους τσακωμούς. Δεν θα μπορούσε ποτέ, λέει, να είναι σαν την αγαπούλα κι εμένα. Εγώ με τη σειρά μου δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι με το Νικόλα. Αν ήμουν σύντροφός του θα τον είχα πετάξει από το παράθυρο, εδώ φίλοι είμαστε και πολλές φορές κρατιέμαι μετά βίας. Άσε που δεν είμαι ο τύπος του. Όταν είχαμε πρωτογνωριστεί μου είπε, χωρίς ντροπές, πως συμπαθεί την αγαπούλα λίγο παραπάνω, κι ας την φωνάζει «ροσμπίφ» επειδή είναι μισή Αγγλίδα. Γιατί η αγαπούλα λέει, είναι μεν κορίτσι, αλλά συμπεριφέρεται σαν αγόρι. Είναι δυναμική, πάντα έτοιμη να μαλώσει. Ενώ εγώ είμαι σαν κορίτσι, κοιτάω να είναι όλοι χαρούμενοι. Τότε του είπα ότι ξέρω πως είμαι ελαφρύς αλλά αν γουστάρει να παίξουμε μπουνιές, είμαι κι εγώ έτοιμος να μαλώσω. Μαζί του. Παραδόξως δεν δέχτηκε την προσφορά μου.

O Νικόλας είναι ψηλός σαν εμένα αλλά έχει τα διπλάσια κιλά σχεδόν. Έχει πυρόξανθα κοντά μαλλιά, μελιά μάτια και λίγες φακίδες. Είναι αδιαμφισβήτητα άσπρος σαν κώλος μωρού. Θα περίμενες ένας άνθρωπος στα κιλά του να είναι δυσκίνητος και μεταξύ μας, αγκομαχά να ανέβει την απότομη σκάλα του σπιτιού μας. Κατά τ’ άλλα όμως έχει σκουλήκια στον κώλο.

Αν τον βάλεις να κάτσει, κάθε τρεις και λίγο σηκώνεται και λυγίζει νευρικά τα γόνατα του εναλλάξ σε έναν επιτόπιο χορό. Όταν μιλάει, μιλάει με όλου το σώμα, ανεμίζοντας τα χέρια του και κολλάει Γαλλικά επιφωνήματα στην αρχή και το τέλος κάθε φράσης. Τα κιλά του του φέρνουν δυσφορία για την εικόνα του αλλά μια χαρά ωραίο παιδί είναι. Δε σε κάνουν τα κιλά όμορφο. Κι έχω αποδείξεις. Μπροστά ήμουν όταν ξερογλείφονταν για χάρη του μια Ψαρειανή κούκλα που μιλούσε φαρσί τα Γαλλικά! Έκανα το μουγκό αλλά μέσες άκρες καταλάβαινα τι λέγανε, γιατί κάνοντας παρέα με το Νικόλα έχω αναγκαστεί να φρεσκάρω τα Γαλλικά που έμαθα στο σχολείο.

Όταν μείναμε μόνοι μας τον κοίταξα όλο νόημα. «Το είδες κι εσύ, non;» Θα έπρεπε να είμαι τυφλός για να μην το δω. Έβγαζε μάτι τέτοιο καμάκι. Πήρε τα πάνω του ο Νικόλας, κολακεύτηκε. Του είπα να της πει ορθά κοφτά πως είναι λάτρης της αρχαίας Ελλάδας, μην πάει να εξαφανιστεί και νομίζει η κοπέλα πως την απέρριψε χωρίς λόγο. Μετά τον ρώτησα αν θα πήγαινε ποτέ με γυναίκα. Μου απάντησε κάθετα όχι. Εντάξει ρε μαλάκα, πως κάνεις έτσι; Γυναίκα είπα, δεν είπα να φας λαχανάκια Βρυξελών! Δεν ήταν και τόσο άστοχη η ερώτηση μου, νομίζω. Πολύς κόσμος δοκιμάζει να ψήσει το ψάρι κι από την άλλη πλευρά για να δει αν του αρέσει. Άλλωστε του έχω κάνει ακόμα πιο βλακώδη ερώτηση. Όταν μου είπε πως θα ήθελε πολύ να έχει ένα γιο, τον ρώτησα αστειευόμενος τι θα έκανε αν ο γιος του έβγαινε αλμυρός σαν αυτόν. Αυτό δεν θα το ήθελα καθόλου Λευτέρη, μου είπε. «Πας καλά ρε; Γιατί;» Τότε σοβάρεψε. «Γιατί δεν θα ήθελα να περάσει αυτά που πέρασα εγώ. Θέλω να έχει μια καλύτερη ζωή.»

Παρά τις πολλές προκλήσεις και δυσκολίες που συνάντησε στη ζωή του, από παιδί ακόμα, ο Νικόλας γενικά φαίνεται να έχει παροιμιώδη αυτοπεποίθηση την οποία αντλεί από δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η γενικότερη αντιμετώπιση του απέναντι σε όλα, η οποία συνοψίζεται στη φράση που τον έχω ακούσει να λέει πιο συχνά, «εμένα δε με νοιάζει!» ή Γαλλιστί «Je m΄en fous!». Το δεύτερο είναι αυτό που ονομάζει Δυναμή του. Βεβαίως, γιατί εκτός από ζαμανφού ο Νικόλας είναι και μέντιουμ! Έχει τη Δύναμη να του μιλάνε οι νεκροί και να ψυχανεμίζεται αρνητικές ενέργειες και κακόβουλα πνεύματα. Μας έχει βάλει μέχρι και να λιβανίσουμε το σπίτι με φασκόμηλο και να ανοίξουμε τα παράθυρα για να φύγει το κακό πνεύμα που είχε βάλει στο μάτι την αγαπούλα. Είπα κι εγώ στο πνεύμα πως όποιος την πειράξει θα του σπάσω τα δόντια και τότε μπόρεσε ο Νικόλας να ηρεμήσει και να συνεχίσουμε τη βραδιά μας. Για τη Δύναμη μάθαμε την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε. Απ’ ότι φαίνεται η αγαπούλα είναι φωτεινή, ένας φάρος καλοσύνης αλλά εγώ έχω κάτι σκοτεινό που με καλύπτει και δυσκόλεψα το Νικόλα στο να με διαβάσει. Είμαι σίγουρος ότι ο δάσκαλος μου των πολεμικών τεχνών θα είναι περήφανος για μένα όταν το μάθει.

Η Δύναμη λειτουργεί με περίεργους τρόπους που ο Νικόλας δεν ελέγχει αλλά είναι πάντα παρούσα. Αν χρειάζεται κάτι ο Νικόλας, πολλές φορές του εμφανίζεται μπροστά του. Χρειάζεται χρήματα ο Νικόλας, σπάει ο διάολος το ποδάρι του και βρίσκει κάτω ένα χαρτονόμισμα. Χρειάζεται σπίτι, γνωρίζει το Χάλτοουρ που πάει πακέτο με το δικό μας σπίτι και να τον τώρα στο στάβλο. Στου Χάλτοουρ και να ήθελε δεν μπορεί να μείνει, γιατί και σε αυτό το σπίτι ζει ένα πνεύμα. Αν και τώρα τελευταία με ενημέρωσε ότι τα έχουν βρει. Όταν του μιλάνε οι νεκροί δεν τους καλεί ο ίδιος, μεταφέρει μηνύματα εκεί που δεν το περιμένει. Αν κάποιος από το υπερπέραν έχει κάτι να σου πει, θα το σφυρίξει στο Νικόλα σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς να ξέρει πάντα ο αγγελιοφόρος ποιος είναι ο αποστολέας του μηνύματος.

Έτσι ένα βράδυ, αυτό με τους κουραμπιέδες, εκεί που καθόμασταν ωραία και καλά στο σαλόνι, το βλέμμα του Νικόλα θόλωσε και άρχισε να με διαβάζει. Είδε μια εικόνα, ένα βουνό μέσα στη νύχτα και στα μισά του βουνού να έχει καρφωθεί το φεγγάρι που έχει πέσει στη γη και το βουνό αιμορραγούσε. Αυτός είμαι εγώ λοιπόν. Και συνέχισε, «Δεν κουράστηκες;»

«Ορίστε;» Ακάθεκτος ο Νικόλας, μου είπε πως βλέπει κάτι να είναι πάντα δίπλα μου, κάτι σκοτεινό που με κυνηγάει. Κοιτάω μπροστά αλλά κάθε τρις και λίγο κοιτάω κλεφτά πάνω από τον ώμο μου να δω αν με ακολουθεί το σκοτάδι. Ανατρίχιασα! Φαίνεται να κουβαλάω κάτι πολύ βαρύ, μου είπε. «Δεν θά’ θελα να είμαι στη θέση σου. Δεν έχεις κουραστεί να το κουβαλάς;» Ομολόγησα πως έχω κουραστεί. Τουλάχιστον έφτασα ως εδώ με το βάρος στην καμπούρα μου. Δεν είναι και λίγο! Πάλεψα και παλεύω να είμαι χαρούμενος κι ας δηλητηριάζω τον εαυτό μου σε κάθε ευκαιρία. «Alors, γιατί δεν το αφήνεις λίγο κάτω το βάρος; Κάποιο λόγο θα έχεις. Σα να κρατιέσαι από πάνω του. Γιατί;» Δεν ξέρω ρε γαμημένε, δεν είμαι ο τρελογιατρός μου. «Δεν ξέρω.»

Όταν αργότερα ξαπλώσαμε με την αγαπούλα στο κρεβάτι, συνόψισα τη μεταφυσική εμπειρία που είχαμε με τη δική μου αγαπημένη φράση.«Καλή μαλακία!» Δεν αμφιβάλλω ότι ο Νικόλας ζει σε ένα κόσμο με πνεύματα αρωγούς και τους νεκρούς παρόντες και είναι πέρα για πέρα αληθινός. Όταν μιλάει για τη Δύναμη, δεν τον αμφισβητώ γιατί έχει παίξει πράγματι μεγάλο ρόλο στη ζωή του. Εγώ από την άλλη, έτσι και ακούσω για ενέργειες και ζώδια αισθάνομαι την ίδια αποστροφή που αισθάνεται αυτός για τις μπανάνες. Δεν τα χάφτω κάτι τέτοια. Κι έχω την ερμηνεία μου για το διάβασμα που μου έκανε. Ξέρω πως όταν μεγαλώνεις σε ένα περιβάλλον που μπορεί να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή μια καταιγίδα, αποκτάς άθελα να σου μεγάλη ενσυναίσθηση. Μαθαίνεις να διαβάζεις ενστικτωδώς και την παραμικρή αλλαγή στα συναισθήματα των γύρω σου, γιατί μια τέτοια αλλαγή μπορεί να προμηνύει ξεσπάσματα και οργή και θες να μπορείς μπορείς να προλάβεις την κατάσταση. Με τον ίδιο τρόπο που αν έχουν δει τα μάτια σου πέντε πράγματα, όταν μπαίνεις σε ένα μπαρ χτενίζεις με το βλέμμα τους θαμώνες για να δεις ποιος μπορεί να ψάχνει για μπελάδες, ποιος σε έχει, ποιον έχεις και ποιον να αποφύγεις. Για να μην πας ξεβράκωτος στ’ αγγούρια. Δεν είναι Δύναμη, άμυνα είναι.

Στα τέλη του Φλεβάρη κι αφού είχα τελειώσει να κάνω το μπογιατζή, έψαχνα να σκαρφιστώ καινούριο ρόλο να παίξω, για να τσεπώσω κανένα φράγκο. Είχα ήδη συζητήσει να πιάσω δουλειά στην κατεργασία των αυγών του κοτόψαρου, ή όπως πιο κατανοητά το λέει ο Γιάννης, να πάω να δουλέψω στο χαβιάρι. Σ’ αυτό είχε βάλει ο Νικόλας το χεράκι του που ήξερε ότι ψάχνω δουλειά. Δουλεύει κι αυτός εκεί κάθε χρόνο. Του βγάζω το καπέλο του Νικόλα κι σ’ όποιον άλλο δουλεύει στις ψαροδουλειές, μιλάμε την ίδια γλώσσα. Αν κι ο Νικόλας κολλάει κι ένα «eh bonne» όπου χρειάζεται. Ενώ περίμενα την επιβεβαίωση για την πρόσληψη μου στο χαβιάρι ο Νικόλας, που θέλει πάντα το καλό μου, ήρθε με μια άλλη πρόταση. Μαγείρευε, τρεις φορές τη βδομάδα, σε ένα ξενώνα στην εξοχή. Ήθελε να παραιτηθεί και πρότεινε εμένα να τον αντικαταστήσω, Θα μπορούσα να κάνω για λίγο καιρό δύο δουλειές, μιας και το χαβιάρι είναι εποχιακή δουλειά και θα τελειώναμε τον Ιούνιο. Επιπλέον ήξερε ότι είχα δουλέψει μάγειρας και στο παρελθόν στην Αθήνα. «Β΄ μάγειρας. Βοηθός σου είπα, είσαι σίγουρος ότι θα μπορώ να το κάνω;» Ήταν σίγουρος γιατί «ce n'est pas compliqué». Ένα μεσημεριανό, ένα βραδινό κι ένα επιδόρπιο θέλανε. Όντως δεν ακουγόταν περίπλοκο. Αλλά ήταν.


Πρώτα απ’ όλα ο ξενώνας δεν ήταν ξενώνας, όπως τον φανταζόμουν. Το κτήριο ήταν ένα παλιό σχολείο, που είχε ανακαινισθεί και προσαρμοστεί για να φιλοξενεί είκοσι επισκέπτες. Βρίσκεται σε μια εξοχή, τριάντα χιλιόμετρα από το χωριό προς τα δυτικά, Στο δρόμο για την εξοχή περνάς τους οδοδείκτες στην διακλάδωση, που σου μηνάνε πως από τη μια μπαίνεις βαθιά στην κοιλάδα πίσω από τα βουνά και καλή τύχη κι από την άλλη θα βγεις σε τετρακόσια χιλιόμετρα στην πρωτεύουσα, αν το θέλει ο καιρός. Αν συνεχίσεις προς το Ρεβικιάβικ, λίγο πριν τον ξενώνα στα δεξιά σου, θα δεις το μόνο ορόσημο της περιοχής. Ένα βενζινάδικο, όπου μπορείς να κάτσεις για καφέ και να χαζέψεις προς την ακτή που σχηματίζει μια λιλιπούτεια, για τα μέτρα της Ψαρούς, λιμνοθάλασσα που όλο το χειμώνιμο καλύπτεται από πάγο. Στο βάθος, πίσω από τη λιμνοθάλασσα ανοίγεται ο γκρίζος ωκεανός. Κάποτε το σχολείο εξυπηρετούσε τις οικογένειες που ζούσαν στις φάρμες, διάσπαρτες στην περιοχή, αλλά τα παιδιά λιγόστεψαν και τα αυτοκίνητα αναβαθμίστηκαν, οπότε δεν υπήρχε λόγος να μην πηγαίνουν τα πιτσιρίκια σχολείο στο Χωριό. Πίσω από τον ξενώνα, στη ρίζα ενός λόφου με θερμές πηγές που σχηματίζουν αχνιστά ρυάκια και στα λιγοστά δέντρα μαζεύονται βουνοχιονόκοτες, λειτουργεί ακόμα η πισινά του σχολείου,. Απέναντι ακριβώς είναι το κεραμιδί σπίτι ενός αγρότη, με το τρακτέρ παρκαρισμένο όπως όπως, σε απόσταση δέκα βημάτων από την πόρτα του κι ένα μπλέ κοντέινερ, που προφανώς χρησιμοποιούσε για αποθήκη. Το σπίτι φαινόταν εγκαταλελειμμένο αλλά διαπίστωσα πως κάποιος πράγματι ζει εκεί, όταν μια από τις μέρες που πήγα στον ξενώνα, είδα ένα φίλο του αγρότη να τον επισκέπτεται έφιππος! Ανταλλάξανε πέντε κουβέντες στο κεφαλόσκαλο, χωρίς να κάνει τον κόπο ο επισκέπτης να ξεπεζέψει και μετά ο ένας ξανάκλεισε την πόρτα του κι ο άλλος κάλπασε προς το ηλιοβασίλεμα.

Σε ένα τέτοιο μέρος θα περίμενα οι φιλοξενούμενοι να είναι ορειβάτες και πεζοπόροι, φυσιοδίφες και ταξιδιώτες, οικογένειες που αναζητούν την ησυχία και τους δραματικούς ουρανούς της Ψαρειανής εξοχής. Έκανα αυτή την υπόθεση βασιζόμενος στην εμπειρία μου από τα ταξίδια που έκανα εγώ στην Ψαρού, απ΄ άκρη σ’ άκρη, πριν κάποια χρόνια. Η νοσταλγική εικόνα που είχα για τη χώρα μόνο να θυμώσω με έκανε, όταν ήρθα αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Στον ξενώνα φιλοξενούνταν γκρουπ, κυρίως από το Ρεβικιάβικ, που έρχονταν στο Βορρά να συσφίξουν τους δεσμούς εταιρικών ομάδων ή να ζήσουν μια περιπέτεια μακρυά από την πρωτεύουσα. Να βγάλουν για λίγο τα κουστούμια και το μπαστούνι από τον κώλο τους και να κάνουν σκι και ιππασία ανάμεσα σε μας, τους ψαρανθρώπους και αγρότες της γραφικής επαρχίας. Κάποτε το συμπαθούσα πολύ το Ρεβικιάβικ άλλα όσο περνάει ο καιρός αισθάνομαι πως γέμισε με γιάπιδες που κοιτάνε πως να τα αρπάξουν, μπετά και τζάμια και φιλάσθενη καλλιτεχνίζουσα νεολαία που πάσχει από το σύνδρομο της ευφορίας. Δεν είχα να κάνω με ταξιδιώτες που θα δεχόντουσαν με ευγνωμοσύνη ένα ζεστό πιάτο νόστιμο σπιτικό φαγητό αλλά με κακομαθημένους χαρτογιακάδες που θέλουν, ακόμα και στη μέση του πουθενά, να φάνε γκουρμέ πιάτα για να χορτάσουν την ξιπασιά τους. Και βέβαια καταλαβαίνω και εκτιμώ την αξία της υψηλής κουζίνας αλλά κάτι τέτοιοι καταναλώνουν ένα steak au poivre με την ίδια απάθεια που μπαίνουν στα μουσεία Τέχνης να χαζέψουν ασυγκίνητοι, μόνο και μόνο για να τους δουν οι άλλοι ότι πήγαν. Τέτοιου είδους φαντασμένοι προσποιούνται πως έχουν άποψη για το φαγητό επειδή έχουν τη μύτη ψηλά, όχι επειδή την έχουν εκπαιδεύσει.

Στον ξενώνα πήγα δοκιμαστικά για δύο Σαββατοκύριακα. Η κουζίνα του ξενώνα ήταν στο ισόγειο, με δική της ξεχωριστή είσοδο. Μικρή αλλά πλήρως εξοπλισμένη, με μεγάλα παράθυρα στραμμένα ανατολικά προς μια συμμετρική και κοντή οροσειρά. Μου ταίριαζε γάντι. Από την πρώτη στιγμή που μπήκαμε στο χώρο εργασίας, έκανα όνειρα για το πως θα μαγειρεύω απερίσπαστος και γαλήνιος, αφήνοντας το τοπίο να μπαίνει από το παράθυρο κατευθείαν στην καρδιά μου. Επιπλέων ήταν πολική του ξενώνα το προσωπικό της κουζίνας να μην συναλλάσσεται με τους φιλοξενούμενους, εκτός κι αν οι ίδιοι το επιθυμούσαν. Έτσι στα διαλείμματα μας, που ο Νικόλας έκανε το τσιγαράκι του, βγαίναμε στα κλεφτά για να μη μας δούνε οι Ρεκιαβικάνοι και τους χαλάσουμε την όρεξη. Άλλο που δεν ήθελα! Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν θα φανταζόμουν πως η δουλειά μου θα ήταν να μαγειρεύω, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται να μιλάω σε κανέναν όλη μέρα παρά μόνο στα βουνά.

Το σχέδιο ήταν το πρώτο Σαββατοκύριακο να είμαι ο βοηθός του Νικόλα και το δεύτερο θα έβγαζα εγώ το μενού και θα ήταν ο Νικόλας ο βοηθός μου. Μετά θα έπρεπε να μαγειρέψω για τους εργοδότες κι αν ήταν ευχαριστημένοι θα μιλούσαμε για τα χρήματα. Σαν βοηθός δεν τα πήγα και άσχημα, για την ακρίβεια απέσπασα και έπαινο από το Νικόλα. Αφού μου είχε κάνει τη ζωή κόλαση. Γιατί πέρα από σεφ είναι και τρομερά ανυπόμονος. Κι εγώ τα έκανα όλα λάθος. Βράσε νερό. Όχι! Πρώτα θα περιμένεις να βγουν μικρές φυσαλίδες και μετά θα βάλεις το αλάτι, για επιταχύνεις τη βράση. Κόψε τα φιλέτα της πέστροφας. Όχι! Η μύτη του μαχαιριού πρέπει να είναι σχεδόν κάθετη στην επιφάνεια κοπής. Φτιάξε μπεσαμέλ, ξέρεις; Εύκολο. Αλεύρι, βούτυρο, γάλα. Ωραία… Όχι! Κάνε πιο μεγάλες κινήσεις με τον αυγοδάρτη. Καθάρισε τα κρεμμύδια. Όχι! Γιατί τα κόβεις στη μέση πριν τα καθαρίσεις; Έτσι είχα μάθει. Μου είχαν πέσει τ’ αυτιά. Με ρώτησε να σιγουρευτεί ότι είχα δουλέψει όντως σε εστιατόριο. Σίγουρα δεν είχα δουλέψει με κάποιον σαν αυτόν. Ο Νικόλας είναι πραγματικός σεφ. Έκατσε και σπούδασε και τις τεχνικές τις έχει στο τσεπάκι. Ξέρει πως συμπεριφέρονται τα υλικά και ποια είναι τα σωστά εργαλεία για το κάθε τι. Στην κουζίνα μιλάει μια γλώσσα που δεν θα έπρεπε να χρειάζεται επεξήγηση και υπάρχει μόνο ένας τρόπος, ακόμα και για να βράσεις αυγά. Ο σωστός! Όλα στη μαγειρική του έχουν πρωτόκολλο. Κι αν δοκιμάσετε το φαγητό του θα καταλάβετε πόσο τυχερό θα είναι το παλικάρι που θα τον κάνει άντρα του. Κάθε μπουκιά είναι μια σύνθεση γεύσεων που συμπληρώνουν η μία την άλλη. Κι όμως η καθεμιά περιμένει τη σειρά της για να γαργαλήσει τους γευστικούς σου κάλυκες.

Όταν, στο σπίτι μας, με παρατηρούσε να φτιάχνω τη σάλτσα για την πίτσα με είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Με ρώτησε γιατί βάζω ζάχαρη. Απάντησα ότι ήθελα να ισορροπήσω την οξύτητα της ντομάτας. Συμφώνησε. Όταν όμως με είδε να προσθέτω μαζί με το βασιλικό και τη δάφνη, λίγο κανέλα με ξαναρώτησε γιατί. «Δεν ξέρω», είπα. «Τέτοια γεύση θυμάμαι να έχει η σάλτσα ντομάτα από τα παιδικά μου χρόνια.» «Eh bonne, είναι περίεργο.» Ήταν μεγάλο κομπλιμέντο όταν τελικά του άρεσε το φαγητό μου και του άρεσε στ’αλήθεια, αλλιώς δεν θα μου ζητούσε να του το ξαναφτιάξω, αλλά δεν είχα απάντηση για όλες του τις ερωτήσεις. Αυτή είναι η διαφορά του σεφ με τον μάγειρα. Κι ο σεφ περίμενε κάτι παραπάνω από κάποιον που είχε δουλέψει σε εστιατόριο. Αλλά αν είχε δουλέψει έστω μια μέρα στο εστιατόριο που δούλευα, θα είχε κατεβάσει καντήλια και Παναγίες, πρώτη πρώτη αυτή την Παρισίων και θα είχε σηκωθεί να φύγει. Δεν θα ήταν ο πρώτος, γιατί στους εννιά μήνες που δούλεψα εκεί, είδα τέσσερις συναδέλφους με περγαμηνές και προϋπηρεσία, να παραιτούνται.

Η προηγούμενη φορά που δούλεψα σε κουζίνα ήταν σ’ ένα εστιατόριο σε εκείνη την περιοχή του κέντρου της Αθήνας που κάποτε είχε μόνο μαστόρους και πορνεία και τώρα δεν τολμάς να πατήσεις αν δεν έχεις τατουάζ και μουστάκι. Η αφεντικίνα ήταν και η σεφ. Κοντά της έμαθα να διαβάζω παραγγελίες, να οργανώνω το χρόνο μου και να ανταποκρίνομαι στον απαιτητικό ρυθμό ενός γεμάτου μαγαζιού. Όλα πολύ χρήσιμα. Έμαθα επίσης να εκτελώ τις συνταγές της αφεντικίνας χωρίς να παίρνω πρωτοβουλίες, γιατί αυτή είναι η δουλειά του βοηθού. Αυτό με βρίσκει αλήθεια απόλυτα σύμφωνο. Ο κάλφας δεν πρέπει να καμώνεται το μάστορα, αν θέλει να γίνει κι ο ίδιος μια μέρα μάστορας. Γιαυτό ήμουν σούζα και στο Νικόλα κι ας με έβγαζε έξω από τα ρούχα μου ώρες ώρες. Στο εστιατόριο, όταν σερβίραμε λευκό τυρί με ντομάτα ζεσταμένα, στο φούρνο μικροκυμάτων και το βαφτίζαμε «μπουγιουρντί με φέτα» ή όταν πλέναμε το χοιρινό της προηγούμενης βδομάδας, κόβαμε τα χαλασμένα κομμάτια και το ξαναμαγειρεύαμε με πολλά μπαχάρια αλλά από την άλλη έπρεπε να ακούω διαλέξεις για την υγιεινή τροφίμων έκανα το μαλάκα, γιατί αυτή είναι η δουλειά του βοηθού. Δεν θα αλλάξω εγώ τις συνταγές.

Δεν τον έκανα με μεγάλη επιτυχία βέβαια, γιατί έχω την κακή συνήθεια να ανοίγω το στόμα μου. Μια φορά για παράδειγμα, όλο το προσωπικό τα άκουσε, γιατί η σεφ δεν μπορούσε να βρει σε ολόκληρο μαγαζί έναν αναπτήρα να ανάψει το φούρνο και τις εστίες που, όπως στα περισσότερα εστιατόρια, δούλευαν με γκάζι. Φταίγανε οι σερβιτόροι κι εγώ, που δανείζαμε αναπτήρες στους πελάτες κι αν ξανατύχαινε να χαθούν όλοι οι αναπτήρες, θα μας επιβαλλόταν χρηματικό πρόστιμο στον παχυλό μισθό μας, που κυμαινόταν από τρία και εβδομήντα πέντε, μέχρι τέσσερα ευρώ την ώρα. Την επομένη που δούλευα, πήγα μ’ ένα πακέτο με πέντε αναπτήρες που αγόρασα ένα ευρώ. Ανακοίνωσα δε, πως επειδή είμαι μεγαλόψυχος, τους κάνω δώρο στην επιχείρηση για να θυμάται η εργοδοσία, πως ο μεγάλος -εγώ- δεν πληρώνει πρόστιμα στη δουλειά του. Με στόλισε τότε η αφεντικίνα με ένα «εξυπνάκια!», γιατί δεν εκτίμησε το πόσο κιμπάρης είμαι.

Σε εκείνο το εστιατόριο, τις Κυριακές συχνά βρισκόμουν να δουλεύω την τελευταία βάρδια στην κουζίνα μόνος. Έκανα μια βόλτα ανάμεσα στα τραπέζια, να δω αν οι πελάτες ήταν ευχαριστημένοι και προς μεγάλη μου έκπληξη ελάμβανα συγχαρητήρια. «Συγχαρητήρια σεφ!» Συγχαρητήρια για το κοτόπουλο με κάρυ που είχε κάτσει στο ψυγείο έξι μέρες. Για τις ταλιάτες μοσχαριού με ταλιατέλες, κρέμα γάλακτος και θυμάρι. Ένα πράγματι ωραίο πιάτο, αν εξαιρέσεις πως το μοσχάρι είχε κι αυτό ξεσχολήσει προ πολλού. Υποκλινόμουν τότε κι εγώ σαν τον παπουτσωμένο γάτο. «Ευχαριστώ αλλά τα συγχαρητήρια αξίζουν στη σεφ, εγώ είμαι απλά ο βοηθός. Εκτελώ συνταγές.» Μέχρι που βαλθήκαμε να σερβίρουμε μπριζολάκια από μοσχάρι black angus. Τέτοια υλικά ή τα μαγειρεύεις σωστά ή το καταστρέφεις. Αλλά αναμφισβήτητα, φαίνονται ωραία στον κατάλογο. Οι πελάτες αισθάνονται καλύτεροι από τους πληβείους που τρώνε μοσχαρίσιες στη Βάρη κι η διεύθυνση έχει να λέει πως εδώ δεν είναι τα Βλάχικα.

Μάταια επέμενα πως δεν ξέρω να μαγειρέψω κάτι τέτοιο. Με τόσο καλή δασκάλα ήταν σίγουρο πως θα μάθαινα. Απ’ ότι φαίνεται όμως, για καλή μου τύχη, είμαι σκράπας και κατέληξα να ετοιμάζω μόνο τα συνοδευτικά γι αυτό το πιάτο. Έτσι σερβίραμε αρκετές τσίχλες που, είτε έσταζαν ροζ αιμοσφαιρίνη, είτε είχαν στεγνώσει σαν τα δάκρυα μου. Και δώσ’ του τα συγχαρητήρια. Ώσπου μια ωραία μέρα, ένα τραπέζι μας γύρισε πίσω το πιάτο. Στη δεύτερη απόπειρα, πάλι ήρθε πίσω το πιάτο μαζί με τη σερβιτόρα, δαγκωμένη γιατί την είχαν κατσαδιάσει. Έχοντας χάσει την υπομονή της, η σεφ στράφηκε στον πιστό εξυπνάκια βοηθό της. «Πήγαινε να τους μιλήσεις εσύ που είσαι άντρας να ψαρώσουν. Αυτήν εδώ νομίζουν ότι θα την κάνουν ό,τι θέλουν επειδή είναι κοπέλα.» Σήκωσα προς στιγμήν το φρύδι μου, πήρα μια βαθιά ανάσα και βγήκα από την κουζίνα. Αφού πέταξα κάτι αερολογίες, όπως με είχαν ορμηνέψει, ο τύπος που είχε επιστρέψει το πιάτο μου το έκοψε. Ήταν σεφ, αυτός και η φίλοι του, και ήξερε πολύ καλά ότι δεν ήξερα τι έλεγα. «Κοίτα φίλε», του είπα, «δεν το μαγείρεψα εγώ το μοσχάρι σου. Δεν είμαι σεφ, ο βοηθός είμαι. Η σεφ είναι κρυμμένη στην κουζίνα κι έστειλε εμένα να με στολίσεις. Οπότε τζάμπα χαλάς το σάλιο σου. Λυπάμαι που πέταξες τα λεφτά σου αλλά δεν θέλω να πούμε τίποτα άλλο γιατί δεν πληρώνομαι για να βγάζω φίδια από τρύπες άλλων. Τώρα, τι μπορώ να κάνω εγώ για σένα;» Δώσαμε τα χέρια και με κάλεσε στο εστιατόριο που δουλεύει. Φυσικά δεν ξαναπάτησε στο δικό μας.

Όλα αυτά βέβαια, δεν μπορούσα να τα εξηγήσω στο Νικόλα ο οποίος στο δρόμο της επιστροφής, μετά το πρώτο δοκιμαστικό Σαββατοκύριακο, αποφάσισε να με βάλει στη θέση μου, λες και είχα πέσει στην πρέζα και ζήτησα βοήθεια. «Είναι σα να μη σκέφτεσαι μες την κουζίνα. Γιατί είσαι αφηρημένος;» Αγχωμένος ήμουν. Οι απαιτήσεις ήταν ανώτερες των γνώσεων μου. «Eh alors, πρέπει να βάλεις τα δυνατά σου. Την επόμενη βδομάδα θα φτιάξεις εσύ το μενού!» Και τι θα τους ταΐσω; Ελληνική κουζίνα; Δεν είναι ταβέρνα εκεί, μακάρι να ήταν. Θα τους έφτιαχνα ένα μπακαλιάρο πλακί και μια φάβα που θα έγλυφαν τα πιάτα, θα τα έσπαγαν αλαλάζοντες και θα χόρευαν σαν τον Άντονι Κουίν πάνω στα συντρίμμια. Αλλά αυτοί ήταν μαθημένοι να τρώνε το ψάρι με σάλτσα σουσαμιού και τα λαχανικά μέσα σε ταρτελέτες. Ρώτησα μήπως να το αφήναμε. «Όχι!» Άντε πάλι όχι. «Κάτσε να μελετήσεις, κάνε δοκιμές στο σπίτι και αν έχεις απορίες έλα να με ρωτήσεις. En fin, θα δουλεύεις μια ζωή στα ψάρια; Μπορείς να κάνεις κάτι καλύτερο για τη ζωή σου!» Έκανα να ρωτήσω αν με κόβει να βγάζω πολλά λεφτά στο μέλλον και να σοβαρεύομαι επιτέλους, γιατί για μέντιουμ δεν ήταν και πολύ διορατικός.

Από Δευτέρα το έριξα στο διάβασμα. Έβαλα κάτω μερικές ιδέες για το μενού και βάλθηκα να ψάχνω συνταγές, αλλά δεν ήμουν ευχαριστημένος. Έπρεπε να έχω βάσεις. Έτσι συνέχισα με την ανατομία των ζώων αλλά ούτε αυτό θα με βοηθούσε απαραίτητα να αποφύγω όλα τα λάθη. Δεν είχα χρόνο για τέτοια. Αυτό που καιγόμουν να είναι μάθω πως συμπεριφέρονται τα υλικά και γιατί. Πήγα βαθιά. Άρχισα να διαβάζω για τις αντιδράσεις Μαγιάρ, τη φύση των πρωτεϊνών, τη διαφορά λευκών και κόκκινων μυών και τη θερμοχωρητικότητα των υλικών. Σαν άλλος Αρχιμήδης εμφανιζόμουν στο σαλόνι να ανακοινώσω στην αγαπούλα πως «Εύρηκα!», το τέλειο αυγό μαγειρεύεται στους εξήντα τέσσερις βαθμούς Κελσίου ακριβώς και μετά ξανακλεινόμουν στο γραφείο μου. Η μαγειρική έγινε στο μυαλό μου από τέχνη, αλχημεία. Κάθε συνταγή που εκτελούσα στο σπίτι ήταν ένα πείραμα που παρατηρούσα και κατέγραφα τα συμπεράσματα. Δεν εκτελούσα συνταγές αλλά ένα οργανωμένο σχέδιο μάχης, σήκωνα σπίτια από τις κατόψεις τους, χαρτογραφούσα μια άγνωστη ήπειρο που μέχρι τότε είχα αρκεστεί να περιπλέω.

Το βράδυ της Πέμπτης ο Νικόλας ήρθε στο σπίτι μας να συζητήσουμε το μενού. Το πρώτο μου δείπνο ξεκινούσε με ατομικές πίτες λαχανικών και για κυρίως πιάτο είχε αρνάκι, με κλασική καφέ σάλτσα αρωματισμένη με τη μαρινάδα του κρέατος, συνοδευόμενο με καραμελωμένα λαχανάκια Βρυξελών κι ας μην τα τρώει ο σεφ, καραμελωμένες πατάτες στο φούρνο, γιατί αν δεν φάνε πατάτες οι πελάτες δεν θα καταλάβουν ότι έχουν χορτάσει και πουρέ μπιζελιών γιατί στη Σκανδιβλαχία το αρνάκι τρώγεται παραδοσιακά με μπιζέλια, κατά προτίμηση από κονσέρβα. «Πρέπει να βρεις ένα καλύτερο όνομα για τις πίτες σου!» Βέβαια, πρώτα θα τους χορτάσω με λόγια. «Ανοιξιάτικες πίτες.» Ο σεφ συμφώνησε. Έξω εντωμεταξύ χιόνιζε αδιάκοπα. Για επιδόρπιο θα έφτιαχνα μωσαϊκό. Ο σεφ δεν ήξερε τι είναι αυτό. Του έδειξα μια φωτογραφία. «Ah oui! Μosaïque!» «Άρα το ξέρεις.» Όχι, δεν το ήξερε, αλλά αυτό που έβλεπε του έμοιαζε με μωσαϊκό δάπεδο. Αφού του περιέγραψα τη συνταγή, αποφάσισε να το σερβίρουμε με κρεμ ανγγλέζ στη βάση του πιάτου, γιατί θα κάνει ωραία αντίθεση με το μωσαϊκό στην υφή και στο χρώμα. Μου φάνηκε εξαιρετική ιδέα. Δεν ήξερα τι είναι η κρεμ ανγγλέζ.

Για μεσημεριανό τη δεύτερη μέρα πρότεινα μια σούπα λαχανικών. Αυτή δεν ήθελε πολλές εξηγήσεις. Το βράδυ για ορεκτικό θα είχαμε γαριδοκεφτέδες και για κυρίως πιάτο, πέστροφα με σάλτσα τεριγιάκι, ξανά πατάτες, είτε μου άρεσε είτε όχι, αμπελοφάσουλα και καρότα. Με ρώτησε αν ξέρω να φτιάχνω σάλτσα τεριγιάκι. Του είπα ότι είχα μαι συνταγή. «Allors, θα πάρουμε έτοιμη κι απλά θα την πειράξουμε λίγο.» Απογοητεύτηκα αλλά θα έκανα λιγότερη δουλειά οπότε συμφώνησα. Στα φασολάκια χαθήκαμε στη μετάφραση μέχρι που ανέτρεξα πάλι σε μια εικόνα. Ο σεφ αναφώνησε «Haricot verts!» και συνεννοηθήκαμε. Πρότεινε να κάνουμε haricot verts fagot με μπέικον. Συμφώνησα. Ούτε αυτό ήξερα τι είναι αλλά το συμπέρανα από τη λέξη fagot.

Στα αγγλικά «faggot» σημαίνει δεμάτι. Το δέκατο έκτο αιώνα η λέξη χρησιμοποιήθηκε σαν προσβολή για τις άπορες γριές και τις χήρες, γιατί συχνά οι φτωχές γυναίκες επιβίωναν πουλώντας δεμάτια με καυσόξυλα. Η προσβολή αυτή έφτασε με την πάροδο του χρόνου να χρησιμοποιείται ενάντια στους ομοφυλόφιλους άντρες, που έφεραν τη ντροπή της θηλυπρέπειας. Κοίταξα το Νικόλα, που σε μια ξένη γι αυτόν γλώσσα ένα μάτσο φασολάκια δεμένο με μια λωρίδα μπέικον θα ήταν βαριά σαν πέτρα γύρω από το λαιμό του και του ανακοίνωσα πως για επιδόρπιο ήθελα να φτιάξω τσιζκέικ. Η σωστή βάση για τσιζκέικ δεν γίνεται με οποιοδήποτε μπισκότο αλλά με κράκερ γκράχαμ, που πήραν το όνομα τους από τον πρεσβυτεριανό ιερέα Σιλβέστερ Γκράχαμ, φανατικό χορτοφάγο και πολέμιο του αυνανισμού. Δεδομένου ότι ο ξενώνας δεν θα μου αγόραζε ένα τόσο εξειδικευμένο υλικό, έπρεπε να φτιάξω τα μπισκότα μόνος μου, μόνο και μόνο για να τα συνθλίψω κατόπιν και να τα αναμείξω με βούτυρο κι αλάτι όπως απαιτεί η συνταγή.

Μου είχε μείνει μόνο μια μέρα προετοιμασίας πριν επιστρέψουμε στον ξενώνα. Δοκίμασα να φτιάξω τα κράκερ γράχαμ για να σιγουρευτώ. Αν και υπέρμαχος του αυνανισμού τα κατάφερα τέλεια. Έφτιαξα τρία ατομικά τσιζκέικ, με διαφορετική αναλογία βουτύρου και μπισκότου το καθένα κι έβαλα την αγαπούλα να δοκιμάσει για να διαλέξουμε το καλύτερο. Σειρά είχε να μάθω να μάθω να φτιάχνω κρεμ ανγγλέζ. Η κρεμ ανγγλέζ έχει άρωμα βανίλιας. Είναι παρόμοια με την κρέμα ζαχαροπλαστικής με τη διαφορά ότι δεν έχει άμυλο αραβοσίτου, ή σε Αγγλικά του Τσελεμεντέ, κορν φλάουρ. Γι αυτό δεν στέκεται στο πιάτο αλλά είναι αραιή. Χρησιμεύει σαν σάλτσα πάνω από άλλα γλύκα όπως κέικ ή φρέσκα φρούτα ή σαν βάση για την παρασκευή παγωτού. Η πιο χαρακτηριστική συνταγή με κρεμ ανγγλέζ είναι το île flottante, όπου ένα νησάκι από μαρέγκα επιπλέει μέσα στην κρέμα. Το μυστικό για πετύχει η κρέμα είναι να την αποσύρεις από τη φωτιά μόλις έχει αρχίσει να εξατμίζεται, πριν βράσει και να τη μεταφέρεις σε κρύο μπεν μαρί, συνεχίζοντας να ανακατεύεις. Έφτιαξα μια μικρή ποσότητα, την έβαλα σ’ ένα βάζο κι αφού κρύωσε τη φύλαξα στο ψυγείο. Μετά κατάλαβα ότι δεν ήθελα να κάνω αυτή τη δουλειά.

Όταν με το καλό ξημέρωσε το Σαββατοκύριακα της δεύτερης δοκιμασίας μου, μπήκα στο αμάξι του Νικόλα χαλαρός και κεφάτος. Στο δρόμο για τον ξενώνα είπα στο Νικόλα ότι δεν θα πάρω την θέση που μου πρότεινε. Εδώ που τα λέμε ήταν αμφίβολο αν θα μου τη δίνανε ούτως ή άλλως. Αυτός ήταν κι ο λόγος που όλη την προηγούμενη βδομάδα το είχα ρίξει στο διάβασμα και το μαγειροτσικάλισμα. Για να ανέβω επίπεδο. Κάτι τέτοιο όμως δεν γινόταν σε μια βδομάδα. Θα έπρεπε να είμαι βοηθός του Νικόλα για ένα χρόνο τουλάχιστον, για να αισθάνομαι έτοιμος να σηκώσω αυτή την ευθύνη μόνος μου. Περίμενα να ξανακούσω το λογύδριο περί επιλογών ζωής, της προηγούμενης εβδομάδας. Αu contraire. Mου είπε πως είμαι ένας καλός και εργατικός βοηθός, ότι έχω πολλές προοπτικές αλλά θέλω ακόμα δουλειά και ότι η απόφαση μου ήταν σοφή. Μου ήρθε να του φορέσω το τιμόνι κολάρο. «Ce n'est pas compliqué» και μαλακίες! Αφού τα ήξερε όλα αυτά γιατί με έβαλε να περάσω την εβδομάδα των παθών; Φταίει κι αυτός που του αρέσουν τα δράματα και ήθελε με μεταμορφώσει από αλήτη σε λαίδη, φταίω κι εγώ που έτσι και δω βουνό μπροστά μου, νιώθω υποχρεωμένος να το ανέβω. Merde!

Τις επόμενες δυο μέρες μαγειρέψαμε μαζί όπως είχε συμφωνηθεί. Δεν ήθελα να τον «κρεμάσω» κι ας μην έπαιρνα τη δουλειά. Επιπλέον, κάθε λεπτό στην κουζίνα μαζί του ήταν ένα πολύτιμο μάθημα. Το τσιζκέικ το έφτιαξα μόνος μου αλλά μου έδειξε το σωστό τρόπο να ανακατεύω την κρέμα με το τυρί. Για τις «ανοιξιάτικες πίτες» συνεργαστήκαμε. Εγώ έφτιαξα το φύλλο κι αυτός τη γέμιση. Τα φιλέτα της πέστροφας με εμπιστεύτηκε να τα περάσω μόνος μου από το τηγάνι πριν τα ψήσει, το αρνί αρκέστηκε στο να το μαρινάρω και μετά το χειρίστηκε αυτός εξολοκλήρου. Καλύτερα γιατί έχω κόψει το κρέας εδώ και δύο χρόνια και το αρνί μου φέρνει αναγούλα. Το δε μωσαϊκό το ανέλαβα εγώ, καθώς ήμουν ο μόνος που το είχε ξαναφτιάξει, σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Την δε κρεμ ανγγλέζ, αν και στερεοτυπικός Γάλος, την προετοίμασε ο Νικόλας. Το πιάτο έκανε μεγάλη εντύπωση. Μόνο που μας παραπονέθηκαν πως ήταν πολύ μεγάλες οι μερίδες. Άντε μου και στο διάολο Ρεκιαβικάνοι, της κοντής ψωλής της φταίνε οι τρίχες.

Έχοντας συνεργαστεί καλά με το Νικόλα, το τελευταίο βράδυ μου στον ξενώνα, είχαμε αρκετό χρόνο να «σκοτώσουμε». Όλες οι προετοιμασίες είχαν γίνει από νωρίς και περιμέναμε να έρθει η ώρα βάλουμε τις τελευταίε πινελιές στο φαγητό, λίγο πριν το σερβίρουμε στα πιάτα, την ώρα του δείπνου. Μέσα στη μικρή κουζίνα, το σεληνόφως που έλουζε τα βουνά, αντανακλούσε στη μεταλλική επιφάνεια του πάγκου και ο Νικόλας επέστρεψε στο ρόλο του μέντιουμ. Μου είπε πως είναι πολύ καλό για μένα που είμαι με την αγαπούλα. Του απάντησα πως την αγαπώ με όλη μου την καρδιά και με κάνει χαρούμενο και πιστεύω ότι κι αυτή αισθάνεται το ίδιο. «Oui mais... δεν είστε το ίδιο. Εσύ θα ήσουν χαρούμενος να μένεις μόνος σου σε μια καλύβα πάνω στο βουνό, παρέα μ’ ένα σκύλο. Χωρίς να βλέπεις άνθρωπο!» Είπα ότι αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θέλω να είμαι μόνος μου. Απ’ όταν γνώρισα την αγαπούλα κατάλαβα ότι την προτιμώ από το σκύλο κι από οποιοδήποτε άλλο άνθρωπο, στην υποθετική καλύβα. «Eh bonne, μπορεί αλλά είμαι σίγουρος πως όταν, για παράδειγμα, κάνεις τα bédé σου, κλείνεις την πόρτα του γραφείου σου για να αισθάνεσαι μόνος.» Τώρα είχα χαθεί εγώ στη μετάφραση. « Βédé. Βé Dé… Βande dessinée!» «Α! Όταν σχεδιάζω τα κόμιξ μου. Είναι αλήθεια ότι χρειάζομαι συγκέντρωση για να σχεδιάσω.» Με κοίταξε με καχυποψία. «Allors, εγώ νομίζω πως ζωγραφίζεις για να μην αισθάνεσαι θλίψη ή ίσως...» Έκανε μια δραματική παύση που θύμιζε Ηρακλή Πουαρό. «...δεν μπορείς να σχεδιάσεις αν δεν αισθάνεσαι θλιμμένος. C’est un ouroboros.» Θα μπορούσε να πει απλά φαύλος κύκλος, αλλά θεώρησε πιο ταιριαστό να ανασύρει το αποκρυφιστικό σύμβολο του ουροβόρου όφεως, ο οποίος και με δάγκωσε.

Την εβδομάδα μετά τη μαγειρική δοκιμασία ξεκινήσαμε να δουλεύουμε στο χαβιάρι. Τα κοτόψαρα δεν είχαν ξεκινήσει να έρχονται και όλοι περίμεναν, μέρα με τη μέρα, πότε θα κηρύξουν οι αρχές την έναρξη της αλιευτικής περιόδου γι’ αυτό το ψάρι. Στο ενδιάμεσο, δουλειά μας ήταν να καθαρίσουμε το εργαστήριο και όλο τον εξοπλισμό. Έτσι ο λιγνός κι οχοντρός ξεκίνησαν για νέες περιπέτειες. Πετάξαμε σκουπίδια, καθαρίσαμε μηχανήματα, τοίχους και δάπεδα, απολυμάναμε, ξεφορτώσαμε κοντέινερ με άδεια βαρέλια και πλύναμε ίσαμε πεντακόσια από δαύτα. Μια Παρασκευή εμφανιστήκαμε στο εργαστήριο από το πρωί αλλά δεν είχε μείνει τίποτα άλλο να καθαρίσουμε και θα μας έστελναν σπίτι. Με ρώτησαν αν θέλω να βγάλω έξτρα παραδάκι, δουλεύοντας στο λιμάνι, γιατί κάποιος τους σφύριξε από το τηλέφωνο πως έψαχναν έναν επιπλέον εργάτη. Έξω μαινόταν για μια ακόμα φορά χιονοθύελλα και η λογική υπαγόρευε να επιστρέψω στο κρεββάτι μου, να συνεχίσω τον ύπνο που είχα αφήσει στη μέση στις εφτά το πρωί. Όμως ο πυρετός του χρυσού είναι ύπουλη αρρώστια. Χτυπάει στο νεύρο της προτεσταντικής ντροπής κι ας σε βαφτίσανε ορθόδοξο παρά τη θέληση σου. Τώρα πια έχω γίνει ένα υποζύγιο προς μίσθωση και στο λιμάνι πληρώνουν καλά.




Κατέβηκα στην ιχθυόσκαλα. Εκεί για τις επόμενες δύο μέρες θα ξεφορτώναμε ένα πλοίο. Και μάλιστα όχι όποιο και όποιο. Μετά από σαράντα μέρες στον ωκεανό, είχε μόλις δέσει στο λιμάνι η μηχανότρατα Σόουλμπεργκ. Το καμάρι του Χωριού μας! Από αυτό το πλωτό εργοστάσιο, μήκους ογδόντα πέντε μέτρων έχει περάσει κόσμος και κοσμάκης, συμπεριλαμβανομένου του Γιάννη, του Χάλτοουρ και των δύο γιων του. Μάλιστα ο μικρότερος, ο Χίλμαρ ήταν ένας από τους τριάντα πέντε ναύτες που αποβιβάστηκαν από το πλοίο, εκείνο το πρωί. Είναι τόσο ψηλό αυτό το πλοίο και τόσο χαμηλά τα σπίτια στο Χωριό, που όταν μπαρκάρει, παρακολουθούμε την πορεία του από το παράθυρο του καθιστικού, καθώς τα φουγάρα του ξεχωρίζουν πάνω από τις σκεπές. Λίγο πριν χαθεί από τα μάτια μας, ηχεί την κόρνα του πάντα τρεις φορές, για να αποχαιρετήσει το Χωριό και τις οικογένειες των ναυτικών. Η άφιξη κι ο απόπλους του είναι ένας από τους πολλούς τρόπους που μετράμε εδώ τις μέρες. Κάτω από το λευκό πέπλο του χειμώνιμου, στοιχισμένες σε μια παρέλαση ονειροβασίας, φορούν όλες την ίδια στολή κι έχουν το ίδιο κούρεμα. Μόνο τα πρόσωπα τους αλλάζουν αμυδρά.

Το Σόουλπμεργκ οργώνει τις βόρειες θάλασσες για μπακαλιάρο. Η κατεργασία του ψαριού γίνεται εν πλω. Το πλοίο-εργοστάσιο παράγει φιλέτα μπακαλιάρου, κατεψυγμένα και συσκευασμένα, έτοιμα για κατανάλωση καθώς επίσης και ψαράλευρο και μουρουνέλαιο. Τα δίχτυα της μηχανότρατας όμως δεν κάνουν διακρίσεις. Σέρνονται στον πυθμένα, σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμα τους. Μαζί με τα ψάρια, συλλέγουν άθελα τους κι ένα σωρό σκουπίδια που κατέληξαν στη θάλασσα. Το πιο αξιοσημείωτο αζήτητο που ψάρεψε κάποτε το Σόουλπεργκ , ήταν ένας Ρώσσικος πύραυλος που είχε εκτοξευτεί σε κάποια πολεμική άσκηση. Μαζί με το μπακαλιάρο ψαρεύεται κι ένα μικρό ποσοστό παράπλευρων αλιευμάτων. Διαφόρων ειδών ψάρια, σαν τις γλώσσες που είδα και δεν πίστευα στα μάτια μου γιατί ήταν πιο μεγάλες από το τραπέζι που έχουμε στην κουζίνα. Η υγρός αντίποδας του στέρεου κόσμου που πατάμε είναι κι αυτός γεμάτος τέρατα. Τα παράπλευρα αλιεύματα αποθηκεύονται και καταγράφονται από τις αρχές, που ρυθμίζουν την ομαλή λειτουργία της αλιευτικής βιομηχανίας. Έτσι κι αλιευτεί ακόμη και η πιο μικρή μαρίδα χωρίς να δηλωθεί, το πλοίο μπορεί να χάσει την άδεια του.

Τώρα, δεν ξέρω σε πόσα φιλέτα μπακαλιάρου αναλογεί ένα νεκρό δελφίνι αλλά σίγουρα γίνεται δουλειά για να μην μας τελειώσουν ούτε τα δελφίνια, ούτε τα φράγκα από το θαλάσσιο χρυσωρυχείο. Αν και αν ήταν να σωθεί ένα από τα δύο, φαντάζομαι ότι θα επέλεγαν το δεύτερο. Αν ετοιμάζεστε να μου κουνήσετε το δάκτυλο θα σας πρότεινα, αγαπημένα φιλαράκια, να αναλογιστείτε σοβαρά, ότι ο πρωτογενής τομέας είναι η ραχοκοκκαλιά της οικονομίας. Όπως το καταλαβαίνω εγώ και σε δισκάδικο να δουλεύεις, τα λεφτά σου βγήκαν ή από τη γη ή από τη θάλασσα και σίγουρα από τον ιδρώτα κάποιου κακομοίρη. Τα έχω σκεφτεί καιρό όλα αυτά κι από τότε σταμάτησα να πίνω θαλασσινό νερό. Είναι αλμυρό γιατί έχει ποτίσει από τα δάκρυα των δελφινιών.

Το ξεφόρτωμα κι ο ανεφοδιασμός κρατάει δύο μέρες. Ο κύριος όγκος δουλειάς πέφτει στην ιχθυόσκαλα αλλά συμμετέχει κι η Εταιρία, στην οποία ανήκει το πλοίο. Η Εταιρία έχει κι άλλες μικρότερες μηχανότρατες και δύο εργοστάσια στο Χωριό. Σε ένα εκ των δύο είχα δουλέψει παλιότερα. Εκεί επεξεργαζόμαστε γαρίδες Ατλαντικού για να πράξουμε κατεψυγμένη γαριδόψυχα. Ή όπως, πιο κατανοητά λέει ο Γιάννης, «Ο Λευτέρης παλιά δούλευε στη γαρίδα.» Τις γαρίδες τις ψάρευαν οι μικρότερες μηχανότρατες, που πιάνουν λιμάνι κάθε έξι μέρες, γιατί την έβδομη ο θεός ξεκουράστηκε και η γαρίδα είναι πλέον ακατάλληλη για βρώση. Ενίοτε η Εταιρία αγόραζε κατεψυγμένες γαρίδες, που ερχόντουσαν σε κοντέινερ-ψυγεία γεμάτα ως πάνω με σακιά των είκοσι κιλών. Τις κατεψυγμένες γαρίδες, η Εταιρία τις αγόραζε από μια κινέζικη αντίστοιχη, τις οποίας τα πλοία ψάρευαν στον Καναδά. Τις επεξεργαζόμαστε στο Χωριό, εδώ στην Ψαρού, για να πουληθούν μετά στην Αγγλία. Δεν είναι όμορφο το πόσο μικρός είναι ο κόσμος και πόσο μεγάλα τα κέρδη;

Το πρωί, όταν έφτασα, οι εργάτες της ιχθυόσκαλας, ήταν μαζεμένοι σε ένα γκρίζο δωμάτιο στο βάθος του κτηρίου με δυο παλιούς καναπέδες, τρεις ψωριασμένες καρέκλες κι ένα χαμηλό τραπέζι. Δεξιά από την πόρτα γουργούριζε μια μεγάλη καφετιέρα, η ίδια που βρίσκεις σε όλες τις κουζίνες σ’ αυτές τις δουλειές και ένα μάτσο κούπες. Αριστερά αγκομαχούσε ένα ψυγείο και λίγο πιο μέσα, σε μια εσοχή, κρεμόντουσαν σε μια μακριά κρεμάστρα ολόσωμες στολές για το χιόνι, χοντρές σαν πάπλωμα. Απέναντι τους, σε ένα χαμηλό ράφι, ήταν αραδιασμένα λευκά και κόκκινα κράνη. Όταν μπήκα στο δωμάτιο, οι υπόλοιποι με υποδέχτηκαν με τη συνήθη ψαρειανή απάθεια. Όμως μέχρι το πρώτο διάλειμμα, είχαν ζεσταθεί τα πράγματα μεταξύ μας. Μου συστήθηκαν όλοι ένας ένας και με ρώτησαν από που είμαι, που δουλεύω και πόσο καιρό είμαι στο Χωριό. Δεν «έπιασα» όλα τα ονόματα, γιατί τα είπαμε μόνο μια φορά, οπότε τους έδωσα παρατσούκλια. Σε αυτό το απίθανο σινάφι αρχηγός είναι η Βαλκυρία. Την υπόλοιπη ομάδα την αποτελούν ο Σύντροφος, ο Εγκέφαλος, ο Πετράκης, ο Ιμάμης, ο Σπανός, ο Βούδας, το Αμούστακο Παλικαράκι, ο Επιστήμων και ο Ελαφοκυνηγός. Στον ένα καναπέ καθόταν μόνος του ο Μαθουσάλας. Το πρωί τον άκουσα να ρωτάει πότε αρχίζει το ψάρεμα του κοτόψαρου και να ανακοινώνει τις προγνώσεις του για τον καιρό. Τα μάτια του ήταν μονίμως γλαρά από τη βλεφαρόπτωση και το βλέμμα καρφωμένο στο κενό, πίσω από το οποίο είχαν στοιβαχτεί τα ογδόντα του χρόνια. Στο στόμα είχε καρφωμένη μια έκφραση αποδοκιμασίας. Ήμουν σίγουρος πως αυτός ο ετοιμόρροπος γέρος είχε περάσει για να πιει καφέ και να πιάσει ψιλή κουβέντα, όμως όταν ήρθε η ώρα να πιάσουμε δουλειά μπήκε σε ένα περονοφόρο και άρχισε να οδηγάει!

Μου έδωσαν στολή που με θωράκισε απ’ το κρύο, από το λαιμό ως τις γαλότσες κι ένα λευκό κράνος που φόρεσα πάνω από το σκούφο μου. Στο έβγα ο Εγκέφαλος παρατήρησε πως είχε σκατόκαιρο. «Καλώς ήρθες στην Ψαρού», του απάντησα στα Ψαρειανά. Παραλίγο και θα μάθαινα πως λέγεται ο εξυπνάκιας στη γλώσσα του. Κατά μήκος του πλοίου ελάμβαναν χώρα τέσσερις διαφορετικές επιχειρήσεις. Στην πρύμνη ένας γερανός ξεφόρτωνε τα τεράστια μεταλλικά δίχτυα της μηχανότρατας, μαζί με τα αλιευμένα σκουπίδια και φόρτωνε καινούριο εξοπλισμό. Από ένα μικρό πορτάκι που ενωνόταν με τη στεριά με μια ισχνή σκάλα, κατέβαιναν ναύτες και μπαινόβγαιναν οι ηλεκτρολόγοι που έλεγχαν τα διάφορα συστήματα πλοήγησης και επικοινωνίας του πλοίου. Παραδίπλα, μια κυλιόμενη ράμπα ανέβαζε από το αμπάρι τις παλέτες με τα πακεταρισμένα φιλέτα, τα οποία παραλάμβανε ο Βούδας με ένα γιγάντιο τηλεσκοπικό περονοφόρο. Εγώ συνεργαζόμουν κάτω από την πλώρη με τον Επιστήμονα, που οδηγούσε ένα μικρότερο ηλεκτροκίνητο και τον Ελαφοκυνηγό που χειριζόταν το δεύτερο γερανό του πλοίου, στην κουβέρτα. Οι υπόλοιποι ήταν χαμένοι μέσα στα σπλάχνα του κήτους και τροφοδοτούσαν το ξεφόρτωμα.

Την πρώτη μέρα κατεβάζαμε τεράστια σακιά με ψαράλευρο, μισό τόνο το καθένα. Ο Ελαφοκυνηγός μου τα κατέβαζε δύο ή τρία μαζί, με το γερανό. Δουλειά μου ήταν να να ανοίγω το γάντζο του γερανού και να ελευθερώνω τους ιμάντες με τους οποίους ήταν δεμένα τα σακιά. Το κάθε σακί είχε τέσσερις θηλιές που έπρεπε κατόπιν να φορέσω στο πιρούνι του περονοφόρου του Επιστήμονα, για να τα αποθέσει παραπέρα. Δίπλα μας, στο λιμάνι, είχε σχηματιστεί μια ουρά από νταλίκες. Ο οδηγός του κάθε φορτηγού, με τη βοήθεια ενός τρίτου ανυψωτικού, φόρτωνε τα σακιά στο όχημα του. Μόλις γέμιζε μια νταλίκα, έφευγε κατευθείαν για να παραδώσει το φορτίο σε μια ιχθυοκαλλιέργεια σολομών, εβδομήντα χιλιόμετρα μακριά, και να δώσει τη θέση της στην επόμενη. Αφού τελειώσαμε με τα σακιά την πρώτη μέρα, ξεφορτώναμε κι εμείς παλέτες με μπακαλιάρο, επίσης μισό τόνο η καθεμιά τους. Τώρα αντί για για τους ιμάντες, είχα να κάνω με μια βαριά ατσάλινη δαγκάνα, τα σαγόνια της οποίας κρεμόταν από ένα πλαίσιο από αλυσίδες. Όταν έφτανε στο έδαφος η φορτωμένη δαγκάνα έπρεπε να σηκώνω το κάθε σαγόνι, για να το βγάλω από τη βάση της παλέτας που κατέβηκε και να ελευθερώσω τη δαγκάνα. Σαν κάναμε αρκετό χώρο στο πλοίο ξεφορτώνοντας, άρχισε ο ανεφοδιασμός κι η δουλειά έγινε διπλή. Με το που ελευθέρωνα τη δαγκάνα από τους μπακαλιάρους, την προσάρμοζα σε άλλες παλέτες, φορτωμένες με κουτιά συσκευασίας για την επόμενη ψαριά και τρόφιμα για το ταξίδι, που ο Ελαφοκυνηγός έμπαζε στο αμπάρι με το γερανό του.

Οι παλέτες, τα σακιά και τα παλιοσίδερα κατέληγαν σε νταλίκες ή στοιχίζονταν σε εφήμερα τείχη από όπου τα παραλάμβαναν τα περονοφόρα της Εταιρίας για να τα χώσουν στην αποθήκη της, δίπλα στην ιχθυόσκαλα. Εργάτες και μηχανήματα βούιζαν σε ένα μελίσσι που το μαστίγωνε το χιόνι και το τοπίο του λιμανιού άλλαζε αδιάκοπα καθώς τα τείχη με τις παλέτες των μπακαλιάρων έπεφταν και χτιζόντουσαν ασταμάτητα. Ο μόνος που τεμπέλιαζε εμφανώς, ήταν ένα κοράκι που επέβλεπε τις εργασίες σκαρφαλωμένο στους φωτιστικούς στύλους του λιμανιού και πότε πότε πλάναρε κόντρα στον άνεμο για να παίξει. Εγώ από την άλλη έπρεπε να έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα γιατί έτσι και έσπαγε μια από τις παλέτες που αιωρούνταν πάνω από πάνω μου, το κράνος δεν θα με έσωνε από τα πεντακόσια κιλά που θα έβρεχαν από τον ουρανό να μου συνθλίψουν τα κόκαλα. Κατάλαβα βέβαια τη χρησιμότητα του δυο φορές που, όπως πάλευα να ανοίξω το γάντζο κόντρα στον άνεμο, αυτός μουλάρωσε και μου έσκασε στο κεφάλι.

Τις δύο αυτές μέρες χόρτασα κρύο κι αδρεναλίνη. Δίπλα στη θάλασσα, κάτω από τα βουνά με τον άνεμο να σφυρίζει στα αυτιά μου και κάποτε το βράδυ να ηρεμεί, κάνοντας το χιόνι να στέκεται στον αέρα ακίνητο, καθρεφτίζοντας τα φώτα του λιμανιού σα ντισκομπάλα. Μεγάλα κομμάτια πάγου κατέβαιναν από το ποτάμι που εκβάλει τρία χιλιόμετρα πιο πέρα και πάνω τους αναπαύονταν τα πουλιά αδιαφορώντας για το κρύο και τη βαβούρα. Από το λιμάνι μπορούσα να δω όλο το Χωριό, το ρολόι στην εκκλησιά να σημαίνει την ώρα για το μεσημεριανό, το φρέσκο χιόνι να σηκώνεται από τις κορυφές καθώς φυσούσε και να τρέχει σαν ποτάμι στον ουρανό. Το βράδυ στο σπίτι τα ρούχα μου μύριζαν αλμύρα και τα χνώτα μου φωτιά. Υπάρχουν και πιο εύκολοι τρόποι να βγάλεις το ψωμί σου, αλλά τους έχω ξεχάσει, χαμένος σε μια φανταστική περιπέτεια όπου θηριώδη μηχανήματα καλπάζουν πλάι σε παγωμένους λεβιάθαν προς τα κει που τα σύννεφα βουτάν στον ωκεανό. Αν υπάρχει κάποιο ηθικό δίδαγμα να αποκομίσω από αυτούς τους άθλους δεν προλαβαίνω να το μάθω γιατί έχω χρόνο ίσα ίσα για να πλυθώ, να μαγειρέψω και να φάω, να δω τηλεόραση αγκαλιά με την αγαπούλα και να κοιμηθώ.

Τώρα μαθαίνω καινούρια τέχνη. Το κοτόψαρο έκανε την εμφάνιση του δειλά δειλά. Λίγο μετά που εξερράγη ένα ηφαίστειο στα Νότια. Φαίνεται πως μαζί με εμένα καίγεται μέσα της και η Γη. Μαζί της κι ο Νικόλας. Τις προάλλες στη δουλειά είχε όλη μέρα ένα βλέμμα σαν χαμένος. Όταν σχολάσαμε, στο αμάξι, το ρώτησα τι τον βασάνιζε. Φαίνεται πως τα πνεύματα είχανε πάει περίπατο και τον άφησαν μόνο του, με όλα όσα έχει μετανοιώσει στη ζωή του. Το βάρος που έβαλε, τα λεφτά που ξόδεψε, τα χρόνια του στην έρημο του Χωριού. Αν μπορούσε θα έμπαινε στο πρώτο αεροπλάνο να πάει πίσω στο Μπορντό. Αλλά είχε μείνει το ταπί. Το μόνο που οπισθοχωρούσε ήταν η γραμμή των μαλλιών στο κούτελο του. Που πήγαν τόσα χρήματα; Τόσα χρόνια; Τόση ζωή; Του απήγγειλα το ποίημα που έμαθα τα Χριστούγεννα. Κάποιοι γεννιούνται τυχεροί, κάποιοι άτυχοι. Ξέρω για τα παιδικά του χρόνια και μην είστε αδιάκριτοι. Σίγουρα ήταν άτυχος. Του το είπα αυτό. Και ότι κάποιες πληγές δεν κλείνουν. Απλά συνηθίζεις στον πόνο, όπως όταν σε σφίγγουν οι φλέβες στο κακό σου πόδι για παράδειγμα. Δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να ανέβεις βουνά με ένα κακό πόδι. Κι αν όντως το κάνεις, είναι πράγματι αξιέπαινο. Όταν πατήσεις στην κορυφή μπορείς να κοιτάς το πονεμένο πόδι σου ή να κοιτάς μακριά άλλα βουνά, τις κοιλάδες που τα χωρίζουν, τα ποτάμια που τα διατρέχουν, τη θάλασσα που τα καθρεφτίζει. Του είπα ότι για μένα είναι ένας ήρωας και ότι του αξίζει να είναι ευτυχισμένος και μετά πήγα σπίτι.

Έφαγα το μεσημεριανό μου. Τρία αυγά, μια φέτα ψωμί με τυρί, μαγιονέζα και ψιλοκομμένο αγγουράκι τουρσί. Έφαγα κι ένα μήλο για να δροσιστώ. Την προηγουμένη είχα φτιάξει μια αλμυρή τάρτα, αλλά αυτή θα την τρώγαμε το βράδυ. Η αγαπούλα ήταν σπίτι και της είπα για την κουβέντα που είχα με το Νικόλα. Μετά για κάποιο λόγο έκλαψα λίγο, πράγμα το οποίο με έκανε να θυμώσω, οπότε πήγα να πάρω έναν υπνάκο γιατί είμαι κακόκεφος όταν μου λείπει ύπνος. Όταν ξύπνησα είπα να σας γράψω.

Θα σας ξαναγράψω όταν αδειάσω. Να προσέχετε.




Σχόλια